Αφηγήσεις γυναικών για ένα λαό θυσιασμένο

Αφηγήσεις γυναικών για ένα λαό θυσιασμένο

5' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο «Κοινός λόγος» της Ελλης Παπαδημητρίου είναι το γουρλίδικο έργο του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Μαζί του ταυτίστηκε πριν από 15 χρόνια με το ξεκίνημα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου και η μετέπειτα πορεία του. Τότε παρουσιάστηκε στα χαλάσματα του οικοπέδου όπου σήμερα βλέπουμε το θέατρο. Τώρα, το οδοιπορικό που χρονικά καλύπτει την περίοδο από τη μαζική εξόντωση των Ποντίων και τη Μικρασιατική Καταστροφή ώς την Κατοχή και τον Εμφύλιο και βασίζεται σε αφηγήσεις ανώνυμων γυναικών, κάνει ένα ταξίδι σε όλη την Ελλάδα.

Ο τοίχος-μνημείο 7χ3 μ. με τις ξεθωριασμένες φωτογραφίες των ανδρών και των γυναικών, είναι από τα καινούργια στοιχεία της παράστασης, η νέα διανομή, το μετωπικό παίξιμο των ηθοποιών (Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Κατσανδρή, Ελένη Ουζουνίδου, Τάνια Παλαιολόγου), μαζί και οι αφηγήσεις για τον Πόντο. Μουσική, τραγούδια, μνήμες και αισθήματα από έναν κόσμο που θυσιάστηκε στους εθνικισμούς του 20ού αιώνα.

Η σχέση του Β. Θεοδωρόπουλου με τη συλλογή μαρτυριών της Ελλης Παπαδημητρίου ξεκίνησε όταν σπούδαζε στη δραματική σχολή και παράλληλα δούλευε στις εκδόσεις «Κέδρος». «Ενας μικρός χώρος, σε μια στοά της Πανεπιστημίου και Χαριλάου Τρικούπη όπου κάθε μέρα εκτός από τη Νανά Καλλιανέση συναντούσες τον Στρατή Τσίρκα, τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιάννη Ρίτσο. Εκεί γνώρισα την Ελλη Παπαδημητρίου. Αυστηρή γυναίκα, κοντά της ανακάλυπτες με τον πιο ουσιαστικό τρόπο τι σημαίνει Ελλάδα, πέρα από γραφικότητες και φολκλόρ. Είχε θητεύσει στον Φώτη Κόντογλου και τον Γιάννη Τσαρούχη και με τίμησε με τη φιλία της και στην περίοδο του Στρατού μέσα από μια σειρά γραμμάτων. Εκείνη την περίοδο, που ακόμη δεν μου περνούσε από το μυαλό να γίνω σκηνοθέτης, της έλεγα ότι αυτά τα κείμενα είχαν ενδιαφέρον να γίνουν παράσταση».

Από το 1988

Η πρώτη απόπειρα να τα ανεβάσει ήταν το 1988 στη Φοιτητική Εστία του Πανεπιστημίου Αθηνών ως υπεύθυνος του θεατρικού τμήματος. Η επόμενη ήταν στα χαλάσματα του σημερινού θεάτρου του το 1997, ενώ το 2004 η παράσταση ταξίδεψε στην Κύπρο και την Τουρκία. «Εκτοτε άλλαξαν πολλά στο θέατρο. Πολλές ομάδες εμφανίστηκαν, πολλά προχώρησαν πάνω στην αφήγηση με μια ματιά διαφορετική, επηρεασμένη απ’ όσα συμβαίνουν γύρω μας. Η όψη της παράστασης είναι διαφορετική. Δεν είναι μονόλογοι αλλά αφηγήσεις γυναικών. Πάντα θαύμαζα τη δύναμή τους. Αφηγήσεις που ξεπερνούν το προσωπικό το οποίο γίνεται κοινό κι εκείνο με τη σειρά του μνημείο».

Το κοινό σε όλες αυτές τις γυναίκες είναι το κύτταρό τους, λέει η Λυδία Κονιόρδου: «η φύση τους είναι να τρέφει τη ζωή». «Ο λόγος τους έχει σημασία όχι για να γυρίζουμε πίσω αλλά για να ζήσουμε το αύριο μαθαίνοντας από το παρελθόν, ανοίγοντας την ανθρωπιά μας ο ένας στον άλλον. Οι γυναίκες αυτές αφηγούνται ακραίες τραυματικές καταστάσεις πολύ πιο έντονες απ’ αυτές που ζούμε τώρα, αλλά με τρυφεράδα, χωρίς εμπάθεια και μίσος. Να πώς φιλτράρεται το ουσιαστικό ύστερα από χρόνια και κρατιέται αυτό που είναι πολύτιμο: η μνήμη και η επίγνωση της δύναμης που έχει ο άνθρωπος να επιβιώνει και να τραβάει μπρος».

Δεν είναι εύκολο να παίζεις καταστάσεις που έχουν βιώσει και οι δικοί σου άνθρωποι.«Ολοι έχουμε αφηγήσεις από τους γονείς. Οι δικοί μου ήταν πρόσφυγες. Ο πατέρας από τη Μικρά Ασία, η μητέρα από τη Ρωσία. Πρόσφατα βρήκα το σπίτι της γιαγιάς μου στην Αγία Πετρούπολη. Ηξερα μόνο τον αριθμό και τον δρόμο από μια παλιά κάρτα που τής έστειλαν οι γονείς της, οι οποίοι πέθαναν στον λοιμό του Λένινγκραντ. Στην οικογένεια υπήρχε ένα κενό για το σπίτι των προπάππων μας. Ηταν μια ντάτσα σαν αυτές του «Βυσσινόκηπου» από την οποία βρήκα μόνο ισοπεδωμένα τούβλα και το κουτί της αλληλογραφίας. Παλιά όλα αυτά ήταν ένα συναισθηματικό τοπίο διαφορετικό. Σήμερα με τη σελίδα που έχουμε ανοίξει, όχι μόνο ως Ελληνες αλλά ως παγκόσμιος πολιτισμός, κείμενα όπως αυτά της Ελλης Παπαδημητρίου με γεμίζουν αισιοδοξία. Αισιοδοξία για το δώρο της ζωής. Κάθε δευτερόλεπτο είναι φωτεινό και σημαντικό αρκεί να το γεμίζουμε με ανθρωπιά, αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη».

Η Ελένη Κοκκίδου στέκεται στην απλότητα, την αξιοπρέπεια και τη γλαφυρότητα του λόγου τους. «Γυναίκες που γνώριζαν διαφόρων μορφών απώλειες, ακούγοντας τες συνειδητοποιείς το σημερινό μας πρόβλημα. Αυτά τα κείμενα μάς αφυπνίζουν και μάς δείχνουν το παρελθόν που μας προσδιορίζει. Αυτό που με έχει αναστατώσει περισσότερο σ’ αυτά, είναι η ευκολία του ανθρώπου να φύγει από τον πολιτισμό και να γίνει ένα τέρας που θα σκοτώνει ο ένας τον άλλον».

Πρόσφυγες

Από την Κομοτηνή με παππούδες πρόσφυγες που τα κατάφεραν στη φτώχεια και τις περιπέτειες, η Ελένη Ουζουνίδου έχει ένα επιπλέον λόγο να συγκινείται όταν παίζει. Στις φωτογραφίες του σκηνικού του Αντώνη Δαγκλίδη, βλέπει και τη δική της γιαγιά, την Παρασκευούλα. «Τη θυμάμαι να μιλάει για τις δυσκολίες που πέρασε δουλεύοντας στα καπνά, προκειμένου να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της. Ολοι εκείνοι είναι παράδειγμα για όλους μας». Πώς κρατιέται ο ηθοποιός έξω απ’ αυτά τα συναισθήματα; «Ισορροπώντας στην κόψη του ξυραφιού. Δεν μπορείς να μείνεις αδιάφορος όταν υπάρχει η κυτταρική μνήμη, όταν έχει βιώσει τέτοιες καταστάσεις ο παππούς ή η γιαγιά σου. Τα ίδια τα κείμενα δεν επιτρέπουν μελό αντιμετώπιση, αλλά με τον τρόπο τους επιβάλλουν αντικειμενικότητα. Η συγκίνηση των γυναικών είναι άλλου είδους, πέρα από τον πόνο, είναι η υπερηφάνεια. Αντιμετώπισαν την απόλυτη φρίκη. Είδαν τους άντρες τους και τα παιδιά τους να χάνονται κι όμως άντεξαν, επιβίωσαν κατάφεραν να φτάσουν σε μια Ελλάδα που δεν τους ήθελε. Τους Πόντιους τους φώναξαν τουρκόσπορους. Ιδια ήταν η φρίκη στην Κατοχή, στον Εμφύλιο».

Η μικρότερη απ’ όλες η Τάνια Παλαιολόγου, αγαπημένη από τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, αλλά και τα θεατρικά της βήματα αυτά τα 16 χρόνια, συγκινείται ακούγοντας τα κείμενα στη σκηνή. «Μου αρέσει ότι δεν έχουν καμία λογοτεχνική ωραιοποίηση και ότι προέρχονται από ανθρώπους που τα έζησαν. Είναι συγκλονιστικό το φως που κρύβουν. Βλέποντας ένα ντοκιμαντέρ για τη Σμύρνη μού έκανε εντύπωση ότι οι άνθρωποι εκείνοι κοσμοπολίτες καθώς ήταν, αγνοούσαν ότι καίγονταν τα διπλανά χωριά. Μήπως και εμείς δεν ζούσαμε στη δίνη του καπιταλισμού, της κατανάλωσης χωρίς να προσέχουμε πώς τεμάχιζαν χώρες και λαούς. Αυτές οι αφηγήσεις πάνω απ’ όλα έχουν μια αισιοδοξία-στήριγμα. Νιώθω ότι και στα χειρότερα θα τα καταφέρουμε».

Τα βιώματα μένουν

Η μόνη ηθοποιός που συμμετείχε και στα προηγούμενα ανεβάσματα του «Κοινού λόγου» είναι η Μαρία Κατσανδρή. «Συγκινούμαι με τη δύναμη και την αξιοπρέπεια αυτών των γυναικών. Χαρακτηριστικά που ελπίζω ότι δεν έχουν χαθούν από τη φυλή». Δεν ξεχωρίζει κάποια απ’ αυτές γιατί στα μάτια της αντιπροσωπεύουν τις γυναίκες όλου του κόσμου. «Μάς θυμίζουν ότι οι Ελληνες έζησαν μεγάλη προσφυγιά, όπως ότι διώχτηκαν από τους ίδιους τους Ελληνες». Κάποια σημάδια έχει κι εκείνη. «Η προγιαγιά μου ήταν Μικρασιάτισσα, ο πατέρας μου μετανάστης στην Αμερική, εγώ γεννήθηκα στο Σικάγο. Δεν έζησα πολύ εκεί, μόνο μνήμες έχω. Ο πατέρας έφυγε 16 χρονών και έμεινε 50 χρόνια. Θυμάμαι τις διηγήσεις του για το νησί Ελις στ’ ανοιχτά του Μανχάταν όπου έστελναν όσους έφταναν στην Αμερική. Ηταν σαν στρατόπεδο. Μας έλεγε πως δεν θυμόταν τη δική του παιδική αγωνία, αλλά τον φόβο των μεγαλύτερων. Αυτό που κάνει τόσο σύγχρονο τον «Κοινό λόγο» είναι η ξενοφοβία που ζούμε. Λέγαμε ότι δεν είμαστε ρατσιστές, αλλά γίναμε με το παραπάνω. Δυστυχώς ξεχνάμε, όμως τα βιώματα μένουν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι μικρή με φώναζαν αμερικανάκι. Ζούμε πάλι τα ίδια, με έναν τρόπο».

​- Ο «Κοινός λόγος» παρουσιάζεται στις 27/6 στο Φεστιβάλ Βράχων – Βύρωνα, στις 28/6 στο Θέατρο Σάρας στο Μαρκόπουλο, 29/6 στη Ν. Μάκρη, 1/7 στο Βεάκειο, 2/7 στο μικρό θέατρο Πέτρας κ.α.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή