Μπρεχτ στην πίστα της κρίσης

Μπρεχτ στην πίστα της κρίσης

3' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΜΠΕΡΤΟΛΝΤ ΜΠΡΕΧΤ

Η Αγία Ιωάννα των σφαγείων

σκηνοθ.: Νίκος Μαστοράκης

θέατρο: Ακροπόλ

Η Ιωάννα (όχι d’ Arc αλλά Dark, δηλ. σκοτεινή) ανθυπολοχαγός των «μαύρων καπέλων» του Στρατού της Σωτηρίας αμφισβητεί τη φιλανθρωπική δράση της οργάνωσης (που άμα λάχει συναλλάσσεται και με τους καταπιεστές κεφαλαιοκράτες), την εγκαταλείπει και συντάσσεται εν μέσω μαζικής ανεργίας με τους αγώνες της εργατικής τάξης και του κομμουνισμού. Στο μεταξύ έχει συναντήσει τον αδίστακτο αυτοκράτορα της κρεαταγοράς του Σικάγου και ρυθμιστή των χρηματιστηρίων, Μάουλερ. Στη διχασμένη ψυχή του ελπίζει να εμφυσήσει την ηθική πλευρά του εμπορίου και της ζωής. Ματαίως. Πολύ αργά αντιλαμβάνεται πως καλοσύνη δίχως ταξική δράση οδηγεί στην αυτοκαταστροφή. Ακόμη πιο αργά αναγνωρίζει το έτερο Μπρεχτικό δίδαγμα των ετών 1929-32, πως δράση δίχως βία απέναντι στη βία των ισχυρών είναι δώρο γι’ αυτούς και θάνατος για τους ανίσχυρους. Νεκρή και αποκηρυγμένη πολλαπλά, ανακηρύσσεται τελικά αγία τόσο από τους κυνικούς καπιταλιστές όσο κι από τις διεφθαρμένες πρώην αδελφές της, των «μαύρων καπέλων».

Το έργο σχεδιάζεται στην κορύφωση του κραχ του 1929, της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης αλλά και στο μεταίχμιο Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και χιτλερικής ανόδου στη Γερμανία. Ο Μπρεχτ δανείζεται το ύφος από το ποιητικό, σαιξπηρικό οπλοστάσιο και δεν διστάζει να παρωδήσει τολμηρά Σίλερ και Γκαίτε («Παρθένο της Ορλεάνης» και «Φάουστ β΄»). Προορίζει αυτό το, εν μέρει απλοϊκό ακόμη και κακόγουστο σε κάποια σημεία, κριτικό έργο ως ειρωνικό αφιέρωμα στις καθολικές φιέστες για τα 500 χρόνια από την αγιοποίηση της Ζαν ντ’ Αρκ.

Γεγονός είναι πως κατορθώνει, 81 χρόνια πριν, να κάνει μιαν ανατριχιαστικά επίκαιρη και γλαφυρή ανάλυση παιγνίων που εφαρμόζουν στις μέρες μας γνωστοί κι άγνωστοι Μάουλερ των αγορών προκειμένου να μένουν στο πάνω μέρος της «τραμπάλας» εξασφαλίζοντας ολοένα και μεγαλύτερο αντίβαρο στο κάτω μέρος της από τους διαρκώς αυξανόμενους φτωχούς στον κόσμο. Οι αντιφάσεις (π.χ. συναισθηματικές ρωγμές) στον χαρακτήρα του Μάουλερ (όπως στον Πουντίλα ή στον αστυνόμο Μπράουν) εξυπηρετούν κι αυτές τη λεηλασία των ανίσχυρων παγιδεύοντάς τους, προσφέρουν όμως και υποκριτικές προκλήσεις, ακαριαίες μεταπτώσεις κι ενδιαφέρον στους χαρακτήρες.

Ο Νίκος Μαστοράκης (σκηνοθεσία, σκηνογραφία, κοστούμια) έστησε μια φωτιστικά εκτυφλωτική, ηχητικά εκκωφαντική, εξαντλητικά τραγουδιστική (μουσική Σταύρος Γασπαράτος) ψυχρή ακόμα και ως λόγο (μετάφραση Γ. Δεπάστας) παράσταση με ένα δεσπόζον, χονδροειδές βάθρο όπου κάθεται, αγρυπνά ή βυσσοδομεί ο Πιέρποντ Μάουλερ. Εχει λευκό μακιγιάζ – προσωπείο όπως κι όλοι οι όμοιοί του, μονοσήμαντη, καρικατουρίστικη ερμηνεία και ψευτοσαρκαστικά δοσμένες τις υποκριτικά ενδιαφέρουσες συναισθηματικές ρωγμές, που λέγαμε. Στον αντίποδά του, ρεαλιστικά δοσμένοι οι πληβείοι, οι ρόλοι των «μαύρων καπέλων», η Ιωάννα, οι λοιποί. Και μόνον αυτός ο διαχωρισμός παραδίδει το έργο σε μια μουσειακή και αντιδιαλεκτική αισθητική, τονίζοντας περισσότερο τις ατέλειες παρά τις αρετές του. Ο,τι κι αν κάνουν οι ηθοποιοί με τα μικρόφωνά τους, παραμένουν εγκλωβισμένοι στο μονοσήμαντο, ερμηνευτικό περίγραμμα, άνισα ανταποκρινόμενοι στις μεγάλες προσδοκίες του κοινού.

ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΚΟΣΣΑ

Λα Νόννα

σκηνοθ.: Δημήτρης Πιατάς

θέατρο: Ακάδημος

Αν ο Πιέρποντ Μάουλερ αφάνισε χιλιάδες τόνους κρέατος για να μείνει κυρίαρχος της αγοράς, η αχόρταγη Νόννα του Αργεντίνου Ρομπέρτο Κόσσα αφανίζει ό,τι τρώγεται αλλά και δεν τρώγεται στο σπίτι του εγγονού της, νοικοκύρη και βιοπαλαιστή Καρμέλο, για να μείνει -βουλιμική και αναίσθητη- η κυρίαρχη δύναμη καταστροφής ενός μικρόκοσμου όπως και του κόσμου ολόκληρου. Η βουλιμία της Νόννα εν μέσω κρίσης θα μπορούσε να δαμαστεί από τα μέλη της οικογένειας που ενώπιόν μας, σταδιακά αφανίζεται. Την ταΐζουν όμως συνεχώς, αποκαλύπτοντας ο καθένας την εξουσία της βουλιμίας και της επερχόμενης αναισθησίας μέσα του.

Ο Δημήτρης Πιατάς, με την εμπειρία της μεγάλης επιτυχίας του έργου πριν από 15 χρόνια, έστησε μια παράσταση με αντιστοιχίες στο σήμερα, λειτουργική, τρυφερή αλλά και υπονομευτική της βολής μας. Ως Νόννα τράφηκε μεν από τη μανιέρα του χωρίς να βλάψει όμως το εκτόπισμα και τους συμβολισμούς της. Ξεχώρισα τη λαϊκή δραματικότητα και τον κωμικό οίστρο του Πάνου Σκουρολιάκου, όπως και το μελετημένο, εύστοχο φλερτ της Λουκίας Πιστιόλα με το ύφος και τη δραματικότητα του ιταλικού νεορεαλισμού.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή