Συνύπαρξη τεχνών και καλλιτεχνών

Συνύπαρξη τεχνών και καλλιτεχνών

6' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα πανόραμα της ελληνικής καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας από τον μεσοπόλεμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 θα μας προσφέρει το νέο κτίριο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Κριεζώτου 3. Τη δυνατότητα να αντιληφθούμε τη συνύπαρξη, τους συσχετισμούς και κυρίως τα αιτήματα όλων σχεδόν των δημιουργών στη γονιμότερη, ίσως, περίοδο της νεότερης Ελλάδας.

Γκίκας, Κεφαλληνός, Οικονομίδης, Στέρης, Κ. Δοξιάδης, Α. Κωνσταντινίδης, Σεφέρης, Λορεντζάτος, Καρούζος, Κ. Πολίτης, Γκάτσος, Παπατσώνης, Σπαθάρης, Χαρισιάδης, Απάρτης, Μητρόπουλος, Σίμων Καρράς, Σκαρίμπας, Κακριδής, Κουν, Πολυξένη Ματέυ, Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου, Ορλάνδος, Γ. Κορδάτος είναι μερικά μόνον από τα ονόματα που απαρτίζουν το μουσείο Γκίκα και της γενιάς του μεσοπολέμου, το οποίο όμως δεν έχει ακόμη όνομα. Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας δεν θα βρίσκεται στο επίκεντρο του νέου μουσείου απλά και μόνο διότι στο οίκημα αυτό έζησε και εργάστηκε για δεκαετίες, ούτε επειδή κληροδότησε εν ζωή για τις επόμενες γενιές το εργαστήρι και την εύρωστη πινακοθήκη του.

Αναγκαίος μίτος

Ο Γκίκας δεν αποτελεί απλώς το έναυσμα για τη δημιουργία πέριξ αυτού ενός μουσείου για τη γενιά του μεσοπολέμου, τη γενιά του ’30 και τους επιγόνους της. Ο μαθητής του Παρθένη και του Γαλάνη αποτελεί το κλειδί ή μάλλον καλύτερα τον αναγκαίο μίτο για την περιδιάβαση του μουσείου. Για την κατανόηση μιας εποχής. Ο, τι συμβαίνει σε μικρογραφία με τον Γκίκα, ισχύει σε μεγαλύτερη κλίμακα για όλους τους δημιουργούς που ανταμώνουν στο νέο μουσείο. Η σχέση του πέρα από τη ζωγραφική με τη γλυπτική, τη χαρακτική, την αρχιτεκτονική, τη σκηνογραφία, την ενδυματολογία, τη λογοτεχνία (ως πρώτος μεταφραστής αποσπασμάτων του «Οδυσσέα» του Τζόις) αποτελεί έναυσμα για την ανακάλυψη αντίστοιχων δεσμών και αναφορών σε πολλές τέχνες, στους υπόλοιπους δημιουργούς.

Στο ίδιο συμπέρασμα, από άλλο μονοπάτι, μας οδηγούν και οι προσωπικές του φιλίες: Τεριάντ, Ζερβός, Λε Κορμπιζιέ, Χατζιδάκις, Ραλλού Μάνου, Εμπειρίκος, Πικιώνης, Κόντογλου, Τόμπρος, Αγγελική Χατζημιχάλη, Στρατής Δούκας, Παπαλουκάς, Πάτρικ Λι Φέρμορ, Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν. Εν ολίγοις, οι τέχνες και οι φιλίες του Γκίκα αποκαλύπτουν το modus vivendi των πνευματικών μορφών μιας εποχής: τη σύμπλευση και τη συνεργασία.

Μεγάλα ρεύματα, μεγάλα ερωτήματα

Μπαίνοντας στο κτίριο χρειάστηκε να κρατήσω ανοιχτή τη μεγάλη σιδερένια πόρτα της εισόδου για να περάσουν μέσα τρεις μαστόροι με τα τρυπάνια και τα εργαλεία τους. Το νέο μουσείο στήνεται, ενώ συνεχίζονται οι εργασίες αναδιαμόρφωσης και συντήρησής του. Στον 1ο και στον 2ο όροφο, που θα αποτελέσει κομμάτι της γενιάς του μεσοπολέμου και των επιγόνων της, κάποιοι τοίχοι επιδεικνύουν ήδη, σαν παράσημα κρεμασμένα στο στήθος, πίνακες και έργα, ενώ άλλοι ανακοινώνουν απλώς -ένα όνομα γραμμένο με μαρκαδόρο πάνω σε ένα κομμάτι κολλητικής ταινίας- τον καλλιτέχνη που πιθανό θα φιλοξενήσουν. Στο πάτωμα κάτω από τους άδειους τοίχους περιμένουν, ομαδόν, επιλεγμένοι πίνακες και σχέδια, την ανάρτησή τους. Πιο δίπλα ένας ξυλουργός και ο βοηθός του μετρούν και σημειώνουν σ’ ένα τεφτέρι κάποιες διαστάσεις: ίσως σχεδιάζουν τις μελλοντικές προθήκες, όπου θα εκτεθούν οι πρώτες εκδόσεις, τα χειρόγραφα και τα προσωπικά αντικείμενα ποιητών, πεζογράφων κ. ά. Πιο κάτω, το βλέμμα μου σκαλώνει σε μια φιγούρα Καραγκιόζη μέσα σε ένα αερόστατο, που υπερίπταται της παράταξης των χειροτεχνημάτων του Ευγένιου Σπαθάρη.

Στο βάθος ο Δεληβορριάς

Στον 3ο, δύο αντικριστοί τοίχοι είναι γεμάτοι μικρά αντίγραφα φωτογραφιών του Μπαλάφα και του Τλούπα. Σε μια πρώτη αίθουσα, αρκετοί πίνακες από την πλούσια συλλογή του Γκίκα. Στο βάθος μιας δεύτερης, πιο ευρύχωρης, χωρίς κολόνες που μοιάζει πελώρια, βρίσκεται το μεγάλο γραφείο, μια τάβλα πάνω σε δύο τριγωνικές βάσεις, του Αγγελου Δεληβορριά. Ο διευθυντής του μουσείου μιλάει ζωηρά στο τηλέφωνο, έχοντας μπροστά του απλωμένα πλήθος χαρτιά. Το μάτι μου πιάνει έναν κατάλογο με ονόματα, τον οποίο θα συμβουλευτεί λίγο αργότερα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Διαγωνίως απέναντι, σε ένα αντίστοιχο γραφείο εκστρατείας, δύο νεαροί έχουν χωμένες τις μύτες τους μέσα σε διάστικτα χαρτιά και έγχρωμες φωτοτυπίες έργων. Παραδίπλα ένας συντηρητής παλεύει να συνεφέρει μια παλιά πολυθρόνα.

Από τη δεύτερη κιόλας ερώτησή, την οποία δεν κατορθώνω να ολοκληρώσω ποτέ, με την αναφορά μου στη γενιά του ’30, ο Δεληβορριάς κλωτσάει: «Δεν μου αρέσει ο όρος, ας τον ξεχάσουμε… Δεν είναι μόνο η παρέα του Κατσίμπαλη, ο Σεφέρης κ. λπ. Είναι και πολλοί που δεν ανήκουν σε αυτήν τη γενιά. Πολλοί από αυτούς που χάρη στον Οκτάβιο και στη Μέλπω Μερλιέ μπήκαν στο «Ματαρόα», έφυγαν για το Παρίσι και γλίτωσαν τον Εμφύλιο, όπως ο Μέμος Μακρής. Και άλλοι όπως ο Τάκης Χατζής που δεν ανήκουν σε αυτή».

Το γεγονός ότι η αναφορά στις γενιές και στους επιγόνους τους μας δυσκολεύει -ούτε και ο όρος «γενιά του μεσοπολέμου» τον ικανοποιεί απόλυτα-, με βοηθάει να καταλάβω ότι το «μυστικό» του μουσείου, αυτό που συνδέει τα πρόσωπα μεταξύ τους, είναι η σχέση τους με τα μεγάλα ρεύματα και με τα μεγάλα ερωτήματα που έθεσε η εποχή: η πρόσληψη και η συνομιλία με τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, η σχέση ή η αντίθεση με μια πολύχρονη παράδοση που ανακαλύφθηκε από την αρχή. Εν ολίγοις, το αίτημα για μια ριζωμένη τέχνη που θα μπορούσε να συγκεράσει το ντόπιο με το ξένο, το προσωπικό με το οικουμενικό.

«Εδώ λόγου χάρη», λέει, τονίζοντας αργά τις λέξεις, σαν να τις γεύεται, δείχνοντάς μου ένα τεράστιο έργο που κρέμεται αριστερά πίσω στον τοίχο, «είναι «Το γλέντι στην ακρογιαλιά», ένα έργο ζωγραφισμένο το ’31, το οποίο όμως δεν το έχουμε, βρίσκεται σε κάποια ιδιωτική συλλογή. Εχουμε όμως την ταπισερί που έγινε με την εποπτεία του Γκίκα από τον Φαϊτάκη. Αυτό που μας ενδιαφέρει δηλαδή είναι να δείξουμε τις διασταυρώσεις αυτού του κόσμου εντός και εκτός Ελλάδος. Και είναι συγκινητικό. Θα βρεις τον Γκίκα με τον Τόμπρο και τον Βάρναλη».

Τιτάνιο έργο

Το στήσιμο του μουσείου είναι ένα τιτάνιο έργο, όχι λόγω του πλήθους των ονομάτων, αλλά των έργων. Την επιλογή την κάνει μόνος του ο Δεληβορριάς. «Την κάνω εγώ. Αλλά έχω και πάρα πολλούς φίλους που μου συμπαραστέκονται και λένε, γιατί αυτός και όχι αυτός. Γίνονται ομηρικοί, αλλά γόνιμοι και αποδοτικοί καβγάδες. Είναι επίσης συγκινητική η ανταπόκριση, όχι μόνον όσων σχετίζονται με αυτόν τον κόσμο, αλλά και όσων ακούν για το μουσείο». Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Μετά τον εγκάρδιο χαιρετισμό, αρχίζει να ζητάει συμπληρώματα: φωτογραφίες, χειρόγραφα, προσωπικά αντικείμενα… Κλείνει και συνεχίζει. Ο εκκωφαντικός θόρυβος ενός πριονιού καλύπτει τη φωνή του. «Τώρα δουλεύω με τον Κουν: τι θα μπει, τι δεν θα μπει. Είναι αναρίθμητα πράγματα. Δεν μπορείς να φλομώσεις τον επισκέπτη σαν να είναι διδάκτωρ της θεατρολογίας. Πρέπει να επισημάνεις την αξία κάποιων απολύτως συγκεκριμένων πραγμάτων: πέντε – δέκα. Ούτε ένα παραπάνω. Ενα μουσείο δεν είναι εγκυκλοπαίδεια».

Στο ατελιέ του Γκίκα

Ο 4ος κι ο 5ος περιμένουν, σχεδόν έτοιμοι, το κοινό που θα προσέλθει -καλώς εχόντων των πραγμάτων- στα τέλη του έτους. Στον 4ο βρίσκεται το σπίτι με την πρώην τραπεζαρία, το σαλόνι, το καθιστικό και το γραφείο (όλα με τα έπιπλα τους) και μια εντοιχισμένη βιβλιοθήκη. Σε μια μακρόστενη αίθουσα, το φημισμένο τεράστιο τρίπτυχο έργο «Κηφισιά» δεσπόζει στον χώρο. Στο μικρό γραφείο, το έντονο βλέμμα του πορτρέτου του πατέρα σε μαγνητίζει. Διαγωνίως απέναντι, δύο γυναίκες ακόμα κουτσομπολεύουν.

Επάνω στον 5ο, το ατελιέ είναι ανέπαφο. Τα μπαστούνια του Γκίκα σε ένα καλάθι στη γωνιά, πλάι στη φορτωμένη βιβλιοθήκη, σου δίνουν την εντύπωση ότι μόλις βγήκε, και δεν θα αργήσει. Μόνο τα πινέλα, οι μπογιές και προσωπικά μικροαντικείμενα βρίσκονται πίσω από πλεξιγκλάς. Απ’ το ταβάνι κρέμονται δύο πελώρια φώτα πάνω σε ράγες, τα οποία χρησιμοποιούσε όταν ζωγράφιζε τα βράδια. Την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε σπίτι καλλιτέχνη, ενισχύουν η χειροποίητη τσιμεντένια βιβλιοθήκη και τα σκαλισμένα σχήματα που μεταμορφώνουν τους μπετονένιους τοίχους σε χειροτέχνημα. «Είναι σπάνιο. Ατελιέ ζωγράφου και μάλιστα τόσο πλούσιο, εκτός από του Τσαρούχη, δεν υπάρχει στην Αθήνα», υπογραμμίζει μειλίχια η επιμελήτρια της πινακοθήκης, Ιωάννα Προβίδη.

Κατεβαίνοντας προς την έξοδο, ξαναπερνάω επί τροχάδην από τις αίθουσες. Μια έκφραση του Πικιώνη μού έρχεται στο νου: «Το καθολικό αισθητικό σχήμα μιας εποχής». Αυτό είναι το νέο μουσείο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή