Εκσυγχρονισμός που μπερδεύει

Εκσυγχρονισμός που μπερδεύει

3' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Ζ
σκηνοθ.: Εφη Θεοδώρου
Θέατρο: Εθνικό, Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»

Το «Ζ» στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου ήταν μεν μία καλοστημένη, νεωτεριστική παράσταση, πλην όμως ενός έργου φτιασιδωμένα μοντερνίζοντος, και σχεδόν ακατάληπτου. Αρχίζω με το έργο: Ο συγγραφέας του κλασικού πενηντάχρονου πλέον «Ζ» που στην εποχή του -πραγματευόταν εν είδει ντοκουμέντου τη δολοφονία του ανεξάρτητου βουλευτή Γρ. Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη- τον Μάιο του 1963 «αναπαλαιώνει» το παρακρατικό επεισόδιο που έδωσε τον τίτλο στο ομότιτλο «φανταστικό μυθιστόρημα ενός εγκλήματος». Η τωρινή αναπαλαίωση συμπεριέλαβε και την αλλαγή του χρόνου. Ετσι, ο Βασίλης Βασιλικός άλλαξε τους μήνες και μετέφερε τη δράση στον Νοέμβρη και στον Δεκέμβρη για να έρθει πιο κοντά -λέει- στα γεγονότα του Πολυτεχνείου και στον νεαρό Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Αντί «ένα τρένο που σφυρίζει μες στη νύχτα», τώρα πια μιλά για «ένα διαστημόπλοιο που σφυρίζει μες στο σύμπαν». Ο συγγραφέας επισημαίνει στο πρόγραμμα ότι όλα αυτά γίνονται για «να γράψω την Απολογία του «Ζ» εν έτει 2012» κι επειδή «ο τριαδικός Θεός που διαδέχθηκε τον Ερμή τον Τρισμέγιστο, σήμερα λέγεται Τρόικα».

Εγώ, πάντως, μπερδεύτηκα κι ας έζησα από κοντά εκείνα τα γεγονότα. Την εποχή του «Ζ», όταν η πόλωση μεταξύ «της αριστεράς και της δεξιάς» ήταν τόσο έντονα ασπρόμαυρη στην Ελλάδα, στο Παρίσι μεσουρανούσε ένας αξεπέραστος Ελληνας φιλόσοφος. Ηταν ο τροτσκιστής και αντικομμουνιστής της Αριστεράς Κορνήλιος Καστοριάδης. Ηταν αυτός που έχει πει -στα σοβαρά- «ότι η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.Χ.». Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι εφ’ όσον θα επιχειρούσε κάποιος να «αναπαλαιώσει» την πολιτικο-φιλοσοφική σκέψη αυτού του ιστορικού ντοκουμέντου, του ηλικίας 50+ χρόνων, όπως του θρυλικού πλέον «Ζ», ο καλύτερος μίτος Αριάδνης θα ήταν ακριβώς η σκέψη κάποιου Καστοριάδη, ο οποίος μάλιστα πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια όχι μόνο προέβλεψε αλλά και αιτιολόγησε την ύπαρξη κάποιας τρόικας στη χώρα μας. Αξίζει τον κόπο να ξαναθυμηθούμε το απόσπασμα μιας συνέντευξης που έδωσε στην Τέτα Παπαδοπούλου με θέμα «Είμαστε υπεύθυνοι για την ιστορία μας».

Αναφέρει λοιπόν ο Κ.Κ.: «Σύμφωνα με την παραδοσιακή «αριστερή» άποψη όλα τα άσχημα τα επέβαλε η Δεξιά, οι κυρίαρχες τάξεις και η μαύρη αντίδραση. Μπορούμε όμως να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν νήπιο… Εάν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για δημοκρατία. Ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα!». Οι γενιές οι οποίες έχουν μεσολαβήσει στις δεκαετίες από την εποχή του τυπωμένου «Ζ» έχουν μεταλλάξει πολλά, κι αυτά φαίνονται στο θεατρικό «Ζ», του οποίου όχι μόνο τη σκηνοθεσία αλλά και τη δραματουργική προσαρμογή ανέλαβε η Εφη Θεοδώρου. Αυτήν ακριβώς την προσαρμογή ήταν που δεν αντιλήφθηκα επακριβώς.

Η δράση διαδραματίζεται σ’ ένα μακρόστενο τραπέζι όπου κάθονται τα δρώντα πρόσωπα. Η εικόνα είναι μιας επί σκηνής ανάγνωσης, όπου οι «ήρωες» -όλοι τους ασπρόμαυροι, δηλαδή ακραία θετικοί και αρνητικοί- παίζουν σκηνές του έργου. Και για να ξαναγυρίσω στον γκουρού μου τον Καστοριάδη, εδώ δεν υπάρχει -ως ώφειλε- ούτε στάλα «δυνατότητα αμφισβήτησης η οποία είναι συμφυής με τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνοδυτικής παράδοσης και μόνον αυτής», όπως λέει ο Κ.Κ. Κι όμως θα περίμενε κανείς ότι μέσα σε μισό αιώνα θα είχε την ευκαιρία να κάνει κάποιες κρίσεις, αντί να καταλήξει ότι οι διαφορές είναι τόσο απλές, όσο του είδους: «Οι οίκοι αξιολόγησης αντικατέστησαν τους οίκους ανοχής. Οι δεύτεροι είχαν ένα πρόσωπο, τη μαντάμα. Οι πρώτοι είναι τελείως απρόσωποι», αναφέρεται στο πρόγραμμα της παράστασης.

Το έργο εκσυγχρονίστηκε άσχημα. Περίπου σαν γερασμένη ψιμυθιωμένη μαντάμα. Τώρα, βέβαια, σκηνοθετικά υπήρχε ένα ενδιαφέρον. Η Εφη Θεοδώρου έστησε μια γρήγορη παράσταση-ντοκουμέντο με μερικούς ικανούς ηθοποιούς, οι οποίοι «μπαινόβγαιναν» με αξιοθαύμαστη άνεση στους εκάστοτε ρόλους τους. Ξεχώρισαν ο Γιάννος Περλέγκας, ο Νίκος Χατζόπουλος και ο Γιάννης Κότσιφας. Και ασφαλώς η Μαρία Κεχαγιόγλου. Οπως επίσης ξεχώρισε και η κίνηση που δίδαξε ο Ερμής Μαλκότσης επειδή ακριβώς υπήρχε η μελετημένη κίνηση χωρίς να δίνει στο μάτι όπως ενσωματωνόταν στη μακρόστενη σκηνή. Το ψυχρό και ουδέτερο σκηνικό της Εύας Μανιδάκη εξυπηρέτησε απόλυτα αυτό που ήθελε να υπογραμμίσει το έργο, δηλαδή μια εν ψυχρώ καταγραφή γεγονότων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή