Προ-βολες

1' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αρέσει η παράσταση που ανεβάζει το Εθνικό Θέατρο στη «Νέα Σκηνή». Ο «Κόκκινος Βράχος» του Γρηγορίου Ξενόπουλου, σε ελεύθερη επαναγραφή-επανασυγκόλληση από τη Ρούλα Πατεράκη. Υπάρχει γλυκό αίσθημα, καλές ερμηνείες, τιμιότητα. Πρωτίστως, όμως, μοιάζει να υπάρχει ένα στέρεο έδαφος. Εκεί, δεν υπάρχει κλυδωνισμός. Αν και η παράσταση έχει αφαιρετικά στοιχεία, ο «Κόκκινος Βράχος» είναι ένα από τα καθησυχαστικά και ενοποιητικά καλλιτεχνικά γεγονότα του φθινοπώρου.

Ισως ακριβώς επειδή η παράσταση δεν επιχειρεί μία αναβίωση του 1910, αλλά διαστέλλει τον χρόνο τόσο ώστε να συμπεριλάβει μία ασαφή αλλά κατανοητή νεοελληνική «εποχή» από το 1890 έως το 1950, ο «νέος» Ξενόπουλος φθάνει στο κοινό σαν ένας γνώριμος φίλος. Νιώθει κανείς, ανάμεσα στο κοινό, ένα αίσθημα βουβής συγκίνησης, θα τολμούσα να πω λύτρωσης. Οταν ο Κοσμάς Φοντούκης (με την υπέροχη φωνή του) απαγγέλλει το γνωστό ποίημα του Γεωργίου Σουρή για το χρεοκοπημένο κράτος, είναι σαν να ακούει κανείς τους χτύπους της καρδιάς. Οταν όλος ο θίασος τραγουδάει την «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» σε εικόνα οικογενειακού κάδρου, νιώθει ότι κάποιες παλάμες ιδρώνουν ανάμεσα στον κόσμο. Είναι η τρέχουσα χρονική (και ιστορική) συγκυρία μιας Ελλάδας, με την κοινωνία της τραυματισμένη και ταπεινωμένη, που οι αναφορές και οι προβολές σε μία Ελλάδα του χθες επιδρούν σαν αντιφλεγμονώδες. Δημιουργούνται λίμνες μιας αδιόρατης οικείας περιοχής, που γίνεται κοινό κτήμα. Τι κι αν είναι η ζακυνθινή κοινωνία του χθες, το όχημα ή ο μοχλός… ανασύρεται μαζί της μια ολόκληρη ατμομηχανή από τα έγκατα του προσωπικού μας χρόνου που έρχεται ασθμαίνουσα στην αρχή, μελωδική στη συνέχεια, να εγκατασταθεί στη φωτισμένη σκηνή του θεάτρου. Εκεί, συντελείται το «γεγονός», που καθώς εξελίσσεται με συνοδεία πιάνου, ωραίες φωνές, μακριές σκιές και εκλεκτικές συγγένειες, ολοκληρώνεται με ένα «μάθημα ανατομίας». Θα έλεγε κανείς πως οι «εγχειρισθέντες» θεατές καθώς χειροκροτούν στο τέλος, αισθάνονται αν όχι ελαφρύτεροι τουλάχιστον παρηγορημένοι σαν «συγγενείς» που μετά τον θάνατο του προσφιλούς τους προσώπου ξεφυλλίζουν μαζί το άλμπουμ της οικογενειακής πινακοθήκης. Η αίσθηση της απώλειας μοιάζει να γλυκαίνει και να υποχωρεί, καθώς η αίσθηση ότι μοιράζεσαι τόσα πολλά με τον διπλανό σου κερδίζει έδαφος. Κάπου πιάνεται κανείς και προχωράει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή