Η μπαλάντα της Φάνι και του Κιτς

Η μπαλάντα της Φάνι και του Κιτς

4' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στο κινηματογραφικό καλοκαίρι, που μοιράζεται ανάμεσα στα θηριώδη μπλοκμπάστερ, τις επανεκδόσεις και τα «υπόλοιπα» που έχουν μείνει στους καταλόγους των εταιρειών διανομής, υπάρχουν κάποιες ταινίες που αξίζουν ίσως λίγη περισσότερη προσοχή. Το «Bright Star» της Τζέιν Κάμπιον είναι μια ταινία που δεν στάθηκε ιδιαίτερα τυχερή, αν και είναι ένα προσεκτικά φτιαγμένο, συναισθηματικό ερωτικό δράμα με ψυχή και η καλύτερη δουλειά της Κάμπιον εδώ και χρόνια.

Η ταινία προβλήθηκε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Φεστιβάλ των Καννών πριν από δύο χρόνια και ενώ είχε πολύ θερμή υποδοχή από τους κριτικούς, δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τα βραβεία. Ηταν η χρονιά που ο Χρυσός Φοίνικας απονεμήθηκε από την πρόεδρο Ιζαμπέλ Ιπέρ στη «Λευκή κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε και προφανώς στα βραβεία δεν υπήρχε χώρος για ρομαντική διάθεση και ποιητικούς έρωτες.

Δύο χρόνια εκτός

Το «Bright Star» ωστόσο, δεν είχε καλύτερη τύχη ούτε στη συνέχεια. Με μικρή διανομή και χωρίς μεγάλη προώθηση, ενώ πάντοτε είχε την υποστήριξη των κριτικών, «αποσύρθηκε» από την κούρσα των βραβείων χωρίς να κάνει πολύ θόρυβο. Και έμεινε εκτός ελληνικών αιθουσών για δύο χρόνια, μέχρι αυτή τη βδομάδα. Τι είναι το «Bright Star»; Ενα ρομαντικό δράμα εποχής, που αφηγείται τον έρωτα του ποιητή Τζον Κιτς για μια νεαρή ράφτρα, την κόρη της σπιτονοικοκυράς του.

Τι ξεχωριστό έχει αυτή η ιστορία; Είναι η ιστορία ενός ποιητή που έφυγε από τη ζωή πολύ νέος, μόλις 25 ετών και πριν προλάβει να κερδίσει την αναγνώριση που βρήκε αργότερα. Η ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο νέους, που εκδηλώνεται σχεδόν αθώα, σαν παιδικός έρωτας και τελειώνει βίαια και θλιβερά πριν να μπορέσει να ολοκληρωθεί. Μια ακόμη από τις ενδιαφέρουσες πλευρές του έρωτα του Κιτς για τη Φάνι Μπρόουν είναι ότι οι δυο τους προέρχονταν από διαφορετικό περιβάλλον και είχαν διαφορετικές προσωπικότητες. Εκείνος ήταν ήρεμος, αρκετά διστακτικός, εκείνη δεν φοβόταν να πει τη γνώμη της.

Το «Bright Star», που έχει πάρει τον τίτλο του από ένα σονέτο που έγραψε ο Κιτς, εμπνευσμένος από τη σχέση του με την Μπρόουν, παρακολουθεί τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο Κιτς τελικά πήρε μια από τις βασικές θέσεις στη δεύτερη γενιά του ρομαντικού κινήματος, αν και όσο ζούσε οι αντιδράσεις στα ποιήματά του δεν ήταν ιδιαίτερα θετικές. Η Τζέιν Κάμπιον, όπως έχει πει, δεν γνώριζε ιδιαίτερα καλά την ποίησή του. Διάβασε όμως τη βιογραφία του που έγραψε ο Αντριου Μόσιον και με βάση αυτή -και τον Μόσιον στη θέση του συμβούλου- έγραψε το σενάριο.

Από τη γυναικεία σκοπιά

Η βασικότερη αλλαγή που η Κάμπιον έκανε στην ιστορία ήταν ότι αποφάσισε να την αφηγηθεί από τη γυναικεία σκοπιά. Από την πλευρά της Φάνι. «Δεν είχα πολλές πληροφορίες για εκείνη, έτσι έκανα τη δική μου «Μπαλάντα της Φάνι και του Κιτς». Περιπλανήθηκα από εδώ κι από εκεί. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να ασχοληθεί κανείς με την ιστορία του, όμως πιστεύω ότι αυτός ήταν ο πιο ανοιχτός και εκείνος που θέλησα να πω μέσα σε δύο ώρες. Αυτό που με συγκίνησε περισσότερο στην προσωπικότητά του, ήρθε μέσα από τις επιστολές του, την αθωότητα και την αγνότητα».

Για το γεγονός ότι ούτε η λογοτεχνία, αλλά ούτε και οι ζωές των συγγραφέων δεν είναι ίσως και το πιο ελκυστικό είδος στον κινηματογράφο, η Κάμπιον δεν αγχώθηκε ιδιαίτερα. «Δεν είναι κάτι που με απασχολεί τόσο. Κάνουμε μια προσπάθεια. Ο κόσμος μού φαίνεται πιο ελκυστικός όταν υπάρχει ποικιλία και πρέπει να είμαστε στρατιώτες της. Δεν μπορεί κάποιος να λέει «Εντάξει, θα κάνω έναν Μπάτμαν». Φυσικά και μπορεί να το κάνει. Ομως πιστεύω ότι αν αγαπάς και έχεις επαφή με κάτι, τότε θα κάνει το ίδιο και ο κόσμος αν έχει την ευκαιρία. Δεν είναι μια δύσκολη ταινία. Είναι μάλλον πολύ προσβάσιμη και το αποδείξαμε αυτό στις Κάννες, όπου είχε πολύ θετική ανταπόκριση. Απλώς πρέπει να έχεις πρόσβαση στα αισθήματά σου, να τα έχεις ανοιχτά και πιστεύω ότι θα απολαύσεις την ταινία. Η κόρη μου, οι φίλοι, άνθρωποι που δεν γνώριζαν τίποτα για τον Κιτς, την αγάπησαν».

Η δυνατή φωνή της Τζέιν Κάμπιον

Η 57χρονη Κάμπιον, γεννημένη στη Νέα Ζηλανδία, είναι ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του κινηματογράφου της Αυστραλίας και μία από τις ελάχιστες γυναίκες, παγκοσμίως, που έχουν υπογραφή με βάρος, ακόμη και παρά το γεγονός ότι η καριέρα της έχει περάσει μεγάλα σκαμπανεβάσματα. Η Κάμπιον άρχισε να σπουδάζει σκηνοθεσία στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και η πρώτη της ταινία μικρού μήκους κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα μικρού μήκους στις Κάννες. Με το «Sweetie» του 1989 και το «Ενας άγγελος στο τραπέζι μου» του 1990 καθιερώθηκε ως μια νέα, ιδιαίτερη και δυνατή «γυναικεία» φωνή. Ο Χρυσός Φοίνικας, μια τεράστια επιτυχία και μια υποψηφιότητα για Οσκαρ σκηνοθεσίας ήρθαν με το «Πιάνο», την πιο επιτυχημένη της ταινία, την οποία δεν μπόρεσε έκτοτε να ξεπεράσει. Οι επόμενες ταινίες της, το «Πορτρέτο μιας κυρίας» με τη Νικόλ Κίντμαν, ο «Ιερός καπνός» με την Κέιτ Γουίνσλετ και τον Χάρβεϊ Καϊτέλ, και η «Σκοτεινή πλευρά του πάθους» με τη Μεγκ Ράιαν, είχαν λίγους φίλους και πολλούς εχθρούς. Το «Bright Star» είναι η πρώτη της ταινία εδώ και καιρό που είχε σχεδόν μόνο θετικές κριτικές. Είναι μια ταινία στην οποία ύστερα από καιρό έδειξε και πάλι την ευαίσθητη πλευρά της. Οπως όμως λέει η ίδια, δεν πιστεύει ότι οι λίγες γυναίκες σκηνοθέτιδες μονοπωλούν την ευαισθησία. «Η θέση του σκηνοθέτη είναι από μόνη της πολύ ισχυρή. Είναι μία σχέση. Και οι γυναίκες δίνουν αξία και προσοχή στις σχέσεις. Θα ήταν πραγματικά πολύ καλό αν υπήρχε μεγαλύτερη ποικιλία. Και οι άντρες μπορούν να είναι αληθινά ευαίσθητοι. Δεν πιστεύω ότι η ευαισθησία ανήκει μόνο στις γυναίκες».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή