Η μουσική δωματίου στην Ελλάδα

Η μουσική δωματίου στην Ελλάδα

2' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Μουσικό κοινό που ν’ αγαπά και να παρακολουθεί τη μουσική από εσωτερική παρόρμηση δεν έχομε ή σχεδόν δεν έχομε» έγραφε το 1953 ο Μανώλης Καλομοίρης. Εξήντα χρόνια μετά διερωτάται κανείς πόσο έχει μεταβληθεί η κατάσταση σε μία χώρα, η οποία δεν έζησε τον μετασχηματισμό της αστικής τάξης όπως η υπόλοιπη δυτική Ευρώπη, σε ένα κράτος το οποίο για ιδεολογικούς λόγους δεν επένδυσε ποτέ -και ακόμα δεν επενδύει- στη μουσική εκπαίδευση των πολιτών του.

Σήμερα είμαστε πλέον σε θέση να μιλήσουμε για όλα αυτά ευθαρσώς και είναι ιδιαίτερα παρήγορο ότι σταδιακά εμφανίζονται όλο και περισσότερες μελέτες όπως αυτή του μουσικολόγου Γιάννη Μπελώνη. Στο πρώτο μέρος της, ο συγγραφέας αναφέρεται χωρίς περιστροφές στο ιστορικό πλαίσιο που διαμόρφωσε τη μουσική ζωή στην Ελλάδα. Στη συνέχεια προχωρά στο κυρίως αντικείμενο του βιβλίου, που είναι η πορεία της μουσικής δωματίου στη χώρα μας και το συγκεκριμένο παράδειγμα του συνθέτη Μάριου Βάρβογλη.

Το θέμα δεν είναι νέο για τον Μπελώνη. Η διδακτορική του διατριβή αφορούσε τη μουσική δωματίου του Μανώλη Καλομοίρη. Σήμερα, πιο έμπειρος αλλά και με μεγαλύτερη εποπτεία του χώρου, εμβαθύνει στο θέμα ακόμα περισσότερο και ταυτόχρονα μεταφέρει στον αναγνώστη τη γνώση μέσα από ένα καλογραμμένο κείμενο, μεστό πληροφορίας.

Μάριος Βάρβογλης

Σε πρώτη ματιά ίσως ηχεί παράδοξο που ακόμα και σε δύστηνους καιρούς οι Ελληνες συνθέτες ασχολήθηκαν ελάχιστα με τη μουσική δωματίου, προτιμώντας να συνθέτουν έργα φιλόδοξα, συμφωνική μουσική ή όπερες, και ας υπήρχαν δυσκολίες παρουσίασής τους σε μία Αθήνα που ακόμα σήμερα δεν διαθέτει λυρικό θέατρο. Η απουσία μουσικής παιδείας κατά τον 19ο αιώνα, η απουσία μουσικής παράδοσης στα σπίτια των αστών, ο ταξικός χρωματισμός της κλασικής μουσικής δεν βοήθησε τη μουσική δωματίου, ένα είδος απόλυτης μουσικής, όπου ο ακροατής δεν έχει να κρατηθεί από εξωμουσικά στοιχεία, όπως, λόγου χάριν, μια αφήγηση.

Δεν ξενίζει η πολύ περιορισμένη καλλιέργεια του είδους από τους Επτανήσιους συνθέτες, στραμμένους προς το ιταλικό μελόδραμα. Περισσότερα ερωτήματα δημιουργεί η απόσταση, την οποία κράτησαν από τη μουσική δωματίου οι συνθέτες της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, παρότι με το είδος τους συνέδεε πρωτίστως η ιδεολογική συγγένεια με την αυστρογερμανική μουσική παράδοση. Ενδεικτικά, παρά το πλήθος έργων κάθε είδους, ο Μανώλης Καλομοίρης συνέθεσε μόλις τέσσερα έργα μουσικής δωματίου. Το γεγονός αντανακλά φυσικά και στη μουσική ζωή της Αθήνας, όπου οι βραδιές μουσικής δωματίου παρέμεναν μη τακτικές και τα περισσότερα σύνολα ήσαν ευκαιριακά.

Στο βιβλίο του ο Μπελώνης παρουσιάζει με λεπτομέρεια το δημιουργικό έργο των Ελλήνων συνθετών, αλλά και τα σύνολα που το απέδιδαν.

Ο συγγραφέας σκύβει ιδιαίτερα πάνω από την περίπτωση του Μάριου Βάρβογλη, ξεχωριστή επειδή ο χαμηλών τόνων συγκεκριμένος συνθέτης εκφράστηκε πιο εύκολα μέσα από μικρές μορφές. Η επιρροή της αρμονικής του γλώσσας από τη γαλλική μουσική της εποχής συμπλέει με τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος επιθυμούσε να αναδείξει τα λαϊκά και παραδοσιακά στοιχεία στη μουσική του. Το ελληνικό στοιχείο είναι διαρκώς παρόν στα έργα του Βάρβογλη, τόσο στα έργα που συνέθεσε στο Παρίσι, κατά την παραμονή του εκεί τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όσο και μετέπειτα στην αθηναϊκή του παραγωγή.

Συνολικά, ένα ουσιαστικό βιβλίο με ενδιαφέρον φωτογραφικό υλικό και, επιπλέον, τόσο καλογραμμένο ώστε να κάνει την αφήγηση γοητευτική.

– Γιάννης Μπελώνης, Η μουσική δωματίου στην Ελλάδα στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Η περίπτωση του Μάριου Βάρβογλη (1886-1967), Κέντρο Ελληνικής Μουσικής, Αθήνα 2012, 264 σελίδες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή