Ανα-συνθέτοντας τον ελληνικό 20ό αιώνα

Ανα-συνθέτοντας τον ελληνικό 20ό αιώνα

Καταγραφή μιας ιδιότυπης εκατονταετηρίδος, με αφετηρία ​​​το 1912 και τερματισμό στην πρόσφατη οικονομικοπολιτική κρίση

5' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ
Ο ελληνικός 20ός αιώνας
εκδ. Πόλις, 2019, σελ. 740

Ανα-συνθέτοντας τον ελληνικό 20ό αιώνα-1«Θέση, θέση, θέση», φημολογείται πως είχε αναφωνήσει κάποτε ο Ελβετός αρχιτέκτονας Λε Kορμπιζιέ, φωτογραφίζοντας τα τρία στοιχεία του ιδανικού αρχιτεκτονήματος. «Σύνθεση, σύνθεση, σύνθεση», φαίνεται να λέει με τη σειρά του ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος για το μυστικό του βέλτιστου ιστοριογραφικού πονήματος. Τουλάχιστον αυτή φαίνεται να είναι η κυρίαρχη γραμμή στο τελευταίο του βιβλίο, ένα opus magnum, που εν μέρει συνθέτει το απείκασμα της έως τώρα εμπειρίας του ως ιστορικού ερευνητή, πανεπιστημιακού δασκάλου, αλλά και ενεργού και ανήσυχου πολίτη.

Σύνθεση, λοιπόν, επειδή ο Λιάκος προσπαθεί να κάνει μια histoire totale, συνταιριάζοντας πράγματα φαινομενικά ασύμβατα, όπως τη μικροκλίμακα (το «εν σμικρώ», σύμφωνα με τον ίδιο) με τη μακρά διάρκεια, το τοπικό με το παγκόσμιο, την «από τα κάτω» θέαση των κοινωνικών διεργασιών μαζί με τις κρατικές πολιτικές. Ο Λιάκος εντάσσει εν μέρει εαυτόν σε μια μακρά αλυσίδα διανοητών που προσπάθησαν να εξηγήσουν την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και έπειτα (από τον Σπυρίδωνα Λάμπρο έως τον Γιώργο Δερτιλή και από τον Κ.Θ. Δημαρά έως τον Νίκο Αλιβιζάτο) – τους οποίους μάλιστα ομαδοποιεί στο τελευταίο κεφάλαιο εν είδει παραρτήματος. 

Σε αντίθεση, όμως, με αυτές τις παλαιότερες απόπειρες, το συγκεκριμένο βιβλίο αντιστέκεται πεισματικά στην ταξινόμηση, δρέποντας το ίδιο τα αναλυτικά οφέλη μιας πλειάδας τάσεων, που συμπεριλαμβάνουν την κοινωνική, την οικονομική, αλλά και την πολιτισμική ιστορία, η οποία συχνά είναι και το δυνατό του στοιχείο, αφού αναβαθμίζει το κύρος πηγών όπως τα τραγούδια, οι ταινίες ή τα σλόγκαν σε πρώτης τάξεως παλμογράφους των μετασχηματισμών της ελληνικής κοινωνίας. Αντίστοιχα, ο αναγνώστης συχνά ξαφνιάζεται από «ανορθόδοξες» επιλογές, όπως η παράθεση ενός μακροσκελούς κειμένου-μανιφέστου των Τόνι Μπλερ και Γκέρχαρντ Σρέντερ, που αποσκοπεί στην κατανόηση του quo vadis της σοσιαλδημοκρατίας από τη δεκαετία του ’90 ώς τις μέρες μας (σσ. 505-7).

Στο δικό του αρχιτεκτόνημα ο Λιάκος δίνει εξαρχής ένα ξεχωριστό στίγμα, καθώς καταγίνεται με μια διαφορετική από την επικρατούσα περιοδολόγηση. Οπως ο Βρετανός πατριάρχης της μαρξιστικής ιστοριογραφίας Ερικ Χόμπσμπαουμ επέβαλε την άποψή του περί «σύντομου 20ού αιώνα», ο Λιάκος αντίστοιχα περιοδολογεί θέτοντας την απαρχή του δικού του αιώνα στο 1912 και το τέλος του στην πρόσφατη οικονομικοπολιτική κρίση. Σε αντίθεση με άλλες συνθέσεις, δεν επικεντρώνεται στο πρώτο μισό, αλλά αφιερώνει έναν ισόποσο σχεδόν όγκο του βιβλίου και στα δύο μέρη της ιδιότυπης αυτής εκατονταετηρίδος. Αντίστοιχα, ενώ η δεκαετία του ’40 αναγνωρίζεται ως περίοδος με κομβικό ρόλο για την εξέλιξη της χώρας, παρ’ όλα αυτά δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου (και ακόμα κι εδώ η ενσωμάτωση του Ολοκαυτώματος των Ελλήνων εβραίων ως τραγικό μεν, συστατικό δε κομμάτι των ελληνικών ’40s μπορεί να εννοηθεί ως ιστοριογραφική τομή).

Ενα ερώτημα που απορρέει από τον τίτλο του βιβλίου είναι το πόσο «ελληνικός» ήταν, τέλος πάντων, αυτός ο 20ός αιώνας; Ο τίτλος αυτός είναι εν μέρει παραπλανητικός. Και αυτό γιατί ο Λιάκος ευθύς εξαρχής ξιφουλκεί ενάντια στην ελληνική ιδιαιτερότητα, το ακανόνιστο, το ετεροβαρές, το στρεβλό, το α-συγχρονικό – και αντίστοιχα το λαμπρό, το ηρωικό, το εξέχον στην ελληνική Iστορία. Είναι σαν να μας λέει πως πρέπει να πάρουμε συναισθηματική απόσταση από αφηγήματα που υπονομεύουν την κρυστάλλινη/καθαρή ιστορική ματιά – απόσταση που δεν συνεπάγεται βεβαίως μη εμπλοκή, εφόσον ο ίδιος δεν διστάζει να διαβεί τα δύσβατα μονοπάτια της ιστορίας του παρόντος χρόνου, φτάνοντας μέχρι το σήμερα. Συχνά αναζητεί και εντοπίζει με σχετική ακρίβεια στο παρελθόν τις χρονικές αφετηρίες της παρούσας συγκυρίας (οικονομικής, δημοσιονομικής, δημογραφικής, μεταναστευτικής κ.τ.λ.). 

Ο Λιάκος αναφέρεται βεβαίως και σε κεφάλαια της πρόσφατης Ιστορίας, όπου είχε ενεργό δράση και ό ίδιος ως δρων υποκείμενο – για παράδειγμα, στον αντιδικτατορικό αγώνα, στο εκσυγχρονιστικό πείραμα Σημίτη κ.τ.λ., μιλώντας με έμμεσο αλλά όχι αδιόρατο τρόπο και για τη δική του πολιτική εμπλοκή (χαρακτηριστική η αναφορά του στον ΟΠΕΚ, σσ. 507/8, και στις συγκρούσεις που προκάλεσε το εγχειρίδιο Ιστορίας το 2006, σσ. 568-70).

Η εξέλιξη των γεγονότων και το «τι θα γινόταν αν»

Ανα-συνθέτοντας τον ελληνικό 20ό αιώνα-2
Γαλλική τουριστική αφίσα που διαφημίζει την Ελλάδα το 1930. Νόμισμα των είκοσι δραχμών από την εποχή που ίσχυε ακόμα το εθνικό νόμισμα, πριν από την έλευση του ευρώ. (Φωτ. SHUTTERSTOCK)

Ο εικοστός αιώνας του Λιάκου δεν αναδεικνύει τη χώρα μας σε κρυφό πρωτοπόρο ευρωπαϊκών εξελίξεων (Μ. Μαζάουερ), αλλά ούτε ως εκκρεμές μεταξύ ουραγού και θριαμβευτή (Στ. Καλύβας)· δεν είναι το κακομαθημένο παιδί της Ιστορίας (Κ. Κωστής) ή ένας εθνικός οργανισμός που εξελίσσεται με βιολογικούς όρους (Ρ. Μπίτον) – για να μνημονεύσουμε τις πιο πρόσφατες απόπειρες συνθετικής αποτίμησης. Ούτε όμως επικαθορίζεται από τον κατεξοχήν «αντιστασιακό λαό», σύμφωνα με την περίφημη διατύπωση του Νίκου Σβορώνου. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως η απόρριψη του όρου «παραδοξότητα» για την κατανόηση της ελληνικής Ιστορίας δεν οδηγεί τον Λιάκο στην εύκολη λύση της υιοθέτησης του αντίθετου δόγματος, δηλαδή της αποδοχής κάποιου είδους «κανονικότητας». Ο ίδιος χρησιμοποιεί προβοκατόρικα μια λέξη δανεισμένη από το τραπεζικό λεξιλόγιο (μόχλευση) για να περιγράψει τη «δυναμική της ανταλλαγής της ύλης ανάμεσα στην εθνική Ιστορία και στον κόσμο που την περιβάλλει». (25) Αυτή η αέναη αιώρηση ανάμεσα στο τοπικό και το διεθνές αναδεικνύεται μέσα από ένα περίτεχνο παιχνίδισμα ανάμεσα στο ζουμάρισμα στη λεπτομέρεια και τη μεγάλη εικόνα.

Τα ερωτήματα

Ο Λιάκος διακόπτει συχνά το αφήγημα για να θέσει ερωτήματα ή να απαριθμήσει εν είδει bulletpoints τις επιπτώσεις για παράδειγμα της βίας του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ή του νέου Μακεδονικού ζητήματος και της συζήτησης για τη γενοκτονία των Ποντίων – όπως ακριβώς θα έκανε σ’ ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο. Αλλού θέτει ανθρωπολογικού τύπου ερωτήματα που υπερβαίνουν τα συνήθη δίπολα (όπως για τον «κύκλο του αίματος» το ’40). Συχνά μας κάνει να αλλάζουμε οπτική για χιλιοειπωμένες ιστορίες, όπως για την εμπλοκή των ΗΠΑ στη δικτατορία των Συνταγματαρχών, που θα έπρεπε να ερμηνευθεί, σύμφωνα με τον ίδιο, όχι με όρους αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά μέσα από την (αναχρονιστική) γεωπολιτική «παρατοποθέτηση» της χώρας μας από Αμερικανούς αναλυτές, που ενίοτε χρησιμοποιούσαν σεξιστικά στερεότυπα όσον αφορά την Ελλάδα και την καχεκτική δημοκρατία της («δεν ειναι παρθένα», «οι πόρνες δεν βιάζονται» κ.τ.λ. – 395). 

Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, υποβάλλει ενδεχομενικότητες, σπάζοντας την τελεολογική θέαση της Ιστορίας και άρα υπενθυμίζοντάς μας πως δεν ήταν γραφτό ή δεδομένο τα πράγματα να εξελιχθούν όπως εξελίχθηκαν. 

Καταρρίπτοντας αυτό το ταμπού στην ιστορική γραφή ο Λιάκος δημιουργεί ένα απολαυστικό αφήγημα, όπου παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων παρακολουθούμε μια διαρκή ενσωματωμένη ερμηνεία του «πώς;» και του «γιατί;», ενίοτε αρθρωμένα ως ευθείες ερωτήσεις, αλλά και του «τι θα γινόταν αν» (φερ’ ειπείν τις τύχες της Ελλάδας το 1944 είχαν αναλάβει οι Αμερικανοί αντί των Βρετανών;).

Σε πείσμα, λοιπόν, όσων λένε πως στην Ελλάδα απουσιάζει η παράδοση ιστορικών συνθέσεων (σε αντίθεση με τους Αγγλοσάξονες), ο «Ελληνικός 20ός αιώνας» ανα-συνθέτει δεξιοτεχνικά ποικίλες ιστορικές προοπτικές και συναρθρώνει διαφορετικούς τύπους αφηγήσεων, σκιαγραφώντας αυτά τα εκατό χρόνια που μεσολάβησαν από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως τις απαρχές της οικονομικής κρίσης του 2009/10. Και αυτό χωρίς να ακολουθεί κάποια έτοιμη συνταγή ευσύνοπτης επιτομής – άλλωστε, ο ίδιος ο όγκος του βιβλίου μαρτυρεί το αντίθετο. Παρ’ όλα αυτά, το πόνημά του είναι ευκολοδιάβαστο και εύληπτο, σαν να απευθύνεται τόσο στο πλατύ κοινό, όσο και στον εξειδικευμένο αναγνώστη, πετυχαίνοντας μια εκ των πραγμάτων δύσκολη ισορροπία· κάπως σαν τον αιωρούμενο μπόμπιρα του εξωφύλλου.
 
* Ο κ. Κωστής Κορνέτης διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή