Με οδηγό το κέφι για τη λογοτεχνία

Με οδηγό το κέφι για τη λογοτεχνία

6' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν δύσκολη μέρα. Εβρεχε καταρρακτωδώς και δυσκολεύτηκα να ανηφορίσω τον χείμαρρο της Ζωοδόχου Πηγής, ψηλά μέχρι το κομψό νεοκλασικό των εκδόσεων Αγρα. Λίγο αργότερα έφτασε μουσκίδι και ο Σταύρος Πετσόπουλος. Σκαρφαλώσαμε την παλιά ξύλινη σκάλα και βρεθήκαμε στο μικρό γραφείο -σαν κελί μοναχού, ζωσμένο όμως βιβλιοθήκες- στην κορυφή του κτιρίου απ’ όπου εποπτεύει, όπως ο καπετάνιος από τη γέφυρα, τη σταδιακή δημιουργία 1.000 αντιτύπων, τριάντα χρόνια τώρα.

«Ο τόμος με τα 1.001 βιβλία είναι ένα παράδοξο γιορτινό επιχείρημα σε δύσκολους και μαύρους καιρούς», μου λέει χαμογελώντας στο ημίφως του γραφείου του. «Πέρυσι στα 30 χρόνια της Αγρας ρωτούσαν όλοι πώς θα γιορτάσουμε. Εμείς όμως θεωρούσαμε κοινότοπο άλλο ένα πολλαπλάσιο του 10. Καθώς πλησιάζαμε τα 1.000 βιβλία σκεφτήκαμε να φτιάξουμε ένα βιβλίο που θα τα περιέχει όλα. Το 2009 που έπεσε η ιδέα, ψάχναμε χορηγούς. Το 2010 που χορηγοί δεν υπάρχουν, σκεφτήκαμε να προτείνουμε στους στενούς μας συνεργάτες να χορηγήσουν, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ένα μέρος της συνεργασίας τους. Και ήταν πάρα πολύ συγκινητικό ότι από το εργαστήριο, τον τυπογράφο μέχρι τον μεταφορέα, όλοι πρόσφεραν το δικό τους μερίδιο. Ετσι έγινε ένα ιδιαιτέρως πολυτελές βιβλίο που δεν θα μπορούσε ποτέ να παραχθεί, με μία ιδέα που δεν θα μπορούσε ποτέ να παραχθεί εκτός κρίσης».

Τα βιβλία της Αγρας επιβλήθηκαν με τα εξαιρετικά εξώφυλλα, τις καλές μεταφράσεις και τα πλούσια επίμετρα. Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου να αγοράζει ένα βιβλίο που το έχω στο πρωτότυπο στη μετάφραση της Αγρας γοητευμένος από την καλλιτεχνική ποιότητα του βιβλίου, ομολογώ γοητευμένος.

Οραμα για ποιότητα

«Υπήρχε ένα αίτημα αισθητικό της γενιάς μου, μια γενιά του τέλους της δικτατορίας και των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, ελληνικό και διεθνές που ήθελα να εφαρμόσω», απαντάει κοιτώντας με στα μάτια. «Η παιδεία μου προέρχεται από την τυπογραφία και τις εκδόσεις του Φίλιππου Βλάχου, τις εκδόσεις «Κείμενα». Αυτός έθεσε μέσα στη δικτατορία την αισθητική στο βιβλίο και ως πολιτικό αίτημα. Γιατί έβγαιναν άπειρα βιβλία και μάλιστα προοδευτικής σκέψης και με διάθεση αλλαγής του κόσμου, αλλά πάρα πολύ κακά τυπωμένα, σε κακές μεταφράσεις, με άσχημα εξώφυλλα κ.λπ. Στα 18-19 μου είπα ότι κάποτε θα γίνω εκδότης, έστω και ενός βιβλίου. Αυτό έγινε στα 25 που ξεκίνησα. Δεν θέλαμε τα κοσμήματα του 19ου αιώνα που χρησιμοποιούνταν πολύ στην καλή τυπογραφία. Θεωρούσαμε ότι μέσα στον 20ό αιώνα έχει μεσολαβήσει ο Πικάσο, οι Υπερρεαλιστές, δεν μπορούμε να γυρνάμε στο ωραίο τυπογραφικό κόσμημα του 19ου. Θέλαμε όμως να χρησιμοποιήσουμε την κλασική τυπογραφία».

– Και τα εξώφυλλα;

– Ως προς τα εξώφυλλα και τα υλικά παίξαμε πάρα πολύ κατ’ αρχήν με τον Γιώργο Χατζημιχάλη και μετά με τον Αλέκο Λεβίδη. Είχαμε τη διάθεση να χρησιμοποιήσουμε πολύ διαφορετικά την επιφάνεια των εξωφύλλων: Μπορούσε η σύνθεση να πηγαίνει μέχρι τα αυτιά, όπως στην «Ιστορία του ματιού» του Μπατάιγ που είναι το τέταρτο βιβλίο μας. Θελήσαμε να παίξουμε με υλικά που δεν προβλέπονταν για βιβλία: διάφορα χαρτιά παράξενα, από χασαπόχαρτα που αγοράζαμε στην κρεαταγορά μέχρι χαρτί κραφτ περιτυλίγματος. Πολύ συχνά μας λένε για ένα εξώφυλλο, αυτό δεν είναι χρώμα της Αγρας, η σύνθεση αυτή δεν ταιριάζει στα βιβλία σας. Εκ των υστέρων, το κάνουμε, επιβάλλεται και μετά από μερικούς μήνες μοιάζει εντελώς φυσιολογικό, σαν να ήταν πάντα εκεί. Ενα εξώφυλλο, όπως το «Στο ντιβάνι» του Γιάλομ δεν μοιάζει με τίποτα, ούτε με ελληνικό ούτε με ξένο εξώφυλλο.

– Ωστόσο, στις γραμματοσειρές δεν δείχνετε την ίδια διάθεση πειραματισμού, επιμένετε σε λίγες, όπως π.χ. τα απλά ελληνικά.

– Χρησιμοποιούμε τρεις τέσσερις γραμματοσειρές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, από τα Garamond μέχρι τα Estia Gill ή ακόμα και τα Helvetica σε κάποιες περιπτώσεις. Υπάρχουν κάποια ενοποιητικά στοιχεία, χαρακτηριστικά της Αγρας, συμπληρώνει και ανακάθεται στην πολυθρόνα του για να συνεχίσει. Δεν κάνουμε παραμορφώσεις γραμμάτων, είμαστε πολύ αυστηροί με το γράμμα και αντιμετωπίζουμε κάθε τίτλο με γνώμονα το νόημά του και όχι γραφιστικά σαν εικόνα. Η χρήση του κειμένου στον τίτλο, όσο περίπλοκη κι αν είναι η σύνθεση, είναι πάντα πάρα πολύ αυστηρή και χωρίς γραφιστικές επεμβάσεις. Επίσης κρατούμε μια αναλογία στα συστατικά του τίτλου, δηλαδή το όνομα του συγγραφέα είναι μικρότερο από τον τίτλο και το όνομα του εκδότη μικρότερο από του συγγραφέα. Χρησιμοποιούμε ματ χαρτιά, απορροφητικά, λίγο άνισα στην επιφάνεια, με βαθουλώματα που είναι πολύ δύσκολο να τυπωθούν. Θέλουν πολύ καλούς μαστόρους, γιατί παραβιάζουμε όλα τα μελάνια με αυτά τα χαρτιά, αλλά όταν τυπωθούν όμως δίνουν μια ποιότητα σε όλα τα χρώματα, όπως συμβαίνει με τα ασβεστοχρώματα, τα εκπληκτικά ροζ και παπαγαλιά που βρίσκεις σε μεξικάνικα ή αφρικάνικα σπίτια και θα έβγαζαν μάτι, αλλά τα έχει εξευγενίσει το ασβεστόχρωμα. Πολλοί παράξενοι χρωματισμοί εξευγενίζονται μέσα από αυτό. Αλλο συστατικό στοιχείο είναι ότι δεν χρησιμοποιούσαμε ποτέ ντεγκραντέ, αλλά πάντα πλακάτα χρώματα. Κάτι που τώρα τείνει να καταργηθεί και διεθνώς. Είναι απαγορευμένη λέξη το «ντεγκραντέ» στην Αγρα, συμπληρώνει γελώντας. Επίσης δεν χρησιμοποιούμε περιγράμματα, ούτε στα γράμματα σκιές.

– Το πέρασμα από τη μονοτυπία στην όφσετ και στην ψηφιακή τυπογραφία ήταν εύκολο, ή μήπως οι ευκολίες της νέας μορφής έθεσαν και νέα προβλήματα;

– Χρησιμοποιήσαμε εργαστήρια που είχαν γνώση της κλασικής τυπογραφίας και των κανόνων της. Οταν ήρθαμε σε επαφή με νεότερα εργαστήρια, κυρίως για τα λευκώματα που χρειαζόμασταν μια άλλου τύπου επεξεργασία της εικόνας πέρα από το κείμενο, τα εργαστήρια αυτά προσαρμόστηκαν στις απαιτήσεις των κανόνων της κλασικής τυπογραφίας. Δουλεύουμε με εργαστήρια όπως το Ανάγραμμα, ο Καπένης, αλλά και η Graphicon που έχει προσαρμοστεί σε αυτούς τους κανόνες. Ετσι και αλλιώς, σε αυτά τα ατελιέ δουλεύουν και άλλα εκδοτικά σχήματα όπως το ΜΙΕΤ ή ο Ικαρος, που εφαρμόζουν αυτούς τους κανόνες. Είναι τα εργαστήρια που πήραν τη σκυτάλη από τους παλιούς. Υπάρχει πάντα μια μεγάλη αγωνία βέβαια στον σχεδιασμό των οικογενειών και των γραμμάτων. Ποτέ δεν έχουν φτάσει την καθαρότητα της μονοτυπίας. Βέβαια έχουν πετύχει άλλα πράγματα, για να μην κλαιγόμαστε.

Το στοιχείο του παιχνιδιού

– Η Αγρα κατόρθωσε να εντάξει τα κλασικά αστυνομικά στη λογοτεχνία. Κάτι τέτοιο απαιτεί την αντιμετώπιση της λογοτεχνίας με σοβαρότητα, αλλά χωρίς σοβαροφάνεια…

– Σοβαροφάνεια ποτέ δεν υπήρχε. Αντίθετα πάντα υπήρχε το στοιχείο του παιχνιδιού, της πρόκλησης και της έλλειψης καθωσπρεπισμού. Κυρίως το κέφι για τη λογοτεχνία. Προσπαθούσαμε κάθε βιβλίο να εκφράζει αυτό το κέφι. Το βιβλίο που θα προκύψει θέλω να εκφράζει το κέφι και το ξάφνιασμα που είχα όταν το πρωτοδιάβασα. Δεν το πετυχαίνεις πάντα και πλήρως αυτό. Το ίδιο γίνεται και με τα αστυνομικά, αλλά είναι πιο σύνθετο. Εμείς προσπαθήσαμε να τα ξαναβάλουμε στα βιβλιοπωλεία. Το ’83, ’84 όταν άρχισαν παγκοσμίως να εκδίδονται ολόκληρα κι όχι πετσοκομμένα σε συγκεκριμένο αριθμό σελίδων για να βγαίνουν με ενιαία τιμή στα περίπτερα. Εκδίδοντας κατ’ αρχάς ολόκληρα τα κείμενα, επιλέγοντας μεταφραστές που τους ταίριαζε το συγκεκριμένο ύφος. Ο μεταφραστής του Μπαλζάκ δεν θα έκανε Τσάντλερ. Αντιμετωπίζαμε τους μεγάλους συγγραφείς αστυνομικών ως μεγάλους στυλίστες. Δείχναμε την ίδια σοβαρότητα στη μετάφραση του κειμένου, που δείχναμε σε οποιονδήποτε κλασικό συγγραφέα. Υπερασπιζόμενοι μια στάση στους αντίποδες της αντιμετώπισης του αστυνομικού ως παραλογοτεχνίας, στην αρχή βάλαμε πολύ μεγάλα επίμετρα εκδίδοντας τον Τσάντλερ ή τον Χάμετ με 100 σελίδες επίμετρο. Ηταν μια μαχητική θέση. Σήμερα δεν θα βγάζαμε βιβλίο με τέτοιο επίμετρο. Με τα χρόνια η στάση αυτή άφησε πίσω τη συζήτηση περί λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας.

«Ανταρτοπόλεμος» με την οικονομική κρίση

– Τώρα με την κρίση επιστρέφουμε άραγε σε μια εποχή, όπου θα δυσκολευόμαστε να βγάλουμε βιβλία που αγαπάμε;

– Μα, αυτό έγινε μέσα στο 2010, απαντάει μειδιώντας ο Πετσόπουλος. Τον Μάιο που σημειώθηκε η κάθετη πτώση στον χώρο του βιβλίου ό,τι δοκίμια και ποιητικά κείμενα εκδώσαμε, αγνοήθηκαν παντελώς από τα βιβλιοπωλεία, τα οποία είχαν την αγωνία να πάρουν μόνο καινούργια βιβλία που ήταν σίγουροι ότι θα πουλήσουν σε δύο μέρες. Κι έτσι αναγκαστήκαμε να παγώσουμε κάποια βιβλία μέχρι το φθινόπωρο όπου κάπως άλλαξαν τα πράγματα, τέλος Νοεμβρίου, αρχές Δεκεμβρίου. Μόλις είδαμε μια χαραμάδα να ανοίγει, παλέψαμε να ολοκληρώσουμε δύο βιβλία που τα είχαμε καθυστερήσει και εκδώσαμε το καταπληκτικό δοκίμιο του Jean Amery «Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση» και τα δοκίμια του Σάββα Μιχαήλ, το «Γκόλεμ». Βγάλαμε και κάποια ποιητικά κείμενα, του Στάθη Καββαδά, του Γιώργου Βέλτσου. Ετσι κι αλλιώς πολλά από αυτά τα βιβλία είναι παθητικά από οικονομική άποψη. Το θέμα όμως είναι να βρουν το κοινό, έστω και το μικρό, που δικαιούνται και έχουν. Είναι ένα είδος ανταρτοπόλεμου όπου ψάχνεις να βρεις τη χαραμάδα για να περάσεις κάποια βιβλία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή