Κυριακή στο γήπεδο: «ιδεολογικοποιώντας» ένα προσωπικό βίτσιο

Κυριακή στο γήπεδο: «ιδεολογικοποιώντας» ένα προσωπικό βίτσιο

1' 57" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι Κυριακή, χαρά Θεού, λίγο πριν από τις 3 το απόγευμα. Ο ήλιος λάμπει και μέσα σου παλεύεις με οικείους δαίμονες. Δεν μπορείς καν να το μοιραστείς με τους πιο δικούς σου ανθρώπους. Ποιος θα καταλάβει τον αγώνα που δίνεις μέσα σου; Ποιος θα ακούσει με ψυχραιμία τον διχασμό ανάμεσα στο «σωστό» (να απολαύσεις μια ωραία Κυριακή έξω γευματίζοντας με αγαπημένα πρόσωπα) και στο «ακατάληπτο»: να σηκωθείς νωρίτερα από το κυριακάτικο τραπέζι και να φτάσεις λαχανιασμένος έξω από ένα γήπεδο που θυμίζει παράγκα του Καραγκιόζη. Να κοιτάξεις με αγωνία το ρολόι μήπως έχασες τη σέντρα ή (ακόμα χειρότερα) την έξοδο των ομάδων στον αγωνιστικό χώρο.

Υπάρχει μια σκηνή στην αρχή του «Νευρικού Εραστή», όπου βλέπουμε τον Γούντι Αλεν να φτάνει αργοπορημένος στο ραντεβού του με την Νταϊάν Κίτον στην είσοδο ενός κινηματογράφου. Ο ταμίας τους λέει ότι η ταινία έχει αρχίσει και ο Γούντι Αλεν αρνείται να μπει. Το ξέρω, ακούγεται σαν παραξενιά, αλλά πόσο τον είχα καταλάβει όταν πρωτοείδα αυτό το μικρό αριστούργημα. Το ίδιο ισχύει και στο ποδόσφαιρο. Ούτε στο σινεμά πας για την ατάκα που μπορεί να ακουστεί στη μέση της ταινίας ούτε στο γήπεδο για να δεις το συγκλονιστικό γκολ τρία λεπτά πριν από το τέλος του αγώνα. Κλείνει η παρένθεση.

Πνιγμένος στις ενοχές περνάς τη βαριά πόρτα της θύρας με το νούμερο τέσσερα και τρέχεις να βρεις τη θέση σου. Εκεί σε περιμένουν πρόσωπα που σπάνια θα δεις εκτός γηπέδου. Τους ξέρεις και σε ξέρουν, σε χαιρετούν και τους χαιρετάς. Ο χρόνος σας τρέχει παράλληλα με τον ποδοσφαιρικό χρόνο.

Αν κάποιος αόρατος παρατηρητής μπορούσε να διαβάσει τη γλώσσα των σωμάτων μας, θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι είμαστε καρδιακοί φίλοι. Με μια έννοια είμαστε φίλοι. Φίλοι της Κυριακής ή πιο σωστά της κάθε δεύτερης Κυριακής, όταν η αγαπημένη μας ομάδα παίζει εντός έδρας.

Εχω αναρωτηθεί αμέτρητες φορές γιατί συνεχίζω να πηγαίνω γήπεδο. Σε ένα άθλιο γήπεδο, παρακολουθώντας μέτριο, συνήθως, ποδοσφαιρικό θέαμα. Και οι πίκρες περισσότερες από τις χαρές.

Μια εύκολη απάντηση είναι ότι στο γήπεδο μπορείς και βυθίζεσαι ξανά και ξανά στον ανέμελο παράδεισο των παιδικών χρόνων και της εφηβείας. Πατάς ένα μαγικό κουμπί και είσαι ξανά 15. Θα έλεγα και κάτι άλλο: το «γήπεδο» είναι κομμάτι της προσωπικής μου παράδοσης και αισθάνομαι την ανάγκη να την υπερασπιστώ. Σε καιρούς τόσο μεταβατικούς, μερικά πράγματα πρέπει να μένουν στη θέση τους. Κι ας έχουν τα μαύρα τους τα χάλια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή