Μας έπεισαν ότι είμαστε ανίκανοι

Μας έπεισαν ότι είμαστε ανίκανοι

6' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εκφραστική, σπάνια φωνή, συνδυάζει την κλασική τεχνική με το λαϊκό αίσθημα στο ελληνικό τραγούδι. Από το 1978 όταν η Νένα Βενετσάνου γύρισε από το Παρίσι, για τις ανάγκες της μεταπτυχιακής εργασίας που είχε ως θέμα της το έργο του Γιάννη Τσαρούχη είναι παρούσα στα μουσικά πράγματα, άλλοτε ως ερμηνεύτρια κι άλλοτε ως δημιουργός, παρότι νιώθει όλο και πιο συχνά να την βάζουν «στη γωνία». Εκείνη βέβαια έχει τον τρόπο της. Γράφει, διαβάζει, μελοποιεί ποιητές, δίνει διαλέξεις και συναυλίες σε όλο τον κόσμο από την Ευρώπη και την Ασία ώς την Αμερική και την Αφρική, βραβεύεται -χωρίς να το δημοσιοποιεί- και κυρίως συνεχίζει να τραγουδά.

Σταθερή συνεργάτις της «Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης» συμμετείχε στην εκδήλωση για την Κυπριακή Προεδρία και όπως λέει, το διασκέδασε πολύ. Οχι μόνο ως ερμηνεύτρια, αλλά γιατί ξαναθυμήθηκε την ιστορία του νησιού και τον ρόλο που διαδραμάτισε η Κύπρος στην εποχή του Χαλκού. Αυτή η εκδήλωση άλλωστε, έβγαλε από μέσα της την άλλη πλευρά που ο περισσότερος κόσμος αγνοεί. Γιατί η Νένα Βενετσάνου εκτός από τις μουσικές σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο στην Αθήνα και τη Σύρο και τραγούδι στο Παρίσι με την Ιρμα Κολάση σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Βesancon.

Το έντεχνο

«Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη είναι πάντα ζωντανή και επίκαιρη, όσο για το έντεχνο τραγούδι είναι από τα πιο σημαντικά που είδαμε τα τελευταία 50 χρόνια στην Ελλάδα», λέει για την πίστη της στο συγκεκριμένο μουσικό σύνολο. Αντίθετα με άλλους συναδέλφους της «δεν φοβάμαι να χρησιμοποιήσω τη λέξη έντεχνο. Αλλωστε είναι η μελοποιημένη ποίηση. Ο Θεοδωράκης εφηύρε τον όρο και τα τραγούδια του πέτυχαν το πείραμά του». Στην πορεία στην ετικέτα έντεχνο στριμώχτηκαν πολλοί ενώ σήμερα, πολλοί διαφωνούν με τις ετικέτες στο τραγούδι. Εκείνη αντίθετα υποστηρίζει ότι χρειάζονται: «για να συνεννοούμαστε», όπως λέει με νόημα.

Για παράδειγμα φέρνει το ρεμπέτικο που «δεν μας δημιουργεί αναστάτωση γιατί έχουν ψαχτεί τα πράγματα και έχει μπει μια τάξη. Για το έντεχνο που ουσιαστικά διαδέχτηκε το ρεμπέτικο, δεν έχουμε όλοι την ίδια αντίληψη πραγμάτων γι’ όσα συνέβησαν από το 1950 ώς σήμερα στη μουσική. Δεν υπάρχει η ίδια ανάλυση μουσική ή κοινωνιολογική. Υπάρχουν άνθρωποι που αυτό- χειροτονήθηκαν πάπες χωρίς να είναι, δημιουργώντας παρεξήγηση χωρίς μάλιστα να δοθεί εξήγηση».

Η Νένα Βενετσάνου από το ξεκίνημά της μάς συστήθηκε ως συνθέτις με τα «Πρώτα τραγούδια» και ύστερα το «Κουτί της Πανδώρας», συνθέσεις που έγιναν «σημείο αναφοράς του γυναικείου κινήματος», ενώ συγχρόνως τραγουδούσε και εργαζόταν με τους: Ελένη Καραΐνδρου, Χρήστο Λεοντή, Μάνο Χατζιδάκι, Νίκο Μαμαγκάκη, Μίκη Θεοδωράκη, Ηλία Ανδριόπουλο, Νότη Μαυρουδή, Michel Montanaro, τον Καταλανό Llach κ.ά. «Δεν καταξιώθηκα ως δημιουργός αλλά ως τραγουδίστρια», λέει σήμερα. Ισως γιατί το ξεκίνημα συνέπεσε με την εποχή που στο πρώτο πλάνο μπήκαν οι τραγουδιστές και δεύτεροι οι συνθέτες «Οταν το κοινό ανακαλύπτει ότι τα περισσότερα τραγούδια με τα οποία με γνωρίζει είναι δικά μου κι όχι ρεπερτορίου, ξαφνιάζεται». Το ευρύ κοινό βέβαια την ξεχώρισε με τον Μ. Χατζιδάκι και τον Μ. Θεοδωράκη, όμως πολλοί ξέρουν ότι το «Κουτί της Πανδώρας» είναι δικό της. «Τίποτε δεν γνωρίζουν» διαφωνεί. «Είναι σαν να μην έχουν γραφτεί ποτέ αυτά τα έργα».

Ως συνθέτις ηχογράφησε μεταξύ άλλων τις «Πόλεις του Νότου», τη «Νέα Γη» και το «Καφέ Γκρέκο», τη μουσική στο CD «Η Εύα Κοταμανίδου διαβάζει Γιώργο Σαραντάρη» κ.ά. Τι φταίει που δεν ακούγονται; «Είναι θέμα φύλου» απαντάει. «Επειδή είμαι συνδεδεμένη με τη διαμαρτυρία και το φεμινιστικό κίνημα ίσως δεν είμαι συμπαθής. Αυτό που μου έκλεισε την πόρτα περισσότερο ήταν ότι επί 16 χρόνια ήμουν συνεργάτις του Χατζιδάκι. Για λόγους ανταγωνιστικούς μπήκα στη γωνία».

Η αλήθεια είναι ότι δεν σταματάει να κάνει πράγματα, αλλά δεν ακούγεται τίποτα δικό της. «Επί 10 χρόνια νιώθω τον αποκλεισμό των εταιρειών». Κι όταν τη ρωτάω ποιων εταιρειών, αφού έχουν καταρρεύσει οι περισσότερες, επιμένει. «Οι εταιρείες θέλουν να βάζουν τους δικούς τους τραγουδιστές. Απαξ και πέθανε ο Χατζιδάκις εγώ εξαφανίστηκα από την παρέα». Και το φθινόπωρο που έβγαλε το «Ταξιδεύοντας με την Αργώ» των Γ. Τάντση, Γ. Τσιτρούλη, έναν  αληθινό κύκλο τραγουδιών σαν τις  παλιές μπαλάντες, μάλλον πέρασε απαρατήρητος στα ερτζιανά. «Βγάζω δίσκους, κάνω συναυλίες ωστόσο η αγορά καθορίζει τους εκάστοτε αγαπημένους της. Απαξ και το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας αγοράστηκε από έναν άνθρωπο, στην προκειμένη περίπτωση τον Γιαννίκο, μοιραία έγινε ένα πλιάτσικο από ακατάλληλους στο ρεπερτόριο του ελληνικού τραγουδιού».

Τα προσόντα

«Χωρίς δισκογραφία δεν υπήρχες, έτσι ήταν από παλιά. Δεν δέχομαι ότι οι εταιρείες δεν έχουν χρήματα και πρέπει να πληρώνουν οι καλλιτέχνες τους δίσκους. Αυτά είναι εκ του πονηρού. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο διαδεδομένο το cd. Στο τραγούδι δεν είναι τι έχεις, αλλά τι είσαι. Μπορεί να έχεις όλα τα προσόντα αλλά να μην έχεις να πεις τίποτα».

Τα προσόντα που ζητεί η εποχή είναι τραγουδιστές γυμναστές και τραγουδίστριες μοντέλα. «Στη δισκογραφική αγορά υπάρχει σεξιστική αντιμετώπιση. Οι παραγωγοί κάτι επιδιώκουν. Χάνει χρόνο όποιος προσπαθεί να το αλλάξει». Αληθινό σήμερα θεωρεί «μόνο να δίνεσαι, να αφοσιώνεσαι σε αυτό που κάνεις. Δεν με νοιάζει αν το επικροτεί ή όχι η εποχή. Γιατί οι καιροί μπορεί να προτιμούν τις παρεξηγήσεις». Από τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη έμαθε πως ένα πράγμα όταν το μεταφέρεις από τη μια εποχή στην άλλη πρέπει να έχεις επίγνωση του τι κάνεις. «Την εποχή που έφυγε ή μάλλον έδιωξαν τον Μ. Χατζιδάκι από το Γ΄ Πρόγραμμα, και πήγαμε να κάνουμε, θυμάμαι, μια συναυλία στην Κοζάνη, ήμασταν 20 άτομα επί σκηνής και πέντε θεατές στην πλατεία. Αυτό ήταν το κύριο μάθημα: Οτι, σε αυτό τον τόπο, δεν μπα να είσαι ο πάπας, ξεκινάς από το μηδέν. Η σχέση της ελληνικής κοινωνίας με τον πολιτισμό παραμένει μίζερη. Αλλη μια απόδειξη αυτής της συμπεριφοράς είναι σήμερα η συγχώνευση των υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού και πριν με το Τουρισμού». Διαφωνεί και με άποψη. «Η συγχώνευση του υπουργείου Πολιτισμού δημιουργεί τη λερναία ύδρα. Βοηθάει στην εκποίηση. Αναφέρομαι στα μνημεία, τους τουρίστες και το όνειρο κάποιων για θρησκευτικό τουρισμό. Δεν μας φτάνουν οι Πρίαποι, θέλουν να τρέχουν οι τουρίστες και για τα σταυρουδάκια. Πίσω απ’ αυτά είναι παντού ιδιώτες».

Ο αγώνας αυτός είναι προσωπικός

Χρωστάμε και θετικά πράγματα στην κρίση; «Ο αγώνας είναι προσωπικός, δεν υπάρχει συλλογική δυνατότητα. Παθιάζομαι με όσους βγήκαν με τις απώλειές τους από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έκαναν κάτι. Θεοδωράκης, Ελύτης, Σεφέρης, Χατζιδάκις, Γκάτσος, Τσαρούχης. Συνεννοήθηκαν και λειτούργησαν με ορμή. Ενώθηκαν σε έναν σκοπό, αρνήθηκαν τον θάνατο. Σήμερα όμως που διδάσκεται στα πανεπιστήμια ο θάνατος της τέχνης, ο θάνατος της σκέψης, δυσκολευόμαστε να πάρουμε πρωτοβουλίες και να μοιραστούμε. Δεν έχει αυτοπεποίθηση σήμερα ο άνθρωπος. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί την πολιτιστική του κληρονομιά -ούτε πρακτικά ούτε ψυχικά- κι αυτό τον κάνει ανάπηρο. Μας έπεισαν ότι είμαστε ανίκανοι να διαχειριστούμε οτιδήποτε: είτε τον πολιτισμό μας είτε τα οικονομικά μας είτε τον χώρο μας. Σαν εκείνο το παιδικό τραγουδάκι: «Ολα τα κοιτώ/ σαν παιδί κουτό…». Διάβασα στη «Μοντ», στις 9 Ιουνίου, ένα άρθρο του Δημήτρη Δημητριάδη που έλεγε «Η Ελλάδα πέθανε»… Μα τι είναι αυτά;».

Θυμώνει, μιλάει για την έλλειψη φαντασίας των πολιτικών, που τα θέλουν όλα εύκολα και κομπάζουν σαν παγώνια. «Με ενοχλεί που όλη η κοινωνία είναι στον πάγο. Πριν μας διοικούσαν οι δικηγόροι, τώρα οι οικονομολόγοι. Πατάνε πάνω σε όλους μας. Εγώ βλέπω τον διπλανό μου, ο περιπτεράς το ίδιο, αλλά η εξουσία δεν βλέπει κανέναν». Ενας καλλιτέχνης που κάνει αυστηρές επιλογές όπως εκείνη, πώς ζει σήμερα; «Θα πρέπει να το παλέψει. Δυνατούς θα μας κάνει να μπορούμε να ζούμε από τη δουλειά μας. Δεν μου αρέσει που κάποιοι αποποιούνται την ιδιότητα του καλλιτέχνη επειδή είναι ανασφάλιστοι και η Πολιτεία δεν φρόντισε γι’ αυτό. Το να καμουφλάρεται ο καλλιτέχνης πίσω από άλλα επαγγέλματα είναι φρίκη».

Τι συμβουλεύει στους νέους ή στον γιο της; «Τους γονείς συμβουλεύω. Να μη μαλώνουν τα παιδιά τους όταν είναι καλλιτέχνες ή θέλουν να γίνουν. Η τέχνη είναι λύτρωση αλλά θέλει στήριξη από το σπίτι. Τα στολίδια και τα μαλάματα είναι περιττά. Η μόρφωση, η οικουμενική προοπτική για τη ζωή, το ωραίο απαξιώθηκαν για χρόνια με μια μεγάλη επιπολαιότητα που είχε να κάνει με το τι έχεις. Χάσαμε την ταυτότητά μας και τώρα φαίνεται πόσο κούφιο είναι να δίνεις σημασία στο τι έχεις. Σημασία έχει αυτό που είσαι».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή