Το Πολυτεχνείο προκαλεί αμηχανία

Το Πολυτεχνείο προκαλεί αμηχανία

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δ ύσκολα θα πίστευε κανείς ότι 35 χρόνια μετά την αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η ελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμη αποφασίσει πώς μπορεί να διαχειριστεί το Πολυτεχνείο. Και όταν λέμε «Πολυτεχνείο», αναφερόμαστε αποκλειστικά στο κτίριο της οδού Πατησίων, ως ένα αρχιτεκτονικό μνημείο του ελληνικού αστικού 19ου αιώνα αλλά και ως ένα μνημείο με μια μεγάλη ιστορική και πολυσήμαντη διαδρομή. Μπορεί από το κτίριο του ΕΜΠ να βγήκαν γενιές και γενιές αρχιτεκτόνων, από τότε που ιδρύθηκε η Αρχιτεκτονική Σχολή το 1917, αλλά αυτή η συμβολή του στην ανάπτυξη του αστικού χώρου στην Ελλάδα μοιάζει να μην έχει την αίγλη που είχε κάποτε. Τουλάχιστον στη συνείδηση μεγάλης μερίδας της κοινής γνώμης.

Αν και το κεντρικό κτίριο Αβέρωφ αποκαθίσταται, με σκοπό να βρει πάλι τη μνημειακή του λάμψη, η εντύπωση που αφήνει στον μέσο πολίτη το ευρύτερο συγκρότημα του ΕΜΠ είναι αυτή της εγκατάλειψης και της έλλειψης οργάνωσης. Μοιάζει περίεργο, τουλάχιστον για τα διεθνή πρότυπα, η έδρα της Αρχιτεκτονικής Σχολής μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας να δίνει μια τέτοια εικόνα.

Πίσω, όμως, από την εικόνα, την οποία ο καθένας είναι ελεύθερος να ερμηνεύσει όπως θέλει, υπάρχει ένα γενικότερο κλίμα απαξίωσης των μεγάλων δημοσίων κτιρίων που έκαναν την Αθήνα να μοιάζει με πρωτεύουσα πριν από 100 – 150 χρόνια. Η μεγάλη ακμή του αρχιτεκτονικού νεοκλασικισμού, όπως εκφράστηκε στα ακαδημαϊκά μεγάλα κτίρια της Αθήνας τον 19ο αιώνα, βρήκε μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της στο συγκρότημα του ΕΜΠ, που σχεδίασε ο αρχιτέκτων Λύσανδρος Καυταντζόγλου. Ας σκεφτούμε ότι το κτίριο του ΕΜΠ, όπως και η αθηναϊκή τριλογία της Πανεπιστημίου, συμμετέχουν σήμερα στη ζωή της πρωτεύουσας με έναν τρόπο κατώτερο των δυνατοτήτων τους και σαφώς φτωχότερο των προσδοκιών που τους έδωσε υπόσταση την εποχή που η Ελλάδα ήταν ένα μικρό και φτωχό κράτος με μοναδικά σύνορα την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι με εξαίρεση την πυρπόληση και καταστροφή της Πρυτανείας το 1991 (που έκτοτε έχει πλήρως αποκατασταθεί), κανένα άλλο γεγονός δεν έβαλε στον δημόσιο διάλογο την παραμικρή απόχρωση για την αρχιτεκτονική και ιστορική αξία του κτιρίου. Η ίδια η αρχιτεκτονική κοινότητα δείχνει συχνά αμήχανη ή διστακτική να βγει προς τα έξω και να υπερασπιστεί ένα κτιριακό σύνολο, που εν τέλει δεν ανήκει μόνο στους αρχιτέκτονες ή σε όσους το κακοποιούν, αλλά σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Το ιστορικό κτίριο του ΕΜΠ στέκει αρχιτεκτονικά σε οποιαδήποτε μεγάλη πόλη της Δύσης, όπου δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι ένα αντίστοιχο ιστορικό κτίριο θα είχε την ίδια μεταχείριση.

Η τύχη που επιφυλάσσει η ελληνική κοινωνία, με την ευρύτερη έννοια, στο Πολυτεχνείο έχει πολλά να μας πει για τον τρόπο με τον οποίο συντελούνται οι ιεραρχήσεις, αλλά και τι συνιστά αγαθό και αξία. Επίσης, έχει πολλά να μας πει για τον στρουθοκαμηλισμό ομάδων, μικρότερων ή μεγαλύτερων, που αποφεύγουν να πάρουν αποφάσεις, όταν αυτές μπορεί να εξοργίσουν μειοψηφίες. Πάνω απ’ όλα όμως η συστηματική κακοποίηση του ευρύτερου συγκροτήματος (είτε η κακοποίηση αυτή αφορά την εμφάνιση, τη λειτουργία και τη φήμη του κτιρίου είτε τη δυναμική σχέση του με το αστικό και ιστορικό περιβάλλον) έχει, ενδεχομένως, να μας πει κάτι πολύ ουσιαστικό για τον εγωιστικό τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε την ίδια την πόλη. Η Αθήνα είναι ένα αστικό μόρφωμα που γέννησε το άθροισμα πολλών ανταγωνιστικών εγωισμών. Και η απαξίωση κτιρίων-συμβόλων (για πολλούς λόγους) όπως το ΕΜΠ (ή η Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο και ο περιβάλλων χώρος τους) δείχνει μια όψη παρακμής και γεννά ερωτήματα, για τα οποία καλούμαστε να δώσουμε πειστικές απαντήσεις.

Ζητήσαμε τη γνώμη αρχιτεκτόνων, καθηγητών και φοιτητών, φιλοδοξώντας να συνθέσουμε μια βεντάλια απόψεων και διαφορετικών προσεγγίσεων πάνω στο ίδιο θέμα. Η βιωματική σχέση με το ίδρυμα, με τον έναν ή άλλον τρόπο, είναι ο άξονας και το κοινό νήμα που συνδέει τον πρόεδρο της Σχολής Αρχιτεκτόνων Σπύρο Ραυτόπουλο, τον αντιπρύτανη ΕΜΠ Γιάννη Πολύζο, τον αρχιτέκτονα αναπλ. καθηγητή ΕΜΠ Γιάννη Κίζη και τη φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής Καλλιόπη Αμυγδάλου, ο καθένας από τους οποίους καταθέτει ειδικά για την «Κ» την προσωπική του σχέση με το Πολυτεχνείο και τις σκέψεις που του γεννά η τωρινή κατάσταση. Το Πολυτεχνείο, ως κτίριο-σύμβολο, παραμένει μια πηγή έμπνευσης και ελπίζουμε δημιουργικών διαφωνιών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή