Ελλάδα του ’60 σε φιλμ και χαρτί

Ελλάδα του ’60 σε φιλμ και χαρτί

5' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αγέλαστος πέτρα. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η Ελλάδα που αναβιώνει μέσα από τις εκπληκτικές φωτογραφίες του Κωνσταντίνου Μάνου είναι ένας χωμάτινος, πετρώδης, άγριος τόπος με αγέλαστους ανθρώπους. Ακόμα και σε γάμους και πανηγύρια, παρά τα σποραδικά χαμόγελα, κυριαρχεί ένα βάρος, ένα πλάκωμα, ενώ οι εκστασιασμένοι μουσικοί, σε μία από τις πιο δραστικές εικόνες που ο Κων. Μάνος αποτύπωσε από την ελληνική ύπαιθρο της δεκαετίας του ’60, δεν είναι ακριβώς αφημένοι στη χαρά (ιδίως το πλήθος που τους περιστοιχίζει): τα κλειστά μάτια και οι εκφράσεις της αγαλλίασης έχουν να κάνουν με τη μουσική που τους φέρνει εκτός εαυτού, «εκτός της στάσης τους» (έκσταση), έξω από το βάρος του καθημερινού μόχθου.

Ο γεννημένος στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ Κωνσταντίνος Μάνος γύρισε την αγροτική και νησιώτικη Ελλάδα την τριετία 1961-64, διασώζοντας με τον φακό του μοναδικές στιγμές του καθημερινού βίου. Το 1967, ακολούθησε μια δεύτερη περιήγηση και το 1972, ο Κων. Μάνος παρουσίασε το φωτογραφικό λεύκωμα «A Greek Ρortofolio».

Στο Μουσείο Μπενάκη (στην οδό Κουμπάρη) εκτίθενται οι φωτογραφίες αυτές, μαζί με 219 πρωτότυπες εκτυπώσεις που πρόσφατα δώρισε ο δημιουργός στο Φωτογραφικό Αρχείο του Ιδρύματος και που δεν είχαν συμπεριληφθεί στο «A Greek Portofolio». Την έκθεση, που θα διαρκέσει έως τις 28 Αυγούστου, επιμελήθηκαν οι Γιάννης Δήμου από το φωτογραφικό πρακτορείο Aurion και η Αλίκη Τσίργιανου από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη.

Στην έκθεση ο επισκέπτης μπορεί να διαβάσει και ένα κείμενο του φωτογράφου, το οποίο καταλήγει ως εξής: «Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί κι εκείνη η εμπειρία είχε τελειώσει». Σε αυτό, ο Κων. Μάνος περιγράφει πώς τράβηξε τη φωτογραφία ενός μοναχικού ηλικιωμένου βοσκού κοντά στις νότιες ακτές της Κρήτης. Αν θα μπορούσε να έχει τίτλο η φωτογραφία, αυτός θα ήταν: «Η Μεσόγειος μελαγχολεί». Και ναι μεν «η φωτογραφία είχε τραβηχτεί», αλλά για τον απλό θεατή σήμερα «η εμπειρία δεν έχει τελειώσει». Αυτή ήταν και η αίσθηση του ιστορικού Βάσια Τσοκόπουλου, με τον οποίο επισκεφθήκαμε την έκθεση το περασμένο Σάββατο. «Ο Μάνος κατορθώνει να απομονώσει τη στιγμή, αλλά δεν μένει εκεί: κάθε φωτογραφία εμπεριέχει όλο αυτό τον κύκλο και τη ρουτίνα της ζωής. Ενώ δηλαδή είναι ξεχωριστή η κάθε στιγμή, μέσα από τις φωτογραφίες του αναπαράγεται μια ολόκληρη δομή ζωής. Θα έλεγα, δηλαδή, ότι μία και μόνο φωτογραφία συμπυκνώνει αυτή τη δομή του ανθρώπινου βίου στην ελληνική ύπαιθρο εκείνης της εποχής».

Σκυθρωπός κόσμος

Ο Β. Τσοκόπουλος στέκεται ιδιαιτέρως στη γεωμετρία, το καλά μελετημένο παιχνίδι ανάμεσα στις ανθρώπινες φιγούρες και τις γραμμές των τοπίων και των κτιρίων, ωστόσο, υπογραμμίζει: «Ο Μάνος δεν είναι φορμαλιστής. Χρησιμοποιεί τον φορμαλισμό για να υπηρετήσει το θέμα του. Τον ενδιαφέρει πολύ το περιεχόμενο, γι’ αυτό και εδώ ο φορμαλισμός είναι εργαλείο παρά αυτοσκοπός. Δεν υπάρχει εστετισμός, δηλαδή. Και πώς θα μπορούσε να είναι ψυχρός, εγκεφαλικός με το θέμα που έχει»;

Η 15χρονη Αριάδνη, η κόρη του Β. Τσοκόπουλου, που είναι μαζί μας, εισπράττει από τις φωτογραφίες «πολύ έντονα συναισθήματα, μια ωραία συμμετρία αλλά και πολλή μιζέρια». Οταν εντοπίζει χαμογελαστά πρόσωπα, σχεδόν ξαφνιάζεται και όχι άδικα. Αν προσπαθήσει κάποιος να θέσει όλο αυτό τον σκυθρωπό κόσμο σε ένα ιστορικό πλαίσιο, θα βρει: μετεμφυλιακό κράτος, ανέχεια, μετανάστευση, πολιτικές αναταραχές («εκλογές βίας και νοθείας», δολοφονία Λαμπράκη κ.ά.) μα και οικονομική ανάκαμψη. Ωστόσο, κατά τον Β. Τσοκόπουλο, «η ανάκαμψη αυτή δεν είχε φτάσει στην ύπαιθρο. Γενικά, εκεί η ζωή ακόμα διατηρούσε τις παλαιές της δομές και δύσκολα επηρεαζόταν από όσα δραματικά συνέβαιναν στο αστικό περιβάλλον».

Η ρουτίνα της φύσης και ο κύκλος της ζωής

Ψαράδες που ξεμπλέκουν τα δίχτυα τους· Κρητικοί με ρακές και μεζέδες· η κουρά του αμνού· μνημόσυνα και μοιρολόγια στη Μάνη· αγόρια κουρεμένα γουλί· κοιμισμένα βρέφη στην αγκαλιά μιας μελαγχολικής μάνας· ένας ιερέας που μεταφέρει ένα αρνί (για τη σφαγή άραγε;)· ο μόχθος της επιβίωσης σε μια παραλία· ζώα, πολλά ζώα, μαζί με ανθρώπους· ο κόκορας και η γάτα πλάι στα παιδιά· μια στέρεη σχέση με τους νεκρούς και τη γη· γκάιντες, κλαρίνα και μαντολίνα· μνήματα που φροντίζονται από μοναχικές γυναίκες· λάσπη και συνοφρυωμένοι μαθητές σε μια τάξη – ακούγονται σαν εικόνες από μιαν «αγνή» Ελλάδα αλλοτινών καιρών. Ομως, όπως λέει ο Σ. Τσοκόπουλος, στις φωτογραφίες αυτές «δεν υπάρχει καμία νοσταλγία, τίποτα το γραφικό, τίποτα ρομαντικό, καμία εξιδανίκευση. Βλέπει κανείς ανάγλυφα πόσο σκληρή ήταν η ζωή αυτών των ανθρώπων. Γι’ αυτό και τις φωτογραφίες αυτές δεν μπορεί να τις εκμεταλλευτεί η βιομηχανία της μνήμης: δεν υπάρχει κανένας εξωραϊσμός ότι τότε οι άνθρωποι ήταν πιο αγνοί, όλα αυτά τα στερεότυπα. Εχει κανείς μιαν εικόνα προκαπιταλιστικών κοινωνιών που βρίσκονται εκτός της Ιστορίας, εκτός χρόνου. Αν υπάρχει μια αίσθηση χρόνου, αυτός είναι ο κυκλικός: η ρουτίνα της φύσης, τα έθιμα, τα μνημόσυνα, ο κύκλος της ζωής. Δεν υπάρχει ευθεία – και αυτό είναι ο ορισμός του προκαπιταλιστικού χρόνου. Και με τη θρησκεία και την παράδοση να κυριαρχούν φυσικά».

Ο Β. Τσοκόπουλος συγκρίνει τις φωτογραφίες αυτές της ελληνικής υπαίθρου του παρελθόντος με αντίστοιχες φωτογραφικές αποτυπώσεις, αυτή τη φορά της αστικής Ελλάδας εκείνης της περιόδου, του ’50 και του ’60. «Η Βούλα Παπαϊωάννου και ο Χαρισιάδης μου έρχονται στο μυαλό. Και, βέβαια, από τους ξένους φωτογράφους, ο Μπρεσόν: και εκεί βλέπουμε αυτή την ισορροπία ανάμεσα στην αισθητική και το δυνατό περιεχόμενο».

Γλυκύτητα και τραχύτητα

Η αλήθεια είναι ότι, παρατηρώντας τα μοναδικά αυτά στιγμιότυπα-φέτες ζωής, ο νους μου ανέτρεξε σε ένα συναρπαστικό βιωματικό κείμενο που ερωτοτροπεί με την εθνογραφία: το «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι» του Κάρλο Λέβι. Εξόριστος απ’ το καθεστώς Μουσολίνι, ο αριστερός διανοούμενος και γιατρός Κ. Λέβι βρίσκεται σε ένα απομονωμένο χωριό της νότιας Ιταλίας, στο οποίο, όπως λένε οι ντόπιοι, «ο Χριστός δεν έφτασε ποτέ σε αυτά τα μέρη διότι σταμάτησε στο Εμπολι». Παρότι ο Κ. Λέβι σέρνει μαζί του τα βαριά βήματα της Ιστορίας, ο άχρονος τόπος στον οποίο βρίσκεται ελάχιστα επηρεάζεται. Οπως γράφει για τους Ιταλούς χωρικούς που συναντά: «Σεβόμουν τα φυλαχτά τους, τιμούσα την αρχαία, σκοτεινή, μυστηριώδη απλότητα και προτιμούσα να είμαι σύντροφος παρά εχθρός τους» (μτφρ. Φωτ. Ζερβού, Πατάκης, 2000). Κάπως ανάλογα, ο Κων. Μάνος περιηγείται στα όρη της Μακεδονίας ή της Κρήτης και της Καρπάθου, όπως λέει ο ίδιος, «ως ένας φιλικός παρατηρητής… δίχως βιασύνη και συγκεκριμένο σχέδιο».

Τελικώς, μέσα από τον φακό του Κων. Μάνου αναδύεται ένα μελαγχολικό Αιγαίο, αλλά και βαριές, στατικές θα έλεγε κανείς, μικρές κοινωνίες των αποκομμένων ορεινών περιοχών. Ο θλιμμένος Κρητικός βοσκός που στην ουσία «υποδέχεται» τον επισκέπτη στην έκθεση: μόνος, γερτός, με το πρόσωπό του στα χέρια του. Γύρω του ένα τοπίο αδυσώπητο. Η εικόνα έχει κάτι υπαρξιακό. «Γιατί όχι;», αναρωτιέται ο Β. Τσοκόπουλος. «Σε αυτές τις ορεινές περιοχές, οι άνθρωποι είναι πολύ μόνοι και έχουν άφθονο χρόνο: η μελαγχολία δεν είναι κάτι σπάνιο».

Αναδύεται λοιπόν μια θλιμμένη Μεσόγειος: η γλυκύτητα συνυπάρχει με την τραχύτητα, το κοινότοπο με το υπερβατικό, η δύναμη της προσπάθειας με την παραίτηση, όπως στην ορεινή, απομονωμένη γραμμή της νότιας Ιταλίας του ’30: βλέποντας τους χωρικούς να επιστρέφουν το βράδυ από τα χωράφια τους, ο Ιταλός Κ. Λέβι γράφει για τη «μονοτονία αιώνιας παλίρροιας, σ’ ένα σκοτεινό και μυστηριώδη κόσμο χωρίς ελπίδα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή