Τα πουλιά της ξενιτιάς

6' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Μόνον οκτώ τραγούδια «Της Ξενιτειάς» περιέχει το βιβλίον» έγραφε το 1914 ο Κ. Π. Καβάφης, στο περιοδικό «Νέα Ζωή» της Αλεξάνδρειας, σχολιάζοντας τις «Εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού» του Ν. Γ. Πολίτη, που είχαν εκδοθεί εκείνη τη χρονιά. Και συνέχιζε: «Θα ήθελα να ήσαν περισσότερα. Με κάμνει εντύπωσι σε πολλά απ’ τα τραγούδια της ξενιτειάς η βαθιά των λύπη,  η μεγάλη οδύνη της αναχωρήσεως. Κάπως περίεργα με φαίνονται σ’ έναν λαό σαν τον δικό μας που έτσι εύκολα και θαρραλέα -σχεδόν αμέριμνα- ξενιτεύεται».

Κι όμως, έχει την ιστορική και κοινωνική της εξήγηση αυτή η «βαθιά λύπη» των δημοτικών της ξενιτιάς. Γράφει σχετικά ο σπουδαίος μελετητής των λαϊκών ασμάτων Στίλπων Π. Κυριακίδης, λίγο πριν συμπεράνει ότι «ως προς τον τόνον τα τραγούδια [της ξενιτειάς] πλησιάζουν πάρα πολύ τον μελαγχολικόν τόνον των μοιρολογιών»: «Αλλ’ ο ξενιτεμός της εποχής εκείνης ήτο και διά τον ξενιτευόμενον και διά την οικογένειάν του ισοδύναμος προς τον θάνατον. Διότι ο ξενιτευόμενος σπανίως επανέβλεπε το πάτριον έδαφος. Δεν υπήρχαν τότε αι σημεριναί ευκολίαι. Τα ταξίδια ήσαν μακρά και κινδυνώδη. Λησταί ελυμαίνοντο την στερεάν, η δε θάλασσα ήτο εκτεθειμένη εις την αγριότητα παντοεθνών πειρατών και ιδίως των απαισίων Μπαρμπαρέζων, οι οποίοι διήρπαζον τα πλοία και απήγον τους συλλαμβανομένους ως αιχμαλώτους εις τας μακρινάς των χώρας, όθεν σπανίως επανήρχοντο. […] Διά τούτο ακριβώς και ο λαός την ξενιτειάν εθεώρησε βαρυτέραν και αυτού ακόμη του θανάτου. «Παρηγοριά ‘χ’ ο θάνατος και λησμοσύν’ ο Χάρος / ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει»» (βλ. τη συναγωγή μελετών του υπό τον τίτλο «Το δημοτικό τραγούδι», εκδ. «Ερμής», 1990).

Η ταύτιση με τον ξενιτεμένο

«Ο μισεμός είναι καημός», και ο ξενιτεμένος είναι σαν το πουλί, ένας ευάλωτος ταξιδευτής, τόσο στα δημοτικά («πουλάκι ξένο ξενιτεμένο») όσο και στα ρεμπέτικα («ο ξένος μες στην ξενιτιά σαν το πουλί γυρίζει / και κάθε μέρα βάσανα το στήθος του γεμίζει».) Η ταύτιση του ξενιτεμένου με το φιλαπόδημο πουλί είναι ασφαλής και γεωργημένος τόπος στη δημοτική ποίηση, πυκνοκατοικημένη ούτως ή άλλως από φτερωτά, αϊτούς κι αηδόνια, τρυγόνες, πέρδικες, περιστέρια αλλά και πουλιά ανώνυμα κι αταύτιστα. Οι στίχοι «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, / η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ ‘χω τον καημό σου, μωρέ ξένε μου», σίγουρα έχουν επισκεφθεί τα χείλη μας, στους ποικίλους ρυθμούς που τραγουδιούνται. Την ίδια ταυτότητα, πουλί = ξενιτεμένος, εντοπίζουμε σε τούτο το τραγούδι της Καρπάθου, το «σχεδόν τέλειο» όπως το χαρακτηρίζει ο Γκυ Σωνιέ στο βιβλίο του «Το δημοτικό τραγούδι της ξενιτιάς» (εκδ. «Ερμής», 1983): «Καλέ και πού να γιάηκεν εκείνο το πουλάκι /που φάαμε κι ήπιαμε ματζί ένα καλοκαιριάκι / κι απού καλά συνώευγε τις νύχτες μετά μένα / τα νυχτοαποσπερίσματα και τις αυγές μετέ μου. […] πώς ήτο να ξενιτευτεί και να μακροϋρίσει / και να ξωμείνει στην ξενιά να μην ξαναϋρίσει». Πώς αλλάζουν όλα μ’ ένα πέσιμο του τόνου: «ξενιά» είναι η ξενιτιά και «ξενία», αρχαιόθεν, η φιλοξενία.

Στην Αλβανία

Αλλά και στην αλβανική δημοτική ποίηση, η ίδια ταύτιση ισχύει, όπως πιστοποιούν οι στίχοι «-Για πού κίνησες να πας, Περιστέρι μου; / Φεύγω, πάω στην ξενιτιά, Πετροπέρδικα», ή «Δυο περιστεράκια είχα και μου φύγαν και τα δύο / Για τα Γιάννενα το ένα, για την Αραπιά το άλλο / Μάνα έρημη μ’ αφήσαν στο σκοτάδι και στο κρύο / Δεν υπάρχει άλλη πίκρα κι άλλο ντέρτι πιο μεγάλο» (από το βιβλίο «Κάποιοι τραγουδούν δίπλα μας – Ανθολογία αλβανικής δημοτικής ποίησης», εισαγωγή-μετάφραση Θωμάς Στεργιόπουλος, εκδ. «Ροές», 2007).

Αγγελιοφόρος

Το πουλί ωστόσο έχει κι άλλη ιδιότητα, του αγγελιοφόρου ή του μάρτυρα, στα τραγούδια της ξενιτιάς. Ως εντεταλμένος αγγελιοφόρος εμφανίζεται το πουλί σε κορινθιακό τραγούδι («Μαύρα μου χελιδόνια κι άσπρα μου πουλιά, / ευτού ψηλά που πάτε, χαμπηλώσετε / θέλω να στείλω γράμμα για τον τόπο μου, / να γράψω της καλής του, της μανούλας μου»), αλλά και σε βορειοηπειρώτικο: «Ξένος είμαι ο καημένος / κι από μακρινό χωριόu0387 / και τους δρόμους δεν τους ξέρω, / και φοβάμαι μη χαθώ. […] Ερχεται ένα χελιδόνι / μ’ ανοιγμένα τα φτερά / και του δίνω γραμματάκι / με κλωστή μεταξωτή, / και του λέγω: «Χελιδόνι, / πρόσεχε μη σου χαθεί. / Οπου ιδείς δυο κυπαρίσσια / και στη μέση μια ελιά, / εκεί πέρα, χελιδόνι, / να τινάξεις τα φτερά. / Κι αν σε δούνε οι γονείς μου/ πες τους πως είμαι καλά»» (από την ανθολογία «Δημοτικά τραγούδια της Βορείου Ηπείρου», του Παναγιώτη Σ. Φωτίου και του Νίκου Β. Λύτη, εκδ. «Νεφέλη», 1995).

Στην Κρήτη

Ως αυτόκλητος μάρτυρας παρουσιάζεται το πετούμενο σε πολλά τραγούδια, όπως σε τούτο της Κρήτης: «Πουλάκιν εκηλάδησε στου γαλατά τον πύργο / τση μαντζιοράνας την κορφή, στου ροσμαριού τη φούνταu0387 / δεν εκηλάιδε σαν πουλί γη ως κηλαϊδούν τ’ αηδόνια / μόν’ εκηλάιδε κι ήλεγε για τα ξενιτεμένα». Τέλος, ως μάρτυρας που δείχνει ότι θα προτιμούσε τη σιωπή παρά να πει την είδηση του θανάτου, εμφανίζεται στο εξής βορειοπειρώτικο: «Χρυσό πουλάκιν έβγαινε / ‘πό μέσα ‘πό την πόλη. / Βγαίνουν μανάδες και ρωτούν / και οι καψονυφάδες. […] -Πουλάκι πες μας τίποτε / και παρηγόρησέ μας. / Τι να σας πω, μωρ’ ορφανές / και σεις καψονυφάδες. / Στην πόλ’ έπεσε θάνατος / και μια κακιά αρρώστια. / Μα τ’ είδαν τα ματάκια μου / στης πόλης τα σοκάκια: / τους ξένους πού τους θάφτουνε / και πώς τους παραχώνουν. / Δίχως μανάδων κλάματα, / γυναίκων μοιρολόγια, / δίχως το μαύρο σάβανο / στον άξερτο τον τόπο».

250 παραλλαγές

Στο συγκλονιστικότερο πάντως δημοτικό της ξενιτιάς, το «Διώξε με, μάνα διώξε με…», ο ήρωας, χολωμένος με τη μάνα του που τον καταριέται να ξενιτευτεί, προφητεύει, ίσως για να τα αποτρέψει, όσα δεινά τού μέλλονται. Ηδη νεκρός στην προφητεία του, έναν μόνον τρόπο έχει να στείλει το πικρό μαντάτο στους δικούς του: να μετατρέψει σε γράμμα το αίμα του, να πέμψει σήμα με το σώμα του το καταφαγωμένο από τα πουλιά, που εδώ πια δεν είναι κομιστές ειδήσεων αλλά συντελεστές θανάτου. Το συγκεκριμένο τραγούδι έχει πανελλήνια διάδοση, αφού υπάρχουν περισσότερες από 250 παραλλαγές του από τη Θράκη, την Αίγινα, την Ηπειρο, την Πάρο, την Κρήτη, την Κάρπαθο, τον Πόντο, τη Κορσική, την Κύπρο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά, την Πελοπόννησο, τη Μικρά Ασία. Στέκομαι στη μικρασιατική εκδοχή. Η μάνα κλαίει κι οδύρεται και ρωτάει τους ναύτες αν είδανε τον «ακριβό υιό της», για να λάβει την εξής απάντηση: «Εχτές προχτές τον είδαμε στην άμμον ξαπλωμένον / κι είχε την άμμον πάπλωμα, τη μαύρη γη σεντόνι, / τα χοχλακούδια του γιαλού τα είχε προσκεφάλι, / άσπρα πουλιά τον τρώγανε, μαύρα τον τριγυρίζαν. / Κι ένα πουλίν, καλόν πουλίν, κάθεται και δεν τρώγει. / – Φάγε και συ, καλόν πουλίν, απ’ ανδρειωμένου πλάτην, / να θρέψει πήχυν το φτερόν, πήχυν τ’ απανωφτέρι, / να γράψω εις τη φτερούγα σου δυο λόγια πικραμένα. / Το ‘να να πας της μάνας μου, τ’ άλλο της αδερφής μου, / να το διεβάζει η μάνα μου, να κλαίγει η αδερφή μου, / να το διεβάζει η αδερφή, να κλαίγει ο αδερφός μου». Σε άλλες παραλλαγές τα γράμματα απευθύνονται στη μάνα, στην αδερφή και, «το τρίτο το φαρμακερό», στην «ποθητή».

Βλέπουμε λοιπόν και εδώ, με τον δραματικότερο μάλιστα τρόπο, την ξενιτιά να εξισώνεται με τον θάνατο. Είμαστε άλλωστε προειδοποιημένοι: Με ό, τι κι αν ζυγιστεί και συγκριθεί η ξενιτιά, με τη φυλακή, τη φτώχεια, την ορφάνια, τη «γυμνωσιά», «βαρύτερη είν’ η ξενιτιά, η πιο βαριά απ’ όλα». Ας το θυμόμαστε. Κι ας ανεβάζουμε τον τόνο της ψυχής μας. Από το «ξενιά» στο «ξενία». Μια κουκκιδίτσα είναι τούτη η οξεία. Αλλά βαρύτατης αξίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή