Ενα ποίημα για τον Στάλιν τον οδήγησε στον θάνατο

Ενα ποίημα για τον Στάλιν τον οδήγησε στον θάνατο

5' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΝΑΝΤΙΕΖΝΤΑ ΜΑΝΤΕΛΣΤΑΜ

Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας

μετ.: Σταυρούλα Αργυροπούλου

εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 578

«Ζούμε δίχως να νιώθουμε κάτω απ’ τα πόδια μας τη χώρα, / τα λόγια μας στα δέκα βήματα ψυχή δεν τα ακούει τώρα, / κι όπου κουβέντα αρχινούν, / για του Κρεμλίνου τον βουνίσιο κάτι θα πουν. / Χοντρά τα δάχτυλά του, με σκουλήκια μοιάζουν παχιά, / σαν βαρίδια οι κουβέντες του ηχούν με σιγουριά. / Κατσαριδίσια τα μουστάκια του γελούν, / και από τις μπότες του οι λαιμοί λαμποκοπούν».

Αυτοί είναι μερικοί από τους στίχους του μοιραίου ποιήματος του Οσιπ Μαντελστάμ για τον Στάλιν που τον οδήγησε στη σύλληψη, στην εξορία και στον θάνατο. Ο Μαντελστάμ, από τους σημαντικότερους ποιητές της Ρωσίας, συνελήφθη πρώτη φορά το 1934 και εξορίστηκε στο Βορονέζ, 400 χιλιόμετρα νότια της Μόσχας. Το 1937 επέστρεψε, με απαγορευμένη όμως την επάνοδό του στη Μόσχα. Το 1938 συνελήφθη ξανά και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια καταναγκαστικά έργα στην Κολιμά της Σιβηρίας. Κατά τη μεταφορά του όμως εκεί, ενώ βρισκόταν σε σταθμό μεταγωγών κρατουμένων κοντά στο Βλαδιβοστόκ, πέθανε μάλλον τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Η τραγική οδοιπορία του Μαντελστάμ αποτυπώθηκε με εξαιρετική ενάργεια από τη σύζυγό του Ναντιέζντα, στο χρονικό της «Ελπίδα στα χρόνια της απελπισίας», το οποίο κυκλοφόρησε στη Δύση το 1970 και προκάλεσε έντονους κλυδωνισμούς στον χώρο των αριστερών διανοουμένων.

Ο εβραϊκής καταγωγής Οσιπ Μαντελστάμ γεννήθηκε το 1891 και μεγάλωσε στην Πετρούπολη. Δεν ακολούθησε την επιθυμία του πατέρα του να γίνει ραββίνος και για μερικά χρόνια περιήλθε τα πνευματικά κέντρα της εποχής, όπως το Βερολίνο, το Παρίσι, τη Χαϊλδεβέργη, μελετώντας ποίηση και φιλοσοφία. Τις σπουδές που άρχισε στο ρομανογερμανικό τμήμα της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου της Πετρούπολης δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ. Δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα το 1908 στο περιοδικό «Απόλλων» και συμμετείχε στο λογοτεχνικό κίνημα των ακμεϊστών μαζί με την Αννα Αχμάτοβα. Το κίνημα αυτό επεδίωκε την αποκατάσταση της αυτονομίας της ποιητικής γλώσσας. Το 1913 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή («Πέτρα») και από τότε εμφανίζεται συχνά με ποιήματα, δοκίμια και πρόζα. Από τα πιο σημαντικά έργα της περιόδου είναι η συλλογή «Tristia», που κυκλοφόρησε το 1922 στο Βερολίνο και έναν χρόνο μετά στην Πετρούπολη, διπλάσια σχεδόν.

Στο μεταξύ, το 1920, παντρεύτηκε στη Μόσχα τη Ναντιέζντα Γιακόβλεβνα, ενώ είχε ήδη ξεσπάσει και εδραιωθεί η Οκτωβριανή Επανάσταση, απέναντι στην οποία κρατούσε κριτική στάση. Από το 1928 μένει με τη γυναίκα του στη Μόσχα, συχνά χωρίς δουλειά, απασχολείται με μεταφράσεις και εργάζεται κατά διαστήματα σε διάφορες εφημερίδες. Παραμένει όμως πάντα ανεξάρτητος, με μια δική του ηθική και χωρίς να συμβιβάζεται με το καθεστώς, το οποίο έχει σκληρύνει πια τη στάση του. Το ίδιο άτεγκτος ήταν και με τους άλλους διανοούμενους, τους οποίους έβλεπε να ελίσσονται και να αναπτύσσουν ιδιαίτερες σχέσεις με το νέο καθεστώς. Δεν δίστασε μάλιστα να χαστουκίσει δημόσια τον σχεδόν καθεστωτικό συγγραφέα κόμη Αλεξέι Τολστόι.

Η αφήγηση της Ναντιέζντα Μαντελστάμ αρχίζει από εκείνη την ημέρα του Μαΐου του 1934 που συνελήφθη ο Οσιπ στο σπίτι του στη Μόσχα. Η Ναντιέζντα, ξεπερνώντας τον εαυτό της, αγωνίζεται να κρατήσει τον Μαντελστάμ στον κόσμο των ζωντανών με κάθε τρόπο. Τον επισκέπτεται στη φυλακή της οδού Λουμπιάνκα, όπου και πληροφορείται την «ποιητική» αφορμή της σύλληψης, και αργότερα τον ακολουθεί στην εξορία με πρώτο σταθμό το Τσερντίν, όπου τον βλέπει να διαταράσσεται ψυχικά και να έχει παραισθήσεις. Δεύτερος σταθμός είναι το Βορονέζ, κοντά στην Τασκένδη, όπου τους επιτρέπεται, μετά την επανεξέταση της υπόθεσης, να συνεχίσουν την εξορία με λίγο καλύτερους όρους. Εκεί προσπαθούν να επιβιώσουν, πάντα με το στίγμα του εξόριστου και τον ασφυκτικό έλεγχο της σοβιετικής αστυνομίας, και η Ναντιέζντα δουλεύει ακόμα και εργάτρια.

