Συγγραφείς της γερμανικής επανένωσης

Συγγραφείς της γερμανικής επανένωσης

7' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι δύο από τους πιο δημοφιλείς σύγχρονους Γερμανούς συγγραφείς. Ο 47χρονος Ινγκο Σούλτσε και η 39χρονη Γιούλια Φρανκ συμβολίζουν το πέρασμα από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία και την επανένωση -με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό- των δύο Γερμανιών. Ο πρώτος, ο Ινγκο Σούλτσε, έζησε όλα τα γεγονότα της πτώσης του Τείχους και της αρχικής αμηχανίας όσων ξαφνικά πέρασαν σ’ ένα βράδυ από την Ανατολή στη Δύση. Οσων άλλαξαν συνήθειες και αξίες. Ηταν μέρος της ανατολικογερμανικής ιντελιγκέντσιας, αφού ο πατέρας του ήταν σκηνοθέτης θεάτρου και η μητέρα του ηθοποιός. Η Γιούλια Φρανκ γεννήθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1970, αλλά σε ηλικία 7 ετών πέρασε με την οικογένειά της στη Δύση. Δηλαδή, διαμορφώθηκε στη Δυτική Γερμανία και προσωπικά και συγγραφικά. Και οι δύο σήμερα μπορούν και ζουν μόνο από τα βιβλία τους. Τους συναντήσαμε στην 6η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης και συζητήσαμε για τις ανατροπές της ζωής τους αυτά τα 20 χρόνια, το νέο που κλήθηκαν να ζήσουν και το παλιό που άφησαν πίσω τους.

Ινγκο Σούλτσε

Θα μπορούσα να ξαναγίνω κομμουνιστής

Το πρώτο βιβλίο του κυκλοφόρησε το 1995, έπειτα από ένα ταξίδι του στην Αγία Πετρούπολη. Οι «Καινούργιες ζωές» είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα όπου αποτυπώνεται το πέρασμα από την Ανατολική στη Δυτική Γερμανία και είναι ένα βιβλίο που έκανε επτά χρόνια να το ολοκληρώσει. «Μπορεί να μην είμαι πιστός, αλλά προσεύχομαι να μη χρειαστεί να περάσει τόσος χρόνος για να γράψω ένα νέο βιβλίο». Σήμερα ζει στο πρώην Αν. Βερολίνο και βιοπορίζεται μόνο από τα βιβλία του.

– Στην παρουσίαση του βιβλίου σας είπατε για το πώς άλλαξε η Ανατολή τη Δύση. Τελικά, έπειτα από 20 χρόνια η Ανατολή μπόρεσε να μπολιάσει με την κουλτούρα της τους Δυτικούς;

– Από το 1989 και πέρα έχουν αλλάξει τα πράγματα στη Δύση. Με το πέρασμα στη Δύση άλλαξαν ο πολιτικός σχεδιασμός, η κοινωνική δικαιοσύνη, η χαλιναγώγηση της οικονομίας προς όφελος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αυτά υπήρχαν και σταδιακά εξαφανίζονται.

– Τι θεωρείτε ότι χάθηκε από τη συνολικότερη κουλτούρα των Ανατολικογερμανών;

– Κατ’ αρχήν χαίρομαι που επιτέλους έπεσε αυτό το τείχος. Από την άλλη, βρίσκω προβληματικό ότι δεν υπάρχει πλέον το δικαίωμα στη δουλειά. Και βρίσκω την οικονομοποίηση πολλών τομέων της κοινωνικής ζωής εξαιρετικά προβληματική. Είναι ντροπή να το λες αυτό, αλλά στη Γερμανία έχουμε σύστημα υγείας δύο ταχυτήτων, τις ιδιωτικές ασφαλίσεις και τα δημόσια ταμεία.

– Το βιβλίο σας έχει να κάνει με το πέρασμα στην αγορά, με την επικράτηση της αγοράς. Είπατε ότι τα πρώτα χρόνια της επανένωσης δεν μπορούσατε να ξεχωρίσετε την επιταγή από τα μετρητά…

– Ο όρος μετρητά δεν μου έλεγε τίποτα. Μπορούσα να το ξεχωρίσω το χαρτί, αλλά δεν ήξερα τι σημαίνει μετρητά. Μόλις στα 28 μου άρχισα να σκέφτομαι για πρώτη φορά στη ζωή μου για χρήματα. Οχι ότι δεν σκεφτόμασταν και πριν, αλλά πάντως το οικονομικό δεν είχε να κάνει με την επιλογή του επαγγέλματος. Κι ένας εξειδικευμένος εργάτης που δούλευε με βάρδιες κέρδιζε τα ίδια μ’ έναν γιατρό. Αυτό είχε τις καλές του πλευρές, από την άλλη, η ευθύνη συχνά δεν ανταμειβόταν.

– Σ’ αυτά τα 20 χρόνια η αλλοτρίωση από το χρήμα ήταν καταλυτική για τους Ανατολικογερμανούς;

– Στην Αν. Γερμανία από τη μια είχες την αίσθηση ότι σε χρειάζονται παντού. Η απειλή της απόλυσης δεν ήταν τόσο μεγάλη. Τώρα τα πάντα μεταφράζονται με χρήματα και έχει εγκαθιδρυθεί μια νέα ιεραρχία.

– Αυτό σημαίνει και ρήγμα στους κοινωνικούς αρμούς;

– Ναι, είναι επικίνδυνο για τη δημοκρατία αν η κοινωνία χωρίζεται σε αυτούς που δεν έχουν τίποτα και σε αυτούς που έχουν κάτι ή πολλά. Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει συναίνεση να σκεφτούμε τι θα πρέπει να μείνει στα χέρια του κράτους και τι στα χέρια της ελεύθερης αγοράς. Και δεν το λέω επειδή είμαι οπαδός κάποιας ουτοπίας, αλλά επειδή σκέφτομαι πώς θα μπορέσουμε να επιζήσουμε ως κοινωνία. Π.χ. σκεφτόμαστε ότι την υπερθέρμανση του πλανήτη μπορούμε να τη λύσουμε με τεχνικά μέσα, αλλά αυτό δεν αρκεί. Χρειάζονται και αλλαγές στις κοινωνικές δομές. Το να αισθανθεί κανείς υπεύθυνος είναι σημαντικό, αλλά επιπλέον όταν όλα μετρούνται με γνώμονα την ανάπτυξη, τότε δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα όπως πρέπει. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ευχαρίστως θα ξαναγινόμουν κομμουνιστής.

– Στον κόσμο της γραφής πώς λειτούργησε αυτή η πολιτική και κοινωνική αλλαγή;

– Σίγουρα άλλαξε, επειδή κάθε λέξη μέχρι το ’89 – 90 ήταν σε συνάρτηση με τον Ψυχρό Πόλεμο. Είχες την εντύπωση ότι κάθε συγγραφέας ήταν πολύ σημαντικός γι’ αυτό τον λόγο. Και μετά το ’90 το αποφασιστικό ερώτημα άλλαξε και έγινε «πόσα βιβλία θα πουλήσεις». Βεβαίως, στη Γερμανία τα αξιόλογα λογοτεχνικά βιβλία υποστηρίζονται μέσω βραβείων και υποτροφιών. Κοιτάζοντας τους Ανατολικογερμανούς συναδέλφους μου διαπιστώνω μια αμηχανία γιατί δεν θέλουν το παλιό, αλλά δεν αισθάνονται και βολικά με το καινούργιο. Δυστυχώς βλέπω ότι πάρα πολλοί έχουν ενστερνιστεί «απαγορευμένες σκέψεις». Δηλαδή εφόσον η Αν. Γερμανία έγινε συνολικά κάτι απαγορευμένο, μεμονωμένες σκέψεις έγιναν επίσης απαγορευμένες, όπως, π.χ. το να δοθούν λύσεις με κρατικοποίηση.

– Είναι μια μορφή αυτολογοκρισίας;

– Μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Αλλά μεγάλο ρόλο παίζει ο υψηλός βαθμός αμηχανίας. Μια αρνητική επίπτωση είναι ότι σκέψεις και αρχές που εξέφρασε παλιότερα η Αριστερά εγκαταλείφθηκαν και έχουν πέσει στα χέρια είτε των εθνικιστών είτε των φονταμενταλιστών.

Γιούλια Φρανκ

Δεν έχουμε πια τις ίδιες βεβαιότητες

Είναι μια νέα γυναίκα, που μοιάζει να έχει πολλή αυτοπεποίθηση. Ηρθε μόνο για ένα 24ωρο στη Θεσσαλονίκη, γιατί μεγαλώνει μόνη της το παιδί της και δεν ήθελε να το αφήσει για μεγάλο διάστημα. Το βιβλίο της «Η γυναίκα του μεσημεριού» κέρδισε το Γερμανικό Βραβείο Βιβλίου, που θεωρείται η σημαντικότερη διάκριση στη Γερμανία. Πρόκειται για την ιστορία μιας γυναίκας ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ού αιώνα. Ομως παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις εξελίξεις σε όλο τον πλανήτη και αγωνιά για την τρομοκρατία, το περιβάλλον, την παγκόσμια ειρήνη. Και λέει για τη χώρα της: «Εχουμε τεράστια ευημερία στη Γερμανία και πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο. Και παρ’ όλα αυτά διαμαρτυρόμαστε και λέμε για την κρίση και την κατάρρευση του κράτους. Ολες αυτές οι αλλαγές στη χώρα μου συμβαίνουν σ’ ένα επίπεδο υψηλής ευημερίας».

– Το Βερολίνο τα τελευταία χρόνια θεωρείται από τις πιο ζωντανές πρωτεύουσες της Ευρώπης. Αλλά και η λογοτεχνία στη Γερμανία είναι δραστήρια και ζωντανή. Πιστεύετε ότι η εμπειρία της επανένωσης έδωσε παραπάνω τροφή στη λογοτεχνία;

– Μπορώ να το φανταστώ αυτό που λέτε. Σε μερικά βιβλία το θέμα είναι η επανένωση, αλλά γενικώς νομίζω ότι όλη αυτή η ιστορία της αλλαγής ήταν μια τεράστια ώθηση και έδωσε απίστευτα κίνητρα σε πάρα πολλούς συγγραφείς. Ξέρουμε ότι δεν έχουμε τις ίδιες βεβαιότητες που είχαμε πριν, υπάρχουν καινούργιες διαρθρώσεις, καινούργιες ταυτότητες… Ολα αυτά είναι πολύ καλό υλικό για γράψιμο. Αλλά σίγουρα αυτό συμβαίνει οπουδήποτε υπάρχουν ανακατατάξεις. Δεν νομίζω ότι είναι μόνο γερμανικό φαινόμενο. Η ζωντάνια αυτή μεταδίδεται από τον έναν στον άλλο, δεν έρχεται από τα πάνω. Θεωρώ ότι όλη αυτή την ιστορία πρέπει να τη δούμε με περισσότερη σκέψη. Σκεφτείτε ότι υπάρχει μια ατομική βόμβα που εκρήγνυται. Τι είναι αυτό που μένει; Μην ξεχνάμε ότι και τα ΜΜΕ έχουν αλλάξει. Στο Ιnternet υπάρχει ανταλλαγή ιστοριών, κι αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ποια στροφή παίρνει το βιβλίο. Δεν λέω ότι θα εξαφανιστεί, αλλά χάνει κάτι από τη σημαντικότητα που είχε και αλλάζει ποιοτικά η ιστορία της γραφής και της ανάγνωσης.

– Η ιδιότητά σας είναι μόνο συγγραφέας;

– Επαγγελματικά είμαι μόνο συγγραφέας. Αυτή τη στιγμή ανήκω στους πέντε πιο καλοπληρωμένους συγγραφείς της Γερμανίας. Το τελευταίο μου βιβλίο πούλησε πάνω από 600 χιλιάδες αντίτυπα και έχει μεταφραστεί σε 34 γλώσσες. Δεν παραπονιέμαι.

– Γιατί διαλέξατε ένα θέμα όχι σημερινό;

– Δεν θεωρώ ότι το βιβλίο μου είναι τόσο ιστορικό όσο φαίνεται. Πιστεύω ότι πολλά ζητήματα που με απασχολούν σε αυτό το βιβλίο φτάνουν μέχρι το παρόν. Π.χ. η σχέση μητέρας – παιδιού, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται η κοινωνία. Η σταθερότητα ή η ικανότητα διάλυσης ενός τέτοιου δεσμού, υπήρχε στο παρελθόν, όπως και στο παρόν αφού οι οικογενειακές και κοινωνικές δομές μας αλλάζουν γρήγορα. Δεν μπορώ να μιλήσω για τη μεγάλη πλειοψηφία στη Γερμανία, αλλά τα 10-20 τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο ο πατέρας αναλαμβάνει την ανατροφή των παιδιών και μάλιστα ασχέτως αν ζει με τη μητέρα ή όχι. Είναι μια μεγάλη κοινωνική αλλαγή, ιδίως στις μεγάλες πόλεις. Τα παιδιά δεν μεγαλώνουν στο ίδιο σπίτι, αλλά να είναι μια εβδομάδα στο σπίτι του πατέρα τους και μία στο σπίτι της μητέρας τους. Ισως σε εκατό χρόνια από σήμερα αν ένας πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά του να προξενεί την ίδια κατάπληξη που προκαλεί σήμερα η εγκατάλειψη των παιδιών από τη μητέρα. Τέτοια θέματα αγγίζει το βιβλίο μου. Υπάρχει ένα είδος λογοτεχνίας που δεν μου αρέσει. Π.χ. όταν υποψιάζομαι ότι η λογοτεχνία είναι μια εικονογράφηση μιας πολιτικής στράτευσης. Πιστεύω ότι ένα καλό μυθιστόρημα φέρει μέσα του όλα τα ζητήματα που είναι σημαντικά για την κοινωνία.

– Αν ζούσατε στο Ανατολικό Βερολίνο μέχρι το 1989 θα γράφατε αλλιώς;

– Ναι. Πιστεύω ότι θα ήταν λίγο διαφορετικά. Πιστεύω ότι όντως η στάση πολλών ανθρώπων που μεγάλωσαν στην Ανατολική Γερμανία είναι πιο εξαρτημένη από το κράτος. Είναι παρόμοια με τη σχέση ενός παιδιού με τη μητέρα του. Ζητούν από το κράτος να φέρει μια ευθύνη. Αυτή η πίστη στη ευθύνη του κράτους δεν υπάρχει στη Δύση σε τέτοιο βαθμό.

Τα βιβλία «Καινούργιες ζωές» του Ινγκο Σούλτσε (μετ. Γιώτα Λαγουδάκου) και «Η γυναίκα του μεσημεριού» της Γιούλια Φρανκ (μετ. Αλεξάνδρα Παύλου) κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή