Η αγωνιώδης αναζήτηση χαμένων ονείρων

Η αγωνιώδης αναζήτηση χαμένων ονείρων

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΗΤΑΣ

Ιστορίες του Χαλ

εκδ. Κίχλη

Μια πόλη στη Βόρεια Θάλασσα, ένα λιμάνι, ένα ποτάμι, ένας αδύναμος ήλιος χειμώνα καλοκαίρι, παγωμένος άνεμος. Είναι η πόλη του βασιλιά, το πάλαι ποτέ ένδοξο Κίνγκστον απόν Χαλ, με τον ομώνυμο ποταμό να κυλά αποστασιοποιημένος από τις δραστηριότητες και τα βάσανα των ανθρώπων. Σ’ αυτό το τυπικά αγγλικό λιμάνι, το οποίο παρακμάζει μαζί με τον πλωτό ποταμό που δεν τον διατρέχουν πια καράβια κι οι αποβάθρες του συναγωνίζονται τις θαλασσινές σε εγκατάλειψη, η ζωή μοιάζει να στηρίζεται στους φοιτητές, που έρχονται από όλες τις γωνιές του κόσμου, συχνάζουν στις παμπ και στην κινηματογραφική λέσχη, διαβάζουν στην κεντρική βιβλιοθήκη, τρώνε και μένουν στις εστίες ή σε σπίτια ντόπιων. Φοιτητές πρωταγωνιστούν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο και στις ιστορίες του Γιώργου Μητά, λιγότερο ή περισσότερο ξένοι δηλαδή προς τον τόπο και τους μόνιμους κατοίκους του. Οι ιστορίες του περιγράφουν πραγματωμένες και ακυρωμένες συναντήσεις με τον άλλον μέσα σε έναν καταρρέοντα αλλά και μαζί ζωντανό χώρο που τις ορίζει.

Μια ηλικιωμένη μοναχική γυναίκα συγκινείται από την ευγένεια ενός φοιτητή στην κινηματογραφική λέσχη, όπου δουλεύει ως ταξιθέτρια και θέλει να τον καλέσει στο παλιοκαιρισμένο σπίτι της. Ενας τυφλός φοιτητής ερωτεύεται και την πορεία του έρωτα αυτού την παρακολουθούμε εξωτερικά, μέσα από το βλέμμα ενός φίλου του που παρατηρεί τις αλλαγές στην εμφάνισή του και μαθαίνει νέα του για τη σχολή. Ενας Τούρκος φοιτητής καταλήγει στο σπίτι ενός ιδιόρρυθμου ντόπιου, που ζει μέσα στη βρομιά αλλά και ανάμεσα στον πραγματικό και τον φανταστικό του κόσμο.

Αυτοβιογραφικό υλικό

Το αδύναμο φως στα τρία διηγήματα του Γιώργου Μητά, που αξιοποιεί στην πρώτη του αυτή συγγραφική δουλειά αυτοβιογραφικό υλικό, δεν αφορά μόνο το τοπίο. Αφορά τους ανθρώπους, τους τυφλούς, τους ανάπηρους, τους περιθωριακούς, τους έρημους και μοναχικούς, όσους νοσταλγούν το μεσογειακό φως ως πραγματικότητα της πατρίδας τους -Ισπανοί και Τούρκοι και Ελληνες- μαζί με όσα και όσους άφησαν πίσω, ή ως ιδεώδες, όπως η κυρία Ρότζερς.

Αντίστοιχα λειτουργεί και η συμβολική του ψύχους, της παγωνιάς στην πόλη, στα νερά, στις καρδιές. Ο ψυχικός πόνος συναιρείται με τον σωματικό, με την αναπηρία, με το μάτωμα, τη διάλυση του εαυτού. Γόνατα που πονούν, άλλα κομμένα, γόνατα χτυπημένα, έστω και προσωρινά -και τα πόδια δεν επιλέγονται τυχαία, συνδέονται με την απελευθερωτική κίνηση εκτός- μάτια που δεν βλέπουν, χέρια πληγιασμένα. Τα πρόσωπα, περίκλειστα, συναντιούνται στον χάρτη της πόλης που διαγράφουν οι διαδρομές τους χωρίς να το ξέρουν – η γριά ταξιθέτρια της Κινηματογραφικής Λέσχης με τον τυφλό Ντόναλντ και τον σκύλο του, ο αφηγητής της δεύτερης ιστορίας με τον γιγάντιο Στηβ που τον πειράζουν τα παιδιά, όλοι μαζί με τον ανάπηρο στο αμαξίδιό του με το προειδοποιητικό-προστατευτικό φωτάκι.

Η κυρία Ρότζερς που παρακολουθεί την κατάρρευση του σώματός της, ο Ντόναλντ που ονειρεύεται την Ελεν την οποία δεν μπορεί να δει, ο πολυτεχνίτης ή μέγας παραμυθάς Στηβ που γυρίζει την πόλη για να σκορπά τον χρόνο, όλοι επιζητούν ένα βλέμμα, μια φωνή, ένα άγγιγμα, την πραγματικότητα ή και την ψευδαίσθηση του άλλου, που στην πρώτη ιστορία ενσαρκώνει την ελπίδα υπό μορφή καταυγάζοντος φωτός, ενώ στην τελευταία σημαίνει τη διάψευσή της, με την υδάτινη, νύκτια άβυσσο.

Διαρθρωμένη σπονδυλωτά, η συλλογή θεμελιώνει ατμοσφαιρικά χώρους, εξωτερικούς και εσωτερικούς, με άξονα την κατάρρευση και το τραύμα, μεταδίδει αυτή την οξύτατη αίσθηση της ανάγκης για τον άλλον χωρίς μελοδραματισμό αλλά με υποφώσκουσα ένταση, που αγγίζει ενίοτε τα όρια του σασπένς – ενός σασπένς που παριστάνοντας ότι εγκαθίσταται στο γοτθικό και το αστυνομικό στοιχείο είναι επί της ουσίας προσανατολισμένο στα αινίγματα και τις σκιές της ψυχής και του κορμιού, των ανεκπλήρωτων πόθων, της χαμένης ζωής που γίνεται αλύχτισμα, των χαμένων ονείρων πλάι στην «κανονική» ζωή όσων αντέχουν, όσων ζουν.

Με ένα επιτυχημένο παιχνίδι αλληλουχιών, ο Μητάς περνά από το φυσικό στο πολιτισμικό επίπεδο και στη συνέχεια στο ψυχολογικό, συντονίζοντας τα αισθήματα των ηρώων του με αυτά του αναγνώστη πάνω σε ήχους μουσικών που δεν πλαισιώνουν αλλά σημαίνουν, ως διακειμενικές αναφορές, ρητές, σαν τις ταινίες, και υπόρρητες. Επιλέγοντας τον χαμηλό τόνο και μια απροσδιοριστία που επιτείνει το αίσθημα της υπαρξιακής αγωνίας, στηριγμένος σε μία γλώσσα καλοδουλεμένη που υποστηρίζει την αμφισημία, ο Μητάς πραγματοποιεί λοιπόν την είσοδό του στα νεοελληνικά γράμματα με τους καλύτερους οιωνούς. Αναμένουμε τη συνέχεια.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή