O ιστιοπλόος Κλέων Κραντονέλλης

O ιστιοπλόος Κλέων Κραντονέλλης

3' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας αρχιτέκτονας αρμενίζει με το ιστιοπλοϊκό του, το πάθος του. Ο φακός έχει συλλάβει εκείνη τη χαρακτηριστική έκφραση ηρεμίας στο πρόσωπό του, η οποία συνοδεύει κάθε απασχόληση που μας γεμίζει εσωτερικό φως. Η φωτογραφία έχει σοφά τοποθετηθεί πρώτη στην εικονογράφηση του καταλόγου για την έκθεση έργων του στο Μουσείο Μπενάκη (με επιμέλεια της Μάρως Καρδαμίτση-Αδάμη), τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του. Μας συνοδεύει, καθώς περιηγούμαστε τα εκθέματα της αίθουσας, μας εντυπώνεται στη μνήμη και μας εισάγει στα παράδοξα μιας εποχής – του μυθοποιημένου ’60. Τότε που ήταν ακόμα ζωντανή η παράδοση του μοντερνισμού του ’30, τότε που γινόταν το μεγάλο ξεκίνημα της ελληνικής μεταπολεμικής ανάπτυξης. Τότε που ακόμα ήλπιζαν.

Πώς άραγε θα ήθελε αυτός ο ίδιος ο Κραντονέλλης να φανερωθεί ενώπιόν μας, τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του; Ως τι; Το βαρύ αυτό ερώτημα δεν απαντιέται εύκολα, γιατί κάθε σημερινή ερμηνεία υποχρεωτικά διέρχεται από τωρινά συμπλέγματα κι ιδεοληψίες της ελληνικής κοινωνίας. Αραγε και της αρχιτεκτονικής; Κανείς δεν θα ήθελε μια τέτοια συζήτηση, βασανιστική και με αβέβαιη κατάληξη. Προτιμούν μάλλον να πετούν ξόρκια για την παγκοσμιοποίηση ή να επιχαίρονται για μια κρίση διαρκείας – τώρα, κι οικονομική. Και καθώς η αρχιτεκτονική «βρίσκεται εν αναμονή» (περιμένοντας άραγε τι; Ενα νέο ρεσάλτο;), η σκέψη δεν γνωρίζει τέτοιες αναστολές, τρέχει. Ή μάλλον, ανοίγει τα πανιά της για να θυμηθούμε την αγαπημένη ασχολία του Κραντονέλλη.

Γιατί παρ’ όλο το ήρεμο ύφος του, ο Κραντονέλλης ταξίδευε σ’ επικίνδυνα νερά, γεμάτα υφάλους. Η σκηνή της αρχιτεκτονικής αμέσως μετά τον πόλεμο απαιτούσε πολύ γερά νεύρα. Από τη μια μεριά, ήταν όλες εκείνες οι ουτοπικές προσδοκίες, γέννημα των στερήσεων της Κατοχής. Από την άλλη, ήταν το ξύπνημα σ’ έναν στυγνό κόσμο πολύ μακριά από τα οράματα μιας «άλλης» κοινωνίας. Κι οι ιδεολόγοι να σφυρίζουν εύθυμα τραγούδια της ελληνικότητας, της παράδοσης, του αθάνατου μοντέρνου. Πολλοί είδαν τα φτερά τους να τσακίζονται, άλλοι, πιο τυχεροί, κατάφεραν να επιβιώσουν για να καταλήξουν αντικείμενα λατρείας από σύγχρονους νοσταλγούς. Ισως κι αυτό να ήταν μια μορφή καταδίκης.

Κι ο Κραντονέλλης; Ποιος είναι ο ρόλος του στο έργο που παιζόταν; Για να το πούμε πιο πρακτικά: με ποιους ήταν; Το ερώτημα έρχεται και ξανάρχεται, καθώς περιηγούμαστε την τόσο περιεκτική έκθεσή του (με επιμέλεια της Ναταλίας Μπούρα). Κάθε φορά που θα σταματήσουμε για να εξετάσουμε μια λεπτομέρεια, μια ιδιαίτερη επεξεργασία, ένα συνδυασμό υλικών -επιτέλους, μιαν άποψη για το πώς πρέπει να είναι και να φαίνεται η αρχιτεκτονική του τόπου- χανόμαστε μέσα σε τέτοιες σκέψεις. Δεν μπορείς να μην γεμίζεις απορίες. (Οσοι το καταφέρνουν σ’ αυτή και σε τόσες άλλες περιπτώσεις αξίζουν κάθε θαυμασμό.) Ομως, ο Κραντονέλλης, σιωπηρά, ίδια με το σκάφος του που γλιστρά στα κύματα, αφήνει ένα ελάχιστο ίχνος από περιγραφές και σχόλια πίσω του. Αλλοι μας ζάλισαν με διεξοδικές, βασανιστικές περιγραφές προθέσεων και δογματικών θέσεων. Οχι όμως ο Κραντονέλλης.

Χαρά και ευφρόσυνη

Θέλω να τον βλέπω σαν το θεό Διόνυσο που κι εκείνος αρμενίζει, αιώνες τώρα, στην κύλικα του Εξηκία με κλαδιά φορτωμένα σταφύλια να κρέμονται πάνω από το πανί του κι ένα γύρo να χορεύουν τα δελφίνια. Την ίδια χαρά, την ίδια ευφρόσυνη διάθεση εκπέμπει το έργο του Κραντονέλλη, γιατί ποτέ δεν καυχήθηκε και ποτέ δεν προσποιήθηκε, μόνο δημιούργησε. Σαν ν’ αναγνώριζε τη χάρη που του δόθηκε, ώστε ν’ αφήσει μια χούφτα έργα (όχι πολλά, όχι πληθωρικά), αρκετά πάντως για να μας προκαλούν περιέργεια ανάμεικτη με θαυμασμό. Αλλά συνάμα επικίνδυνα, ικανά να μας μεθύσουν, όπως το γνώριμο δώρο του Διονύσου.

Επιλέγω τέσσερα εμβληματικά έργα του: το ξενοδοχείο «Αμφιτρύωνας» στο Ναύπλιο (1951-60, 1954), το σπίτι του αρχιτέκτονα στην Πλάκα (1963), το εστιατόριο της Αρβανιτιάς (Ναύπλιο, 1968-69) και τον Σταθμό Κατανομής Φορτίου της ΔΕΗ στην οδό Γ΄ Σεπτεμβρίου (1972-73). Σχεδιασμένα μέσα σε μια περίπου εικοσαετία, είναι τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Το καθένα απαντάει σ’ ένα διαφορετικό, πάντα καίριο ερώτημα. Το ξενοδοχείο δείχνει τρόπους ένταξης μιας μονάδας τουρισμού σε ιστορικό οικισμό, το σπίτι του πώς κανείς επιστρέφει σε μια παραδοσιακή δομή (κατοικία με εσωτερική αυλή), το εστιατόριο πώς διαχέεται μια αρχιτεκτονική σύνθεση στο τοπίο κι ο Σταθμός ΔΕΗ με τι μοιάζει ένα μεγάλο, στιβαρό κτίριο στη σύγχρονη μητρόπολη.

Τα έργα του Κραντονέλλη δείχνουν πως ήξερε ν’ ανοίγεται στο πέλαγος κρατώντας ίσες αποστάσεις από την παραδοσιακή γραφικότητα και την ακαμψία του μοντερνισμού – τις δύο μεγάλες παγίδες. Κράτησε, σαν έμπειρος ιστιοπλόος, μια φιλική στάση απέναντι στα υπόγεια ρεύματα και στις ριπές του ανέμου, χωρίς να παρεκκλίνει από την πορεία του. Νάτος, εκεί στο βάθος, πάντα ν’ αρμενίζει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή