Το american dream στοίχειωσε στο Ντιτρόιτ

Το american dream στοίχειωσε στο Ντιτρόιτ

4' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεκέμβριος 2009, Μίσιγκαν. Επισκέπτομαι την έδρα Καβάφη, ως υπότροφος του Ιδρύματος Fulbright. Ξεναγούμαι στην κουκλίστικη πανεπιστημιούπολη Αν Αρμπορ με τους χιλιάδες φοιτητές και το δραστήριο τμήμα νεοελληνικών σπουδών. Ομως θέλω να δω το Ντιτρόιτ. Απέχει μία ώρα σκάρτη. «Γιατί να πας; Είναι χάλια. Κι επικίνδυνα», με προειδοποιούν. Μα δεν αλλάζω γνώμη. Θέλω να δω τις λεωφόρους που κάποτε περνούσαν τα νέα μοντέλα των τριών αδελφών – της Ford, της GM και της Chrysler. Τον μεγαλο σιδηροδρομικό σταθμό. Τις τεράστιες τοιχογραφίες του Ντιέγκο Ριβέρα. Και μια υπέροχη μουσειακή συλλογή που πάει από τον Βαν Εκ και τον Ρέμπραντ μέχρι τον Μαξ Μπέκμαν. Πάνω απ’ όλα είμαι σχεδόν νοσηρά περίεργη: Μία από τις ομορφότερες και πιο ευημερούσες πόλεις του ’50 έγινε το ρέκβιεμ του αμερικανικού ονείρου, πολύ πριν από τη χρεοκοπία του 2012. Ενα φάντασμα.

Με υπόκρουση… Μούτση

Η διαδρομή στον φαρδύ αυτοκινητόδρομο που οδηγεί ώς το περίφημο Motor City θα σήκωνε τραγούδια του Johny Cash ή του Willy Nelson. Εστω, του Smokey Robinson ή των Supremes που ταυτίστηκαν με τον μουσικό θρύλο της Motown. Ομως οι δύο εξηντάρες Ελληνοαμερικανίδες που προθυμοποιήθηκαν ευγενικά να με πάνε μου έχουν μια έκπληξη. «Προς τιμήν σου, θα ακούσουμε Δήμο Μούτση», λένε. Και το αυτοκίνητο καταπίνει τα χιλιόμετρα, με παρέα τον Μανώλη Μητσιά. Μπαίνουμε στην πόλη, με υπόκρουση «Δε λες κουβέντα». Στο αλλόκοτο σκηνικό, η φωνή της Μπέλλου δίνει μια παράλογη χροιά. Δεν μπορείς να συνδυάσεις αυτό που βλέπεις με αυτό που ακούς.

Στους δρόμους, ψυχή. Σε κάποια κόκκινα φανάρια, δεν σταματάμε καθόλου. Οχι διότι δεν έρχεται κανένα άλλο αυτοκίνητο, αλλά μπορεί να σε ληστέψουν. Ή να σε πλησιάσουν για να σου πουλήσουν «some stuff, you know, man». Τα αγριόχορτα έχουν καταφάει τα πεζοδρόμια. Η άσφαλτος έχει κρατήρες και ρωγμές. Γκράφιτι παντού. Οι κλασικές αλυσίδες –από το pizza hat ώς το starbucks–, τα εμπορικά εμβλήματα κάθε αμερικανικής μεγαλούπολης, σχεδόν απουσιάζουν. Το κέντρο έχει λίγο κόσμο. Μια υποτυπώδη κίνηση, ένδειξη ότι κάποιοι κάτοικοι υπάρχουν. Από τα δύο εκατομμύρια της δοξασμένης εποχής έχουν φτάσει περίπου 700.000. Τεράστια ανεργία, απίστευτη εγκληματικότητα, σε βαθμό που κάποιες επιχειρήσεις έχουν βάλει συρματοπλέγματα για να φτάνουν οι εργαζόμενοι από το πάρκινγκ στο γραφείο χωρίς να τους επιτίθενται.

Σπίτια για ένα δολάριο

Η κόλαση είναι λίγο πιο έξω από το κέντρο. Σε συνοικίες που απέχουν όσο λ.χ. οι Αμπελόκηποι. Χιλιάδες σπίτια, άδεια και λεηλατημένα, μέσα σε άγρια βλάστηση. Ξεπερνούν τις 70.000. Κάποια βγαίνουν για πώληση αντί ενός δολαρίου. Ποιος θα τολμήσει να μείνει εκεί; Ακόμη κι αν αγοράσει κανείς εκατοντάδες από αυτά και τα ανακαινίσει, πρέπει να φτιάξει ένα περιφρουρημένο γκέτο, σαν φυλακή υψίστης ασφαλείας. Αντί για πόρτες και παράθυρα έχουν χοντρά κόντρα πλακέ. Σπασμένα από τοξικομανείς και ζητιάνους. Τα τριγυρίζουν αγέλες από εξαγριωμένα σκυλιά. Ομάδες νεαρών με hoodies ξεκουράζονται στις ρημαγμένες μπροστινές αυλές. «Μην τους κοιτάς», με προειδοποιούν οι Ελληνοαμερικανίδες. «Ενα περίεργο βλέμμα, ένα σκέτο βλέμμα, είναι πρόκληση».

Το χρονικό της πτώσης ξεκίνησε στα τέλη της χρυσής δεκαετίας του ’60, όταν το Ντιτρόιτ ήταν ίσως η πιο επιτυχημένη μεσοαστική πόλη της Αμερικής. Ομως, οι εντάσεις ανάμεσα στους μαύρους και τους λευκούς το ’67 οδήγησαν ένα μεγάλο μέρος των τελευταίων να εγκαταλείψουν την πόλη, για τα μακριά της προάστια. Ο οικονομικός πυλώνας, η αυτοκινητοβιομηχανία, διαλύθηκε σταδιακά νικημένη από την έξυπνη στρατηγική των ανταγωνιστών Ιαπώνων και από την πεισματική άρνηση των συνδικάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις τους όταν χρειάστηκε. Χωρίς την εξασφάλιση της εργασίας, η φυγή των κατοίκων συνεχίστηκε, με συνέπειες καταστροφικές. Εμεινε πίσω, ένα ανθρώπινο κατακάθι.

Μαυσωλείο της χαμένης ισχύος

Ξαναγυρίζουμε προς το κέντρο, για να πάμε στο Detroit Institute of Art (DIA). Ο αποκομμένος πλανήτης τέχνης και ομορφιάς. Το Μουσείο της πόλης είναι το μόνο που στέκεται όρθιο. Κυριολεκτικά. Διότι ακόμη και ο κεντρικός σταθμός, που θεωρείται το αρχιτεκτονικό διαμάντι της πόλης, χτισμένος το 1913, μοιάζει έτοιμος να καταρρεύσει. Ομως, το DIA είναι η κιβωτός που σώζει ό,τι πολυτιμότερο από την καταστροφή: τα έργα τέχνης, τη μεγαλύτερη προίκα που απέμεινε από την εποχή που οι αυτοκινητοβιομηχανίες θριάμβευαν και το όνειρο του Χένρι Φορντ, να μπορεί ο εργάτης να αγοράζει με τον μισθό του το προϊόν που παράγει, είχε γίνει πραγματικότητα.

Είναι μία από τις ωραιότερες συλλογές στην Αμερική. Μετά την απόλυτη παρακμή, τα μάτια γαληνεύουν μπροστά στον Γαμήλιο Χορό του Πέτερ Μπρίγκελ του Πρεσβυτέρου. Στο άγαλμα του Τρίτωνος του Μπερνίνι, στο πορτρέτο του Βαν Γκογκ, στις φιγούρες του Καραβάτζο. Και βέβαια, το εντυπωσιακότερο απόκτημα: οι γιγαντιαίες τοιχογραφίες του Ντιέγκο Ριβέρα, που θεωρούνται από πολλούς το πιο επιτυχημένο έργο του. Εργάτες μυώδεις και ρωμαλέοι, στο απόγειο της δύναμής τους, ανάμεσα σε μηχανές, υπό το βλέμμα του Φορντ που είναι και αυτός μέρος του έργου. Αν υπάρχει ένας λόγος να έρθει κανείς σε αυτό το ευλογημένο μέρος που έγινε καταραμένο μέσα σε λίγες δεκαετίες, είναι το DIA. Ενα μαυσωλείο της ισχύος που χάθηκε.

Ακριβώς αυτά τα έργα, σήμερα στα τέλη του 2013, μπορεί να βγουν στο σφυρί, για να αποπληρωθούν τα χρέη 18 δισ. δολαρίων της πόλης, η οποία στο μεταξύ χρεοκόπησε και επισήμως το καλοκαίρι. Ο πληθυσμός συρρικνώθηκε και φτωχοποιήθηκε τόσο, που διαβρώθηκε η φορολογική βάση. Ενας στους τρεις κατοίκους της πόλης ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας και ένας στους πέντε είναι άνεργος. Οι φόνοι έχουν αυξηθεί στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 40 ετών. Δεν φαίνεται καμιά ελπίδα ανάκαμψης. Αλλά το να χάσει το Ντιτρόιτ το Μουσείο του είναι σαν να σβήνει μεμιάς το ένδοξο παρελθόν του, την υπερηφάνειά του. Η τύχη της συλλογής της, της οποίας την πώληση θέλουν οι πιστωτές, παραμένει άγνωστη. Ηδη ο βρετανικός οίκος Christie’s την έχει καταγράψει, ώστε να είναι όλα έτοιμα σε περίπτωση που βγει σε δημοπρασία, υπολογίζοντας την αξία της ανάμεσα σε 400.000 και σε 800.000. Ο δικαστής που εξέτασε την ένταξη της πόλης του Ντιτρόιτ στο άρθρο 9 του αμερικανικού δικαίου το οποίο σχετίζεται με τη χρεοκοπία έδωσε μεν το «πράσινο φως» να ρευστοποιήσει όλα της τα περιουσιακά στοιχεία, δηλαδή και τη συλλογή. Είπε, όμως, ότι το ποσό που θα συγκέντρωνε από την πώλησή της είναι μηδαμινό μπροστά στα τεράστια χρέη της.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή