ΑΠΟΨΗ: Διαχειριστές μιας δύσκολης κληρονομιάς

ΑΠΟΨΗ: Διαχειριστές μιας δύσκολης κληρονομιάς

2' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενας «ξεροκέφαλος» ογδονταεξάχρονος Εβραίος και μια προικισμένη Ελληνίδα είναι οι -φαινομενικά αταίριαστοι- πρωταγωνιστές στα τελευταίας εσοδείας βιβλία του Philip Roth («Πατρική Κληρονομιά», ανατύπωση παλαιότερης έκδοσης, εκδ. Πόλις) και του Σταύρου Ζουμπουλάκη («Η αδερφή μου», εκδ. Πόλις) αντίστοιχα. Δίπλα τους, το ηλικιωμένο ζευγάρι της ταινίας του Χάνεκε που συνοψίζει στον μονολεκτικό της τίτλο τη βαθύτερη ουσία και των τριών ιστοριών: «Αγάπη».

Υπάρχει ένα δύσοσμο νήμα που δένει Roth και Ζουμπουλάκη, μια ενοχλητική μαύρη σκιά: ο μεν πρώτος πολεμάει με την αφόρητη μυρωδιά των πατρικών περιττωμάτων πεσμένος στα πλακάκια του μπάνιου του την ίδια ώρα που ο δεύτερος παραδέχεται -ύστερα από δεκαετίες αναμέτρησης με την αρρώστια της αγαπημένης του αδερφής- πως «όποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο είναι μείζων όλων των τιτάνων της θεολογίας». Ο Ελληνας συγγραφέας απορρίπτει τα θεωρήματα όσων μιλάνε εκ του ασφαλούς, τα κούφια λόγια. Γνωρίζει την αξία της δοκιμασίας όσο και την επώδυνη διαδρομή που οδηγεί στην αποδοχή της ίδιας της ζωής και εν τέλει σε μια ιδιότυπη αγιοσύνη. Με την ίδια ψυχραιμία, αλλά απόντος οποιουδήποτε θεϊκού στοιχείου, μετέωρος στο ολοένα πυκνούμενο σκοτάδι των γηρατειών, ο Ζαν Λουί Τρεντινιάν αλλάζει το μουσκεμένο υποσέντονο της κατάκοιτης γυναίκας του λίγο πριν αποφασίσει να την πνίξει. Μια κίνηση λύτρωσης στα όρια του μισανθρωπισμού.

Αντιποιητικός, ωμά ρεαλιστικός και την ίδια στιγμή διεισδυτικός και βαθύς, ο Philip Roth αποδίδει το χρονικό της προοδευτικής κατάρρευσης του πατρικού σώματος που υποκύπτει στον καρκίνο. Ο Χέρμαν Ροθ και η Γιούλα Ζουμπουλάκη έρχονται κατά παράξενο τρόπο πολύ κοντά: δεν είναι μόνο η αποφυγή συναισθηματικών εξάρσεων και γλυκερών περιγραφών από τους συγγραφείς-συγγενείς που τους ενώνει, αλλά και η κοινή τους λαχτάρα για ζωή, η αντιηρωική τους ποιότητα, η προσπάθειά τους να αποδράσουν με ό,τι μέσα τους δίνονται – εν τέλει η κάθε άλλο παρά μοιρολατρική αποδοχή του πεπρωμένου, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τους χωρίζει η άβυσσος της ηλικιακής διαφοράς και η διάρκεια της μάχης με το ανίκητο θηρίο της αρρώστιας.

Αν ο θάνατος ως τετελεσμένο γεγονός αντιμετωπίζεται στις μέρες μας όχι μόνο ως ταμπού, όπως μας έδειξε ο Μισέλ Βοβέλ, αλλά και ως μέτρο αποτυχίας μιας κοινωνίας προσωπικών θριάμβων και συλλογικών επιτυχιών, τότε η χρόνια ή μη αναστρέψιμη ασθένεια δεν μπορεί παρά να εκλαμβάνεται ως διηνεκής αποτυχία, η αντιμετώπιση της οποίας απαιτεί σθένος μεγαλύτερο κι από εκείνο που θα πρέπει να επιδεικνύεται απέναντι στην οριστική απώλεια.

Οι ενδιάμεσες διακυμάνσεις της, οι αναλαμπές, η μάταιη προσμονή μιας οριστικής γιατρειάς και η φενάκη μιας πιθανής ίασης καθιστούν μια τέτοια αρρώστια πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη, καθώς απαιτούν από τον πάσχοντα και τους οικείους του να επαναπροσδιορίζουν -με το αντίστοιχο ψυχικό και σωματικό κόστος- τη στάση τους απέναντί της ώς το τέλος.

Διαχειριστές μιας δύσκολης κληρονομιάς οι δύο συγγραφείς κατορθώνουν να δώσουν οικουμενικό ενδιαφέρον στις προσωπικές τους ιστορίες και μαζί ένα μάθημα για το πόσο απέριττη μπορεί και πρέπει να είναι η μεγάλη λογοτεχνία.

* Ο κ. Χρήστος Αστερίου είναι συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή