Τώρα πλέον με παίζουν και στο Διαδίκτυο

Τώρα πλέον με παίζουν και στο Διαδίκτυο

4' 26" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τραγουδίστρια με βαριά φωνή, τραγουδάει ρεμπέτικα και λαϊκά με μια παλιομοδίτικη αντρική αυστηρότητα που θα ζήλευαν πολλά αρσενικά. Μια γυναίκα που έκαψε καρδιές, κι συγκίνησε άλλες να ξοδέψουν λίρες και δολάρια κάνοντας πλούσιους τους μαγαζάτορες στο Μανχάταν, όσο εκείνη ταυτιζόταν με τους πόνους και τα σεκλέτια του έρωτα.

Ενα κορίτσι από την Κυψέλη είναι η Καίτη Ντάλη, που ήθελε να γίνει τραγουδίστρια. Ανεξάρτητη και ντόμπρα. Κι όταν κάτι την ενοχλούσε έφευγε, και η καριέρα της άναβε και έσβηνε στην Αμερική που ξεκίνησε και στην Αθήνα. Σε μεγάλους χώρους και μικρούς, στη Θηβών και στην Εθνική που πήγαιναν από κάθε μέρος να την ακούσουν, στην Πλατεία Βικτωρίας όπου τη γνώρισαν οι νεότεροι, σε ένα αντεργκράουντ ημιυπόγειο κάποιες βραδιές μυσταγωγίας.

Ο Σταύρος Ξαρχάκος την έφερε στο προσκήνιο με τον δίσκο «Η κυρία Καίτη κι εγώ» πριν από λίγα χρόνια και τώρα πάλι, με το «Αμάν… Αμήν» που ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη και συνεχίζει στην Αθήνα. Μια διαδρομή στο ρεμπέτικο (συμπαραγωγή του ΚΘΒΕ και του «Ακροπόλ»), που ξεκινά με το «Μάνα μου Ελλάς» που έγραψαν με τον Ν. Γκάτσο, κάνοντας στάσεις σε μεγάλους σταθμούς. Τραγούδια της αγάπης, της φυλακής, της προδοσίας, του χάρου, του τεκέ, των Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Χατζηχρήστου, κ.ά.

Κρυμμένη πίσω από ένα μάλλινο σκουφί, τεράστια γυαλιά που δεν βγάζει λεπτό, βαρύ πανωφόρι και πλαστικά γάντια -αυτά των γιατρών- στα χέρια, η κυρία που περιμένει στο τέλος μια πρόβας στο «Ακροπόλ», δεν θυμίζει σε τίποτε την ξανθιά της δεκαετίας του ’70 που έστεκε δίπλα στους: Τσιτσάνη, Γαβαλά, Ζαμπέτα, Διονυσίου… Πρώτο όνομα δίπλα στον Μητροπάνο μόλις ήρθε από την Αμερική το ’72 στα «Ξημερώματα», με τις ολόσωμες πλαστικές φόρμες που εκείνη πρωτόφερε, ξεσήκωνε με τον βαρύ αισθησιασμό, κέντρο και εθνική, ενώ η ίδια έλιωνε ακούγοντας την αγαπημένη της Μπίλι Χολιντέι.

Ευγενική, κρατάει τον πληθυντικό και τις αποστάσεις ενώ μου μιλάει για το youTube, τη συνεργασία της με τον Κραουνάκη, τα κομμάτια που ετοίμασε με τους Πυξ Λαξ, άλλα με τον Μαχαιρίτσα ακόμη και με τον Βινίσιο Καποσέλα. «Δώσαμε και συναυλίες στην Ιταλία» μου τονίζει πριν μου πει «Τώρα με παίζουν στο Διαδίκτυο».

Με το τραγούδι είχα ψώνιο. Αλλά ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος. Ετσι έγινα 17 χρονών μετανάστρια. Στην αρχή στον Καναδά, αλλά μετά ήθελα να γίνω Αμερικανίδα. Οταν όμως τελείωσε το εξτένσιον έπρεπε να παντρευτώ για να μείνω στην Αμερική. Πλήρωσα ένα ψεύτικο γάμο για να παραμείνω. Ως τότε δούλευα, αλλά όχι σαν τραγουδίστρια. Με είχαν για να με βλέπουν, πλήρωναν την εμφάνιση. Ημουν γλάστρα. Εκεί με ανακάλυψε ο Τάκης Μπίνης.

Μου έδειχνε, δεν με άγγιξε, κύριος. Μου έδειξε πώς να προχωρήσω. Να προσέχω τους ρεμπέτες που έρχονταν από την Ελλάδα στα μαγαζιά. Τραγουδίστρια έγινα αργότερα. Από τους ξεχωριστούς που δούλεψα ήταν ο Ζαμπέτας. Σκόρπιζε χαρά, δεν ήταν της ίντριγκας. Η ζωή μου πάντως δεν ήταν εύκολη. Οι άντρες με ζήλευαν γιατί έλεγα αντρικά τραγούδια και οι γυναίκες για την ομορφιά μου. Ζούγκλα το Μανχάταν, αλλά στην Ελλάδα τι ίντριγκα! Οι εταιρείες με ρήμαξαν. Οι άνθρωποι του συμφέροντος με είχαν κατεδαφίσει. Ετσι, όποτε πιεζόμουν έφευγα, αλλά επιστρέφοντας ξεκινούσα από την αρχή.

Είχα μπέσα και αγωγή. Ο Μπίνης μου τόνιζε να είμαι ντόμπρα στις εξηγήσεις μου, αλλά εγώ δεν γνώρισα άλλους σαν εμένα. Ντόμπρος ήταν ο Γιάννης Βαρβέρης. Ηταν το στήριγμά μου χρόνια, ο μόνος που καταλάβαινε. Τηλεφωνιόμασταν επί ώρες τα βράδια και μιλούσαμε για τα πράγματα της ημέρας. Δεν μπορούσε ο ένας να κάνει χωρίς τον άλλον. Κολλητοί για άλλους λόγους πέρα από τον έρωτα. Του άρεσε ο τρόπος που τραγουδάω και πώς σκέφτομαι. Ετσι μου έγραψε το ποίημα «Η κάτω νύχτα».

Τα πιάτα; Εραβα συνέχεια τα πόδια μου, αληθινός εφιάλτης. Κάποτε σταμάτησα για έξι χρόνια από ένα ατύχημα. Τραγουδούσα κι ένας πελάτης χόρευε και γέμιζε το stage με κιβώτια σαμπάνιας, αλλά σε μια στροφή με έριξε στην ορχήστρα κι έσπασα επτά πλευρά. Η νύχτα δεν είναι εύκολη. Στο Καν Καν θυμάμαι με τον Αγγελόπουλο ο λαϊκός κόσμος. Οι άνθρωποι από κει, τον Πειραιά, τη Νίκαια, τη Θηβών, νιώθουν. Οι άλλοι με τα φράγκα, είναι οι εφέ. Επίδειξη, καταλαβαίνετε.

Η ομορφιά μου ήταν καταστροφή. Δεν μου άνοιξε καμία πόρτα. Ασχολούμαι πολύ με το σπίτι. Παιδιά δεν έχω, αλλά δεν μου έλειψαν ποτέ. Πιστεύω πολύ στον Θεό και με έχει σώσει η Παναγία της Τήνου. Μένω στο Παλαιό Φάληρο 30 χρόνια και πηγαινοέρχομαι με το λεωφορείο. Είμαι άρρωστη με την καθαριότητα. Τι είμαι να έχω βοηθούς;

Πάντα μοναχική και ανεξάρτητη

Οσο να ‘ναι, πόνεσα. Στη ζωή μου έκανα μόνο δεσμούς. Δέκα χρόνια, πέντε, τρία χρόνια. Δυο γάμοι, αλλά ο ένας μία ώρα κι ο άλλος πέντε. Ψεύτικοι και οι δυο. Ημουν πάντα ανεξάρτητη και μοναχική. Θέλει δύναμη αυτό. Εγώ έδιωξα ό,τι με κούρασε και κράτησα μόνο ό,τι με ευχαριστεί. Δεν μου λείπουν οι πίστες. Στους μικρούς χώρους ακούνε.

Το ρεμπετο-μπλουζ μου αρέσουν. Στο Μανχάταν ξέρανε τα αυθεντικά ρεμπέτικα αλλά και τα μπλουζ. Οποτε είχα χρόνο πήγαινα στο Χάρλεμ με τα παιδιά από το μαγαζί, μόνη εκεί δεν πατούσες. Μου άρεσε πώς τραγουδούσαν. Αγαπημένη μου ήταν η Χολιντέι, είχε πονεμένη ζωή σαν εμένα. Αν δεν πονέσεις, δεν έχεις βιώματα, δεν τραγουδάς αληθινά. Ο Βαρβέρης έλεγε πως «αν δεν έχεις περάσει την κάτω νύχτα, δεν μπορείς να πας επάνω». «Εχω μιλήσει με τον Θεό, ξέρω πως κάποτε έρχεται η ώρα της αναχώρησης» λέει με νόημα για το τέλος της συνάντησής μας. Ποιο τραγούδι σάς ταιριάζει,τη ρωτάω ενώ ανοίγει το βήμα αποφασιστικά. «Το παιδί του δρόμου» του Μητσάκη με εκφράζει απόλυτα, λέει με σιγουριά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή