Δεν υπάρχει αμαρτία, απλώς μοναξιά

Δεν υπάρχει αμαρτία, απλώς μοναξιά

5' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν συναντήσαμε τον Τάσο Μαντζαβίνο στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς δεν είχε ακριβώς τα κέφια του. Τον παίδευε ένας πονοκέφαλος. Μας υποσχέθηκε ότι στην κατ’ ιδίαν συνάντησή μας θα «τα έλεγε καλύτερα». Μπροστά στον κόσμο, δεν μπορεί.

Η αφορμή γι’ αυτή τη συνάντηση ήταν τα εκατόν είκοσι περίπου έργα του που απαρτίζουν μια μεγάλη έκθεση που έχει στηθεί στο Μπενάκη. Ελαιογραφίες, σχέδια, κατασκευές που συνιστούν έναν ολόκληρο κόσμο, με τη φροντίδα της Ελισάβετ Πλέσσα, η οποία υπογράφει την επιμέλεια της έκθεσης, και του Σταμάτη Ζάνου, που την έστησε αριστοτεχνικά.

Περιδιαβάσαμε αυτόν τον άλλοτε τρυφερό και άλλοτε άγριο κόσμο του Τ. Μαντζαβίνου, με τους λοξούς εραστές, τους μοναχικούς σκύλους, τις αυτοπροσωπογραφίες, τον σκοτεινό Κάφκα και τον θλιμμένο Καΐμη, τα συγκεχυμένα τοπία, τα πληθωρικά δέντρα, τα αδέσποτα καράβια. «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» είναι ο τίτλος της έκθεσης – η ρήση του Αποστόλου Παύλου. Αυτός είναι και ο τίτλος ενός εξαιρετικού λευκώματος του Φίλιππου Μπεγλέρη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, μέσα από το οποίο αποκρυσταλλώνονται ο βίος και οι εμμονές του Μαντζαβίνου. Μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, όπου η έκθεση έπεται της έκδοσης.

«Το κενό μέσα μου»

Τελικά, ήταν όντως «καλύτερος» ο Τ. Μαντζαβίνος όταν τον ξαναείδαμε, λίγες ημέρες μετά, στο εργαστήριό του, στο Χαλάνδρι. Πρώτα απ’ όλα, είναι εμπειρία το να μπαίνεις στον χώρο του – και είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδοθεί με λόγια. Ας πούμε απλώς ότι δεν υπάρχει σπιθαμή άδεια είτε στους τοίχους είτε στο πάτωμα – ακόμα και στο ταβάνι. Ενα αλλόκοτο ιδιωτικό μουσείο γεμάτο παιδικά παιχνίδια αλλοτινών καιρών, ζωγραφιές, σχέδια, πίνακες, κούκλες, αεροπλάνα, καράβια, πολλά καράβια, κι ακόμα περισσότερα στρατιωτάκια. Για την ακρίβεια, ολόκληρες στρατιές: ξεχωρίσαμε μοτοσικλετιστές της Βέρμαχτ, αγοράκια της χιτλερικής νεολαίας, Γάλλους αξιωματικούς του Πρώτου Παγκοσμίου – όλα βαλμένα με μια εξωπραγματική τάξη.

Βρήκαμε με κάποιο κόπο να καθήσουμε σε μία ξεχαρβαλωμένη ψάθινη καρέκλα παλαιού ταβερνείου. «Τι ‘ναι όλο αυτό;», τον ρωτήσαμε μάλλον αυθόρμητα. «Ισως επειδή έχω το κενό μέσα μου, δεν ξέρω» είπε κάπως διστακτικά. Μετά έγινε χείμαρρος. «Αν ο γιος μου δεν τα θέλει, προτού πεθάνω θα τα σπάσω όλα. Δεν θέλω να τα χαρίσω. Είμαι κτητικός άνθρωπος. Επειδή έχω φτύσει αίμα για να τα αγοράσω. Χωρίς να είμαι πλούσιος και με κίνδυνο να με χωρίσει η γυναίκα μου».

«Μην τα γράφεις αυτά»

Καθώς κοιτάζουμε τα διάφορα καραβάκια, θυμόμαστε ότι ο Τάσος Μαντζαβίνος φοβάται τα καράβια. Θυμόμαστε επίσης ότι ο πατέρας του, τον οποίο δεν πρόλαβε να γνωρίσει, ήταν ναυτικός. Ο ίδιος τι λέει; «Μια υπερβολικά όμορφη γυναίκα, δεν τη φοβάσαι; Ε, έτσι είναι και η σχέση μου με τη γυναίκα μου, με τη θάλασσα. Τη βλέπω άγρια, τρικυμισμένη, και με τρομάζει. Αλλά όταν μπαίνω μέσα της, μου αρέσει». Κι ο πατέρας; «Εχει γίνει μελό πια κι έχω βάλει κι εγώ το χεράκι μου. Διότι το κενό μέσα μου δεν είναι μόνον ο πατέρας». Σταματάει ξαφνικά. «Μην τα γράψεις αυτά», λέει απότομα. «Γιατί όχι;». Αλλάζει γνώμη: «Καλά, γράψτα, δεν πειράζει».

Αυτή είναι εξάλλου η «ασθένεια» – και βγαίνει με διάφορους τρόπους μέσα στα έργα του. «Δεν αγάπησα ποτέ τον πατέρα μου. Τι να αγαπήσεις; Αυτό που δεν γνώρισες; Το άδειο; Το κενό όμως ήταν εκεί, μέσα μου, χωρίς να το ξέρω. Και μου το υπενθύμιζε με κάθε τρόπο η κοινωνία. Εγραφε ο σχολικός έλεγχος: «Ορφανός πατρός». Ηταν σαν συνωμοσία: αφού αυτός δεν έχει πατέρα, και ο πατέρας διδάσκει την πειθαρχία, είναι δυνάμει κακοποιό στοιχείο. Αναρχικός».

– Εγινες αναρχικός;

– Μόνο στην τέχνη. Κατά τα άλλα ήμουν φοβισμένος. Φύτουλας ήμουν. Γιατί ζωγράφιζα συνέχεια μυθολογικούς ήρωες; Τον Ηρακλή; Εψαχνα κάτι στέρεο. Αυτή είναι η «ασθένεια» του τίτλου της έκθεσης. Το ότι ένας άνθρωπος που ξεκινάει με τόσα στοιχεία εναντίον του, τελικά κάτι καταφέρνει. Είναι ένα αισιόδοξο μήνυμα. Και η συγκεντρωτική αυτή έκθεση δείχνει αυτό το στοίχημά μου με τη ζωή. Αλλά και οι σχέσεις, η οικογένεια, είναι επίσης κατακτήσεις. Δεν μου προσφέρθηκαν. Σε κανέναν δεν προσφέρονται αυτά. Θέλουν κόπο, υπομονή. Να μη σε πιάνει το παράπονο. Τη γυναίκα μου την κατέκτησα, κατέκτησα τη συντροφιά, δεν μου ήρθε ως δώρο. Και τη σχέση με τον γιο μου. Και τον φίλο. Γι’ αυτό σιχαίνομαι τον κακομαθημένο άνθρωπο.

«Ψίχα της ψυχής μας»

Από το διπλανό δωμάτιο ακούγεται το δυνατό γέλιο του ζωγράφου Κώστα Παπανικολάου – διότι παρέα ήρθαν στη συνάντησή μας, από κάποια ταβέρνα της Καισαριανής. «Τι γελάς, ρε Κώστα;», φωνάζει ο Τάσος Μαντζαβίνος. «Γελάω με αυτά που λες», έρχεται η απάντηση.

«Τα παιχνίδια καλύπτουν ένα στερητικό σύνδρομο», συνεχίζει μετά. «Αλλά το κενό, όχι. Αυτό δεν καλύπτεται ποτέ. Μαθαίνεις απλώς να ζεις μαζί του καλύτερα. Εχω συνείδηση ότι θα φύγω με το κενό». Οταν θίγω το ζήτημα της αθωότητας της παιδικής ηλικίας, κουνάει το κεφάλι του. «Ναι, αλλά τα παιδικά παιχνίδια έχουν και μια φρίκη. Το παιδί τα βλέπει όλα άσπρο – μαύρο. Το παιδί δεν συγχωρεί. Μα πρέπει να διατηρούμε την παιδικότητά μας. Αυτή είναι η ψίχα της ψυχής μας».

«Σκουληκιά η ζωγραφική»

Τον ρωτώ γιατί σε κάποιες αυτοπροσωπογραφίες εμφανίζεται να κρατάει μαχαίρι. «Το μαχαίρι είναι είτε προς τα έξω είτε προς τα μέσα – κυρίως προς τα μέσα. Αντί να κάνεις κακό στον άλλο, προτιμάς να κάνεις κακό στον εαυτό σου. Είπαμε, η τέχνη είναι για τους μουγγούς, τους στραβούς. Είναι μεγάλη σκουληκιά η ζωγραφική».

Φουντώνει, παθιάζεται όταν μιλάει για τον Κάφκα, για τον Καρυωτάκη, κυρίως όταν μιλάεει για τον Κόντογλου. «Αυτός έφτιαξε μια ελληνική μυθολογία. Πέτρινος χαρακτήρας. Ολοι τον έφτυναν, αλλά αυτός εκεί. Ηταν στέρεος – και άφησε επιγόνους. Τσαρούχη, Μόραλη, Βασιλείου. Αλλιώς, ξιπαζόμαστε: δίνει ο άλλος τριάντα εκατομμύρια για να αγοράσει το «Κρυφό σχολειό» του Γύζη. Ξιπαζόμαστε με κάτι τέτοια και υποδόρια σου υποβάλλουν ότι η ζωγραφική είναι αυτό το πράγμα. Να μεταφέρουν το σαλόνι τους προς τα έξω».

Προτού τον αφήσω με την παρέα του, τον ρωτώ για τα ερωτικά του και για τους Πρωτόπλαστούς του. Το ότι αναδύουν μια σωματική θερμότητα. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι είναι αυτοί οι δύο. Δεν είναι εραστές. Είναι ο άντρας που κατασπαράζει τη γυναίκα. Και οι Πρωτόπλαστοι είναι δύο άνθρωποι τρομαγμένοι. Μόνοι κι έρημοι. Δεν υπάρχει αμαρτία. Υπάρχει απλώς μοναξιά».

Η έκθεση «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» του Τάσου Μαντζαβίνου πραγματοποιείται στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138) υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Σύγχρονης Τέχνης έως τις 13 Μαΐου. Κατά τη διάρκεια της έκθεσης το κοινό θα έχει την ευκαιρία να συναντήσει και να συνομιλήσει με τον ζωγράφο και την επιμελήτρια Ελισάβετ Πλέσσα στις ακόλουθες ημερομηνίες: Κυριακή 1 Απριλίου, Σάββατο 28 Απριλίου και Σάββατο 12 Μαΐου, στις 12 το μεσημέρι.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή