Μάικλ Μουρ, ζωή σε επεισόδια

Μάικλ Μουρ, ζωή σε επεισόδια

7' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ζούμε σε μια εποχή κάλπικων εκλογών που το αποτέλεσμά τους είναι η εκλογή ενός κάλπικου προέδρου που μας έστειλε σε πόλεμο για κάλπικους λόγους. Ντροπή σας, κύριε Μπους, είμαστε ενάντια στον πόλεμό σας!» Αυτά, μεταξύ άλλων, είχε πει ο Μάικλ Μουρ παραλαμβάνοντας το βραβείο Οσκαρ το 2003, μπροστά σε ακροατήριο εκατομμυρίων στις ΗΠΑ και σ’ όλο τον κόσμο. Ηταν η φράση που τον έκανε έναν από τους πιο μισητούς ανθρώπους στη χώρα του και στόχο σοβαρών απειλών για τη ζωή του, όπως αφηγείται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του που κυκλοφόρησε πριν από λίγες μέρες.

Εχει τίτλο «Here comes trouble. Stories of my life» και έκανε ήδη την είσοδό του στην πρώτη δεκάδα της λίστας μπεστ σέλερ των «Νιου Γιορκ Τάιμς». Ο σκηνοθέτης που ξεχώρισε γιατί κατάφερε να κάνει το ντοκιμαντέρ δημοφιλές και εξαιρετικά προσοδοφόρο κινηματογραφικό είδος, είναι επίσης συγγραφέας: έχει εκδώσει άλλα επτά βιβλία, τα οποία, αν και ευπώλητα, δεν είχαν κερδίσει την επιδοκιμασία της κριτικής. Το όγδοο, αντίθετα, το υποδέχθηκαν θετικά οι περισσότεροι σχολιαστές, έστω και με κάποιες επιφυλάξεις. «Αν και ενίοτε δεν είναι ισορροπημένο, τα καλύτερα μέρη του βιβλίου είναι εκπληκτικά», έγραψε ο «Hollywood Reporter». «Το να πεις ότι αυτό είναι το καλύτερο, μακράν, βιβλίο του Μάικλ Μουρ δεν αποτελεί υπερβολή», σημειώνει ο κριτικός των «Νιου Γιορκ Τάιμς». «Σε πείθει να τον πάρεις στα σοβαρά και ανήκει στο ράφι της βιβλιοθήκης με απομνημονεύματα και βιογραφίες αντισυμβατικών ανθρώπων».

Στο «Here Comes Trouble» ο Μουρ αφηγείται, σε μια σειρά «επεισοδίων», τη διαδρομή της ζωής του, από τα παιδικά του χρόνια στο Φλιντ του Μίτσιγκαν, όπου ο πατέρας του ήταν βιομηχανικός εργάτης, μέχρι την ηλικία των 35, όταν γύρισε το πρώτο του ντοκιμαντέρ, το «Roger & Me» (1989). Θέμα εκείνης της ταινίας ήταν οι συνέπειες που υπέστησαν οι κάτοικοι της γενέτειράς του, του Φλιντ, όταν έκλεισαν τα εργοστάσια της Τζένεραλ Μότορς.

Η αυτοβιογραφική αφήγηση σταματάει εκεί, ωστόσο ο Μουρ έχει περιλάβει στο βιβλίο και ένα κομμάτι όπου εξιστορεί όσα έζησε τα τελευταία χρόνια, όταν άρχισε να κορυφώνεται η εκστρατεία μίσους εναντίον του.

Με ντοκιμαντέρ γέμισε θεατές τις αίθουσες

Πριν και μετά από εκείνη την προκλητική δήλωση στην τελετή των Οσκαρ, ο Μάικλ Μουρ έκανε πολλά, με την κινηματογραφική του κάμερα, για να γίνει το κόκκινο πανί για τους συντηρητικούς συμπατριώτες του, αλλά και αγαπημένο είδωλο της αμερικανικής Αριστεράς. Στο «Bowling for Columbine» (ντοκιμαντέρ για το οποίο κέρδισε το Οσκαρ το 2003) τα έβαλε με το λόμπι των όπλων και την κουλτούρα τρομολαγνείας που κυριαρχεί στη χώρα του· στο «Φαρενάιτ 11/9» (2004) στόχος του ήταν η πολεμική επέμβαση στο Ιράκ, ενώ στο «Sicko» (2007) διεκτραγώδησε το σύστημα Υγείας των ΗΠΑ, αποκαλύπτοντας τον ρόλο των φαρμακευτικών βιομηχανιών. Οσο για την τελευταία του ταινία, το «Καπιταλισμός: Μια ιστορία αγάπης» (2009), ο Μουρ εξαπολύει κατά μέτωπο επίθεση στην κυριαρχία των μεγάλων εταιρειών, εστιάζοντας στη χρηματοπιστωτική κρίση και την καταστροφική επιρροή της στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται ο Μουρ έχουν γίνει αντικείμενο πολλών άλλων ντοκιμαντέρ, που ενίοτε μπορεί να είναι πιο σοβαρά τεκμηριωμένα και εξίσου ριζοσπαστικά. Εκείνο όμως που κατόρθωσε ο Μουρ είναι πράγματι μοναδικό: έφερε το ντοκιμαντέρ στις mainstream κινηματογραφικές αίθουσες, το έκανε ελκυστικό στο ευρύ κοινό και, επομένως, ταμειακά αποδοτικό. Συνδύασε τη στατιστική τεκμηρίωση και την επί τόπου έρευνα με άφθονο χιούμορ, σβελτάδα και εστίαση σε προσωπικές αφηγήσεις: ο θεατής παρακολουθεί ένα φιλμ με συναρπαστική «πλοκή», που όμως τα υλικά της είναι όλα παρμένα από την πραγματικότητα. Και έρχεται αντιμέτωπος με δυσάρεστες αποκαλύψεις, χωρίς να καταθλίβεται από το βάρος τους.

Η μεγάλη δημοτικότητα των ταινιών του συνετέλεσε σημαντικά στο να γίνει ο Μάικλ Μουρ ιδιαίτερα αντιπαθής στην αμερικανική δεξιά. Η πιο ήπια επίκριση, που δεν προερχόταν μόνο από τη δεξιά, ήταν ότι χειρίζεται τα θέματά του με μεγάλη δόση λαϊκισμού, ωστόσο αυτός ο χειρισμός, μαζί με το περιεχόμενό τους, ήταν που έκανε τόσο δημοφιλείς τις ταινίες του, σε σημείο που να ανταγωνίζονται σε εισπράξεις τα χολιγουντιανά «μπλοκμπάστερ». Το 2004, και ενώ το κύμα μίσους εναντίον του εκδηλωνόταν με ακραίους τρόπους, το «Φαρενάιτ 11/9» έκανε ρεκόρ εισπράξεων τις πρώτες μέρες προβολής του σε όλη την Αμερική, ακόμα και στις συντηρητικές Πολιτείες του Νότου.

Στόχος επιθέσεων

Στο «Here comes trouble», ο Μουρ παραθέτει στην αρχή τα λόγια του τηλεπαρουσιαστή Γκλεν Μπεκ στην εκπομπή του στις 17 Μαΐου του 2005: «Σκέφτομαι να σκοτώσω τον Μάικλ Μουρ και αναρωτιέμαι αν θα μπορούσα να τον σκοτώσω ο ίδιος ή να βάλω κάποιον άλλο να το κάνει… Οχι, πιστεύω ότι μπορώ. Να τον κοιτάω στα μάτια, ξέρετε, ενώ θα τον πνίγω… Τι θα έκανε όμως ο Ιησούς; «Οχι δεν πρέπει να σκοτώσεις τον Μάικλ Μουρ» θα μου έλεγε. Εντάξει, αλλά, ξέρετε, δεν είμαι καθόλου σίγουρος».

Συνεχίζοντας μιλάει για την εκστρατεία συκοφάντησής του από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο και το Ιντερνετ («παντού έλεγαν ότι ο Μάικλ Μουρ μισεί την Αμερική, ότι είναι ψεύτης, παρανοϊκός οπαδός θεωριών συνωμοσίας και λάτρης των γαλλικών κρουασάν»). Περιγράφει τις ύβρεις και τις απειλές που δεχόταν καθημερινά μέσω τηλεφώνου και e-mail, αλλά και τις πραγματικές επιθέσεις που υπέστη και που τον ανάγκασαν να αναθέσει την προστασία του σε μια ομάδα πρώην βατραχανθρώπων του αμερικανικού ναυτικού.

Για μεγάλο διάστημα αποσύρθηκε από το δημόσιο προσκήνιο -«από το 2005 έως το 2007 δεν εμφανίστηκα ούτε σε ένα τηλεοπτικό σόου και διέκοψα τις περιοδείες σε πανεπιστήμια- έκανα μια μόνο ομιλία σε φοιτητές, σε σύγκριση με τις 50 που είχα κάνει το 2004». Εκείνο που τον βοήθησε, όπως γράφει, ήταν μια δήλωση του ίδιου του Μπους! «Τον άκουσα να λέει «Αν υποχωρήσουμε στους τρομοκράτες, οι τρομοκράτες θα έχουν νικήσει». Και είχε δίκιο. Οι τρομοκράτες του κέρδιζαν τη μάχη! Εναντίον μου! Τι έκανα κλεισμένος στο σπίτι μου; Ανοιξα τις κουρτίνες, έβαλα στην αποθήκη το χαλάκι της αυτολύπησης και γύρισα πίσω στη δουλειά μου. Εκανα τρεις ταινίες σε τρία χρόνια, ρίχτηκα στην προσπάθεια για την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα και βοήθησα να χάσουν το αξίωμά τους δύο ρεπουμπλικάνοι γερουσιαστές του Μίτσιγκαν. Εστησα μια ιστοσελίδα που έγινε πολύ δημοφιλής, και εκλέχθηκα μέλος της επιτροπής των Βραβείων της Ακαδημίας Κινηματογράφου που με είχε γιουχαΐσει».

Για τον Μπαράκ Ομπάμα

Σε πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», ο Μάικλ Μουρ ρωτήθηκε τι πιστεύει για την έως τώρα επίδοση του προέδρου, τον οποίο υποστήριξε με τόση θέρμη. Φάνηκε αρκετά απογοητευμένος. «Πιστεύω ότι είναι άνθρωπος με καλή καρδιά και καλές προθέσεις, όμως… Νόμιζα ότι θα έρθει και θα σαρώσει… κάπως σαν τον Φραγκλίνο Ρούζβελτ. Εχασε την ευκαιρία να περάσει στην Ιστορία σαν ένας σπουδαίος πρόεδρος». Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθεί να υποστηρίζει τον Ομπάμα και πιστεύει ότι μπορεί να επανεκλεγεί. «Εξαρτάται από το ποιος θα είναι ο άλλος υποψήφιος», είπε. «Υπάρχει μια ομάδα ρεπουμπλικάνων υποψηφίων που είναι πιστοποιημένα παλαβοί. Νομίζουν ότι η χώρα είναι τρελή σαν κι αυτούς. Δεν είναι. Πιστεύω ότι 50 εκατομμύρια Αμερικανοί πιθανόν να είναι παράφρονες επίσης, αλλά είμαστε μια μεγάλη χώρα. Υπάρχουν πάνω από 200 εκατομμύρια ψηφοφόροι. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία 50 εκατομμύρια ηλίθιους.»

Δήλωση αντάξια της φήμης του «προβοκάτορα» σκηνοθέτη, ο οποίος όμως δεν δέχεται με τίποτα να αμφισβητούν τη φιλοπατρία του. «Αγαπώ τούτη τη χώρα, αλλά το να την αγαπάς δεν σημαίνει ότι πρέπει να σωπαίνεις ή να γυρίζεις αλλού το κεφάλι όταν βλέπεις ότι τα πράγματα βαδίζουν σε λάθος δρόμο».

Φαρενάιτ 11/9, η αντεπίθεση

«Μετά τη φασαρία που έγινε στην τελετή των Οσκαρ και την ανάδειξή μου σε persona non grata και στον πιο μισητό άνθρωπο στην Αμερική, αποφάσισα να κάνω αυτό που ο καθένας στη θέση μου θα έκανε: μια ταινία όπου να αποδεικνύεται ότι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών είναι εγκληματίας πολέμου.

»Το στούντιο που είχε υποσχεθεί ότι θα χρηματοδοτήσει τη νέα ταινία μου, ανακάλεσε την απόφασή του μετά την ομιλία μου στα Οσκαρ, παραβαίνοντας τους όρους του συμβολαίου που είχε υπογράψει – αν δεν μου άρεσε, μπορούσα να πάω να πνιγώ. Ευτυχώς, ένα άλλο στούντιο ανέλαβε τη χρηματοδότηση, προτείνοντάς μου να προσπαθήσω να μην εκνευρίσω πολύ τους θεατές. Ο ιδιοκτήτης είχε υποστηρίξει τον πόλεμο στο Ιράκ. Του απάντησα ότι είχα ήδη εκνευρίσει αρκετά το κοινό, επομένως γιατί να μην κάνουμε την καλύτερη δυνατή ταινία, μέσα από την καρδιά μας, και αν δεν άρεσε σε κανέναν τότε, τι να γίνει, θα κυκλοφορούσε κατευθείαν σε βίντεο (…)

»Η ταινία άρχισε να προβάλλεται το 2004, περίπου ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, όταν η πλειοψηφία των Αμερικανών ακόμη τον υποστήριζαν. Κάναμε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου η επιτροπή, με επικεφαλής τον Κουέντιν Ταραντίνο, απένειμε στην ταινία τον Χρυσό Φοίνικα. Ηταν η πρώτη φορά σε πενήντα σχεδόν χρόνια που ένα ντοκιμαντέρ κέρδιζε αυτό το βραβείο (…)

»Η ταινία συνέχισε την πορεία της φθάνοντας στην πρώτη θέση, εισπρακτικά, όταν άρχισε να προβάλλεται στην Αμερική. Βρέθηκε στην πρώτη θέση του box office σε όλες τις Πολιτείες, ακόμα και στον «βαθύ Νότο», ακόμα και σε στρατιωτικές κωμοπόλεις όπως το Φορτ Μπραγκ. Στρατιωτικοί με τις οικογένειές τους πήγαιναν να τη δουν και, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες, ήταν η πιο δημοφιλής «λαθραία» ταινία που έβλεπαν οι στρατιώτες στο Ιράκ.»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή