ΔΑΝΑΗ ΣΙΩΖΙΟΥ
Ενδεχόμενα τοπία
εκδ. Αντίποδες, σελ. 72
«Ευχάριστα» και «καλοφτιαγμένα» είναι δύο λέξεις που αποδίδουν το αίσθημα που δημιουργούν τα ποιήματα του υπό συζήτηση βιβλίου της Δανάης Σιώζιου (γεν. 1987). Οπως και το πρώτο βιβλίο της, που δικαίως βραβεύτηκε δις (βραβείο «Γιάννης Βαρβέρης» και Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα), έτσι και τα «Ενδεχόμενα τοπία» διαθέτουν χάρη και τέρπουν χωρίς αναγκαστική σπαζοκεφαλιά. Συναισθήματα πηγαία ώστε να τα αναγνωρίζει ο καθένας, αλλά και επεξεργασμένα επαρκώς, ώστε αναγνώστριες και αναγνώστες να μη νιώθουμε την αμηχανία της κλειδαρότρυπας, σκηνοθετούνται με άφοβη, παραμυθένια εικονοποιία. Το δε μαγικό στοιχείο στη Σιώζιου δεν μοιάζει ελληνικό, τουλάχιστον με την παραδοσιακή έννοια.
Ηδη από το πρώτο βιβλίο της επισημάναμε πόσο ανακουφίζει και απελευθερώνει ο τρόπος της ποιήτριας να τρέπει σε σύγχρονη ποιητική ύλη τα βιώματα του παιδιού των μεταναστών με τη φυσικότητα μιας παγκοσμιοποιημένης Ευρωπαίας. Η φωνή της απηχεί τα παραμύθια των βόρειων χωρών ταυτόχρονα με τη μαγεία του Θεσσαλικού κάμπου. Ακούγεται αυτονόητο αλλά δεν είναι. Η γραμματεία μας είναι γεμάτη νεότερους ποιητές που ερωτοτροπούν αφύσικα με μια πλαστή ιδέα του παραδοσιακού. Η Σιώζιου σκαλίζει τη φλογέρα της και τραγουδά με απλότητα, με τα ευρισκόμενα υλικά και προς τιμήν τους. Το αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Η μόνη φωνή που συνειρμικά διακρίνω πίσω από τους στίχους της είναι της μεγάλης και κατά βάσιν άγνωστης ακόμη στην Ελλάδα
Δανής ποιήτριας Inger Christensen (1935-2009). Ο τρόπος που ειδικά σε αυτό το δεύτερο βιβλίο της Σιώζιου το τοπίο (η εικόνα του εξωτερικού κόσμου) αναλαμβάνει να αφηγηθεί την ανθρώπινη περιπέτεια, τη θυμίζουν έντονα.
Ας έρθουμε όμως στα συγκεκριμένα ποιήματα του βιβλίου. Το απαρτίζουν πέντε ενότητες, διακριτές και αυτοτελείς. Η πρώτη ενότητα με τίτλο «Ελληνικό όνειρο» πραγματεύεται με σωστές αναλογίες, μέσα στα ίδια ποιήματα, ζητήματα ιδιωτικά και δημόσια, όπως το έχουμε δει να γίνεται υποδειγματικά στο «μ_otherpoem» του Αμανατίδη. Ο πατέρας, η ελληνική επαρχία, η φυγή από αυτήν, η Ιστορία, ο νόστος, η μνήμη τροφοδοτούν τα εννέα μεστά ποιήματα αυτής της ενότητας, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζω το «Τοπίο»: «Λέω τ’ όνομά του/ και μια κορυφογραμμή σχηματίζεται/ ένα χωριό βγαίνει από την ομίχλη/ και επιστρέφει στην ιστορία./ Φιλάει τη νύφη την ημέρα του γάμου του/ και ο εμφύλιος σταματά./ Τα πρόβατα πολλαπλασιάζονται σαν σύννεφα/ δεν υπάρχει ανοιχτός ορίζοντας, μόνο βουνά και γη/ λίγο παρακάτω στη μικρή πόλη ένα σινεμά/ το λιμάνι με τα καράβια και το λιμάνι με τα αεροπλάνα./ Πατέρα, λέω, όπως λέω Μινώταυρε/ Μινώταυρε, λέω, όπως λέω έθνος./ Ξαναλέω τ’ όνομά του/ και η πόλη καίγεται./ Μένει μονάχα μια γραμμή αίματος». Οπως και στον Αμανατίδη, έτσι και εδώ μας εντυπωσιάζει ευχάριστα όταν ένα καινούργιο ελληνικό ποίημα, με ύφος αυτόνομο, αναδεικνύει και αποδίδει καίρια έναν κοινό τόπο.
Μεσολαβούν τρεις ενότητες καλοφτιαγμένων ποιημάτων που η στενότητα του χώρου δεν επιτρέπει εδώ τον σχολιασμό τους. Στην τελευταία ενότητα («Καλή εποχή για φρούτα και χιόνι») διαβάζουμε ένα χαρακτηριστικό ποίημα ποιητικής με τίτλο «Διάρρηξη»: «Καθώς ανοίγω την πόρτα του σπιτιού μου,/ σκέφτομαι ότι η ποίηση είναι ένα προνόμιο/ όπως τα πολύ ακριβά παιχνίδια της παιδικής ηλικίας/ ή η εκατοστή ακρόαση του αγαπημένου σου τραγουδιού/ σε ιδανικές ακουστικές συνθήκες/ σαν φιλί με τον έρωτα της ζωής σου/ σαν εκατομμύρια λαμπερά πόνυ». Η νέα ποιήτρια πιάνει γερά το νήμα. Αν δεν την παρασύρει η ευχέρεια της διακόσμησης, στην οποία συχνά επιδίδεται, δικαιούμαστε να περιμένουμε εξαιρετικούς καρπούς από το έργο της.