Η συγγραφέας, όμως, δεν αγωνίζεται μόνο για τη σωματική και υλική ύπαρξη του Μαντελστάμ, αλλά και για την παραμονή του στον κόσμο της ποίησης. Αποστηθίζει και απομνημονεύει την ποιητική παραγωγή του Μαντελστάμ στους τόπους αυτούς και έτσι τη διασώζει και την εγγράφει στη ρωσική και την ευρωπαϊκή πνευματική παράδοση.

Τον Μάιο του 1937, η ποινή της εξορίας έληξε και ο Μαντελστάμ με τη σύζυγό του προσπαθούν να επανασυνδεθούν με το περιβάλλον των γνωστών τους διανοουμένων. Παρά τις προσπάθειές τους, όμως, δεν κατάφεραν να παρακάμψουν την απαγόρευση διαμονής τους στη Μόσχα και μάλιστα τους αφαιρέθηκε και το διαμέρισμά τους εκεί. Αποκλεισμένοι από κάθε δουλειά, περιπλανιούνται και διαμένουν σε αρκετά μέρη γύρω από τη Μόσχα και για λίγο στο Λένινγκραντ, ζώντας στην απόλυτη ένδεια και αναζητώντας λίγα χρήματα από γνωστούς και φίλους. Την Πρωτομαγιά του 1938, ο Μαντελστάμ συλλαμβάνεται ξανά και έκτοτε χάνονται τα ίχνη του. Η σύζυγός του τον αναζητεί μάταια, ώσπου μαθαίνει τον θάνατό του. Στο τέλος της εξιστόρησής της κατορθώνει να αποδώσει, από τις αφηγήσεις και τις εκδοχές λίγων συγκρατουμένων του Μαντελστάμ, τον τρόπο του θανάτου του στο εφιαλτικό παγωμένο τοπίο του στρατοπέδου μεταγωγών του Βλαδιβοστόκ.

Η Σοβιετική Ενωση τη δεκαετία του ’30

Η συγγραφέας με τα απομνημονεύματά της και με επίκεντρο πάντα τον Μαντελστάμ συνθέτει μια τοιχογραφία της Σοβιετικής Ενωσης την εποχή της σταλινικής τρομοκρατίας, κυρίως τη δεκαετία του 1930. Περιγράφει και αποδίδει ανάγλυφα τις πρακτικές της αστυνομίας, τον τρομερό σε ένταση και έκταση χαφιεδισμό, τις συνοπτικές «δικαστικές» διαδικασίες, τις συνθήκες της εξορίας, τις διαδρομές των γκουλάγκ.

Στέκεται ιδιαίτερα στην κοινωνική κατηγορία των διανοουμένων και τονίζει τις σχέσεις τους με το καθεστώς και τον έλεγχο και τη χρήση τους από αυτό. Αναδεικνύει την ανασφάλειά τους και τις συχνές μεταπτώσεις στις θέσεις του «εχθρού του λαού» και του εκτοπισμένου ή του εκτελεσμένου.

Αποκαλύπτει όμως και τη χρήση του τρομοκρατικού κλίματος για το ξεκαθάρισμα των μεταξύ τους, ακόμα και των λογοτεχνικών, λογαριασμών. Με τις αναμνήσεις της, τελικά, ανασύρει και εκθέτει τους τρόπους και τη λειτουργία του σοβιετικού ολοκληρωτισμού.

Ξεχωρίζει εκείνους που της συμπαραστάθηκαν, σε πείσμα των τρομερών καιρών, όπως η στενή φίλη του Μαντελστάμ, μεγάλη ποιήτρια, Αννα Αχμάτοβα ή και ο Πάστερνακ. Αντίθετα, αφήνει την πίκρα της να ξεχειλίσει για όσους αδιαφόρησαν ή και συνήργησαν στη δίωξη του συζύγου της. Από τους πολιτικούς ηγέτες αναφέρεται θερμά στον Νικολάι Μπουχάριν, ο οποίος τους συμπαραστάθηκε όσο μπορούσε και ο οποίος λίγο αργότερα εκτελέστηκε και αυτός.

Τελικά, η Ναντιέζντα Μαντελστάμ δημιούργησε ένα σπαραχτικά ερωτικό και θρηνητικό έπος για την πολλαπλή λεηλασία της ζωής του αγαπημένου της άνδρα, αλλά και εκατομμυρίων άλλων ανθρώπων. Η ανάγνωσή του, παρά τη ροή της Ιστορίας και τα όσα ορμητικά παρέσυρε, παραμένει επίκαιρη. Ισως δε είναι και ιδιαίτερα χρήσιμη στη σημερινή Ελλάδα, όπου μεγάλα τμήματα του πληθυσμού λόγω της έντονης και πολυεπίπεδης κρίσης φαίνονται να σαγηνεύονται από τον λόγο και τις ολοκληρωτικές πρακτικές των άκρων.

Η μετάφραση της Σταυρούλας Αργυροπούλου αποδίδει την ένταση της αφήγησης και η έκδοση συνολικά είναι εξαιρετική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή