Η Ιστορία σαν ένα μεγάλο πάρτι

Η Ιστορία σαν ένα μεγάλο πάρτι

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τι ενόχλησε τους Ελληνες θεατές στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου; Ηταν πράγματι ένα τόσο κακό (ανόητο, σαχλό, αντιπνευματικό) θέαμα, όπως σχολιάστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή η οκταετία που μεσολάβησε από το 2004 και τους «δικούς μας» αγώνες σφάλισε για τα καλά το παράθυρο στον κόσμο που ανοίξαμε τότε, έστω και περιστασιακά; «Η Ελλάδα που δεν φοβάται τον εαυτό της», ήταν ανάμεσα στους τίτλους που κυριάρχησαν το 2004, συνοδευόμενοι από διεθνή εγκώμια, ευφορία, αισιοδοξία. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου είχε κάνει με την τελετή έναρξης τη ρήξη. Το παραδέχτηκε και ο Ζανγκ Γιμού, σκηνοθέτης του επιθετικά μεγαλοπρεπούς υπερθεάματος στο Πεκίνο του 2008. «Ο Παπαϊωάννου έσπασε τον τρόπο που παρουσιαζόταν ώς τότε το σόου». Πράγματι. Ο τελετάρχης του 2004 έκανε την τομή. Μετέτρεψε ένα αδιάφορο σόου σε ένα φαντασμαγορικό αφήγημα, ισορροπώντας επιδέξια ανάμεσα στη γεωμετρία, την αρμονία, την υπερπαραγωγή, χωρίς να εγκαταλείψει τη λιτότητα και να διολισθήσει στο κιτς. Το «Isles of wonder», που υπέγραψε ο Βρετανός σκηνοθέτης Ντάνι Μπόιλ (του «Trainspotting» και του «Slumdog millionaire») ήταν ένα πάρτι ζωής. Της ζωής μιας χώρας. Το εμπνεύστηκε και το εκτέλεσε όπως τις ταινίες του: καταιγιστικά. Μας προειδοποίησε γι’ αυτό ο εμβληματικός Κένεθ Μπράνα αποδίδοντας ένα απόσπασμα από τον Κάλιμπαν της σαιξπηρικής «Τρικυμίας». Μας κάλεσε να μη φοβηθούμε, γιατί το «νησί είναι γεμάτο θορύβους». Από τη γραφική αγγλική εξοχή του πρώτου πλάνου, ξεπήδησαν οι καμινάδες της βιομηχανικής επανάστασης. Ανθρακωρύχοι, βιομηχανικοί εργάτες, σουφραζέτες, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι πρώτοι μετανάστες.

Υποδειγματικοί θεσμοί

Ο θρυλικός Τζέιμς Μποντ (με τον σημερινό 007, Ντάνιελ Κρεγκ) εισβάλλει στα ανάκτορα και αναγγέλλει στη βασίλισσα Ελισάβετ (την πραγματική) ότι «ήρθε η ώρα». Τη συνοδεύει στο ελικόπτερο και απογειώνονται μαζί κάνοντας ένα θεαματικό πέρασμα πάνω από το Λονδίνο για να προσγειωθούν στο Ολυμπιακό Στάδιο, πέφτοντας με αλεξίπτωτο (οι κασκαντέρ!). Η Τζ. Ρόουλινγκ διαβάζει Χάρι Πότερ και την ίδια στιγμή αποθεώνεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας (NHS), μέσα από δεκάδες κρεβάτια νοσοκομείου με παιδιά και πραγματικές νοσοκόμες να χορεύουν. «Καμία κοινωνία δεν μπορεί να θεωρείται πολιτισμένη αν έστω και ένας άνθρωπος στερείται ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης». Και όλη αυτή η αφήγηση τη στιγμή που η κυβέρνηση εξαγγέλλει περικοπές και προωθεί την ιδιωτικοποίηση ενός υποδειγματικού θεσμού δημόσιας περίθαλψης.

Τον εφιάλτη της Κρουέλα ντε Βιλ και του ψηλόλιγνου Childcatcher του Chitty-Chitty-Bang-Bang σκορπίζει μια βροχή από Μαίρη Πόπινς που φθάνουν εξ ουρανού με τα ομπρελίνα και τις μεγάλες τσάντες τους. Ιλαρότητα με τον μίστερ Μπιν (Ρόουαν Ατκινσον) να παίζει κίμπορντ ως μέλος της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου υπό τη διεύθυνση του Σάιμον Ρατλ. Η απόδοση των «Δρόμων της φωτιάς» του Βαγγέλη Παπαθανασίου, με πολύ χιούμορ και αυτοϋπονόμευση.

Και ύστερα ένα ξέφρενο πάρτι με σίξτις, σέβεντις και έιτις, με τη ροκ και ποπ βρετανική μουσική σκηνή να παρελαύνει, κινηματογράφο, τηλεόραση, το τυπικό βρετανικό σπίτι στη μέση της σκηνής. Το ζευγάρι που φλερτάρει, μνήμες από ντίσκο, όλα μαζί σε έναν υποδειγματικό συντονισμό μουσικής, εικόνας και εποχής.

Οι Βρετανοί ενέταξαν την πόλη στον εορτασμό (με πλάνα και διαδρομές), έδωσαν μια εκδοχή ιστορίας, κοινωνίας και πολιτισμού μέσα από μια σύγχρονη οπτική, ασυμπλεγμάτιστη. Δεν ήθελαν να αποδείξουν τίποτα. Οπως έγραψαν οι New York Times στην ηλεκτρονική τους έκδοση: «Η Βρετανία προσέφερε χιούμορ και ταπεινότητα, που μπορούν να πηγάσουν μόνο από μια βαθιά ριζωμένη ανωτερότητα». Και ο αξιοσέβαστος κριτικός Πίτερ Μπράντσο υπογραμμίζει στον Guardian: «Ο Ντάνι Μπόιλ έκανε την πιο μεγάλη, τρελή, αλλόκοτη, εγκάρδια και αξιαγάπητη ονειρική σκηνή στην ιστορία του βρετανικού κινηματογράφου».

Για την τηλεοπτική αναμετάδοση, πολλά θα μπορούσε να πει κανείς. Οτι οι εστίες του θεάματος ήταν πολλές και δεν βοηθούσε τους (δισεκατομμύρια) τηλεθεατές να το παρακολουθήσουν, γεννώντας ένα αίσθημα σύγχυσης και ασυντόνιστου. Οτι το θέαμα ήταν άνισο και κάποιες στιγμές φλύαρο. Ομως τίμησε τους θεσμούς, τη λογοτεχνική και μουσική παράδοση της χώρας, την τεχνολογία, είδε την ιστορία μέσα από τον 21ο αιώνα. Είχε αμεσότητα, μύριζε ανθρωπίλα. Τίποτα δήθεν, κανένα άγχος εντυπωσιασμού, καμία ένδυση «άλλης» ταυτότητας.

Η διαφορετικότητα

Η επίγευση δεν ήταν ούτε το «Hey Jude» που τραγούδησε ο Πολ Μακάρτνεϊ ούτε το ανατρεπτικό άναμμα της φλόγας – όχι από έναν αλλά από ομάδα νέων ανθρώπων. Ηταν η χορογραφία του Ακραμ Καν. Του Μπαγκλαντεσιανού, σπουδαίου Βρετανού χορογράφου, που ύμνησε τη ζωή, τη διαφορετικότητα, το μέλλον.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή