Τα τελευταία χρόνια και ενόψει και της επετείου των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση και τη συζήτηση που αυτή η επέτειος γεννά, υπήρξαν κάποιες αφηγηματικές προσπάθειες από συγγραφείς δόκιμους που εκδόθηκαν φέτος και επιχείρησαν να ξανακοιτάξουν το ελληνικό 1821 πέρα από την ανιστόρητη, παιδαριώδη και ακραία εθνικιστική σχολική εικονογραφία. Αναφέρω τρεις από αυτές (έχοντας διαβάσει ολοκληρωμένα μόνον την τρίτη, για την οποία και θα επεκταθώ): το μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου «Πότε διάβολος, πότε άγγελος» με θέμα του μια έμμεση βιογράφηση του Καραϊσκάκη (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021), τον αφηγηματικό μονόλογο του Θωμά Κοροβίνη «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε – Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου» (εκδόσεις Αγρα, 2019) και τη θεατρική αφήγηση του Παντελή Μπουκάλα «Το μάγουλο της Παναγίας». Μια «αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη» (εκδόσεις Αγρα, 2021). Προφανής κοινός τόπος και στις τρεις αφηγήσεις η στοχοθεσία να αναζητηθεί το αίμα των ηρώων και όχι ένα έτσι κι αλλιώς υπονομευμένο επετειακό φωτοστέφανο. Στις αφηγήσεις του Κοροβίνη και του Μπουκάλα είναι φανερή και η θεατρική τους στοχοθεσία (στην περίπτωση του Μπουκάλα, μάλιστα, είναι και ρητά ομολογημένη: ο μονόλογος προέκυψε κατόπιν παρότρυνσης – ανάθεσης του σκηνοθέτη Θοδωρή Γκόνη). Επίσης αξιοσημείωτο είναι και τούτο: μέχρι στιγμής δεν έχουμε κάποια αντίστοιχη απόπειρα λογοτεχνικής επαναδιαπραγμάτευσης του εμφατικότερου πρωταγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης – του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Προφανώς οι 32.000 σφαγμένοι άμαχοι της Ντροπολιτσάς βαραίνουν πολύ και προκαλούν πολύτροπη αμηχανία.
Είναι η αλήθεια πως η ζωή του Γεωργίου Καραϊσκάκη ή Καραΐσκου ή Γύφτου υπήρξε τόσο μυθιστορηματική σε όλα τα επίπεδά της, ώστε αν κάποιος τη διαβάσει ως αφήγηση δίχως να γνωρίζει πως πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο θα τη θεωρήσει μια ανοικονόμητα υπερβολική μυθοπλασία – ή μια ελληνική εκδοχή του Αουρελιάνο Μπουενδία. Νόθος, απόκληρος και κατατρεγμένος από την πρώτη του ώρα, υπηρέτης του Αλή Πασά, αρματολός των Τούρκων, επαναστάτης και προδότης και προδομένος κι έπειτα πάλι επαναστάτης και πάλι προδομένος, βαριά άρρωστος (μάλλον από φυματίωση) σχεδόν σε όλη του την ενήλικη ζωή (μπορεί κανείς να τον χαρακτηρίσει ως «διαρκώς ετοιμοθάνατο»), τετραπέρατος, στρατηγικά μεγαλοφυής, εξωπραγματικά άτρομος, ακραία φιλόνικος αλλά αθυρόστομος, απερίγραπτα πειστικός αλλά και επιδραστικός, απρόσμενα ερωτικός (ανάμεσα στα άλλα ένας γάμος με τρία παιδιά αλλά και η θρυλική σχέση του με μια Τουρκοπούλα, τη Μαριώ, που τον συνόδευε στις εκστρατείες ντυμένη άντρας με το όνομα «Ζαφείρης» και έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος), δαιμονικός, διονυσιακός και αυτοκαταστροφικός ο Καραϊσκάκης κατέλαβε στο φαντασιακό της νεότερης Ελλάδας τη θέση ενός μύθου που παραπέμπει σε μια μάλλον ακαταλόγιστη ελληνική ιδιαιτερότητα («Πού πας παλικάρι, ωραίος σαν μύθος / και ολόισια στον θάνατο κολυμπάς» γράφει στην εμβληματική «Ωδή» του ο Διονύσης Σαββόπουλος). Το δυστύχημα είναι πως οι μύθοι λειτουργούν συνήθως ως στραγγάλη αυτοκατάφασης και εξαιρετισμού – που με τη σειρά τους θεριεύουν τον εθνικισμό και τον ρατσισμό. Ας πούμε το πιο προφανές παράδειγμα: η θρυλική αθυροστομία του Καραϊσκάκη (αυτή που κατά τον θρύλο έκανε το μάγουλο της εικόνας της Παναγίας του Αιτωλικού να κοκκινίσει) μεταγράφηκε συχνά σε θρασύδειλο πρωτοσέλιδο οπαδικών και νεοφασιστικών φυλλάδων. Μα έτσι εκφυλίζεται (από αντανακλαστικό ανυποταξίας γίνεται χυδαία βία) και μετασχηματίζεται σε εργαλείο οπαδικού ή εθνικιστικού μίσους.
Οσοι παρακολουθούν την πορεία του Παντελή Μπουκάλα στα γράμματα και στον δημόσιο λόγο τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες ήταν απολύτως βέβαιοι πως ο Καραϊσκάκης που θα γεννιότανε στις σελίδες του θα στέκονταν σε κάθε λέξη του και σε κάθε ανάσα του απέναντι στη μυθοποιημένη εκδοχή του αυτοκαταφατικού εξαιρετισμού. Και πράγματι, «πιάνοντας γραφή» για να γράψει για τον Γύφτο του, ο Μπουκάλας έχει στον νου του την ωραιότερη παράδοση των δημοτικών τραγουδιών: την επικράτεια όπου οι άνθρωποι αποκαλύπτονται γυμνοί μπροστά στη μεγάλη ανθρώπινη αντίφαση, όπου το καλό και το κακό μπλέκονται, σε ό,τι ονομάσαμε (πολύ υστερότερα) βυθό της ανθρώπινης κατάστασης. Και από την πρώτη στιγμή το σχολικό κάδρο κατεβαίνει: η σαχλή σχολική αφήγηση δίνει τη θέση της σε έναν άνθρωπο που φτιάχνει ο ίδιος τον λαβύρινθό του και χάνεται μέσα του βυθισμένος σε αντιφάσεις, ενοχές, παράπονα, απελπισία και ερημία του πλήθους.
Ο Μπουκάλας στήνει τη θεατρική αφήγησή του σε μια άχρονη σκηνή όπου εμφανίζονται τέσσερις αφηγητές: ο Καραϊσκάκης στην ηλικία του θανάτου του, ο προσωπικός του γραμματέας Δημήτριος Αινιάν στα είκοσι πέντε του, η σύντροφός του Μαριώ – «Ζαφείρης» και ένας γέροντας τυφλός λυράρης, «παλιός πολεμιστής του Καραϊσκάκη». Φυσικά η φωνή του «Καραΐσκου» είναι ο κεντρικός άξονας της αφήγησης – οι άλλοι τρεις ρόλοι φωτίζουν όσα οι σιωπές του κεντρικού ήρωα υπονοούν. Για τον χαρακτήρα της Μαριώς, για την οποία έχουμε ελάχιστα στοιχεία, ο Μπουκάλας παίρνει την ελευθερία να δώσει ένα δικό του σπαρακτικό τέλος, αντάξιο των δημοτικών τραγουδιών του έρωτα που τόσο αγαπάει: Μόλις καταλαβαίνει πως ο Καραϊσκάκης πεθαίνει, η Μαριώ ανεβαίνει στο άλογό του και χυμάει στα ντουφέκια των Τούρκων – για να την πυροβολήσουν και να πεθάνει πριν από αυτόν, «να ανοίξει τόπο καθαρό μέσα στην μούχλα» του Αδη, για να πλαγιάσει ο εραστής της.
Γιορτή της γλώσσας
Κανείς νομίζω δεν είχε αμφιβολία πως σε μια τέτοια «αυτοβιογραφική εικασία» γραμμένη από τον Μπουκάλα η γλώσσα θα γιόρταζε. Εχω την αίσθηση ότι δεν υπάρχει άλλος συγγραφέας (νιώθω πως ο ίδιος θα προτιμούσε το «γραφιάς») σήμερα στην Ελλάδα που να έχει τέτοια πολύπλευρη γλωσσική εποπτεία ώστε να αντεπεξέλθει σε μια τέτοια πρόκληση. Η ιδέα να γραφτεί η αφήγηση στο ρουμελιώτικο ιδίωμα (στη γλώσσα δηλαδή που μιλούσε ο Καραϊσκάκης) εγκαταλείφθηκε για τον προφανέστερο λόγο: δεν θα την καταλάβαινε κανείς σημερινός αναγνώστης. Αντίθετα στοχοθετήθηκε ένα πολύμορφα λαϊκό αφήγημα όπου θα ενωθούν τα τρία πλέον χρυσοφόρα ποτάμια του ελληνόγλωσσου 19ου αιώνα: η γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού (την οποία ο Μπουκάλας μελετάει επισταμένα επί δεκαετίες – «η δουλειά μου στο δημοτικό τραγούδι με έχει εγκαταστήσει σε άλλους αιώνες», γράφει ο ίδιος στον Επίλογό του), η ανάσα του Σολωμού, η γλώσσα του Μακρυγιάννη (και, πλάι σε αυτήν, η γλώσσα των απομνημονευμάτων των άλλων αγωνιστών). Το αποτέλεσμα είναι μια γλωσσική κιβωτός όπου το παρελθόν του ελληνικού λαϊκού λόγου σμίγει με τις αθυροστομίες του Γύφτου (που ακούγονται νεογέννητες, αποκαθαρμένες από τη χυδαιότητα της μεταγενέστερης χρήσης τους) αλλά και με την προσωπική, κατακτημένη εδώ και χρόνια, ποιητική λαλιά του Μπουκάλα, που νιώθω πως ακούγεται καθαρή.
Ηρωας που λάμπει γιατί έχει το θάρρος να κοιτάξει τις «ντροπές» του
Eνα ήταν για εμένα το ερώτημα όταν πήρα στα χέρια μου το βιβλίο «Το μάγουλο της Παναγίας»: το αν και το πώς ο Μπουκάλας θα βάλει στο στόμα του Καραϊσκάκη του τις ώρες της ηθικής κατάπτωσης, το στέγνωμα της ανθρώπινης συμπόνιας, την προσχώρηση στον φόνο – τις φριχτές ώρες που οι εθνικισμοί κρύβουν και οι σχολικές εικονογραφίες εξαφανίζουν τις ηθικές πληγές που γεννά η παθολογία του πολέμου και η ζοφερή πλευρά της ανθρώπινης κατάστασης. Και ο Μπουκάλας δείχνει να ξεκίνησε τη γραφή του έχοντας πάρει τις αποφάσεις του. Οι «ντροπές» του Καραϊσκάκη, όπως τις ονομάζει ο συγγραφέας διά στόματος του ήρωά του, βρίσκονται στο κέντρο (ή σε ένα από τα κέντρα) της αφήγησής του. Ποιες είναι αυτές οι «ντροπές»; Οι πολύμορφες συνεργασίες του Καραϊσκάκη με τους Τούρκους ή και η απειλή για επανάληψή τους στις θυελλώδεις έριδες του ελληνικού στρατοπέδου, η φριχτή πυραμίδα με τα κομμένα κεφάλια των Τούρκων νεκρών μετά τη μάχη της Αράχωβας και, το ακόμη χειρότερο, η σφαγή των Αρβανιτών αιχμαλώτων στο Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα τον Απρίλιο του 1827, παρά την αντίθετη υπόσχεση που ο ίδιος είχε δώσει για να παραδοθούν. Ο Μπουκάλας δίνει σε αυτές τις «εξομολογήσεις» του ήρωά του ορισμένες από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου του: ειδικά η περιγραφή για το στήσιμο του πύργου των κομμένων κεφαλιών των Τούρκων στην Αράχωβα (όπου στο τέλος πλένει ο ίδιος τα κεφάλια των μπέηδων που τοποθετεί πλάι στη φριχτή επιγραφή) είναι από τις πιο φριχτές (αλλά και πιο τίμιες) περιγραφές
της λογοτεχνίας μας.
Γεννιέται ένα αυτονόητο ερώτημα – που αφορά και όλες τις αντίστοιχες αφηγηματικές προσπάθειες: πόση σχέση έχει ο Καραϊσκάκης που ζωντανεύει στην αφήγηση του Μπουκάλα με τον αληθινό Καραϊσκάκη. Θα λογάριαζε πράγματι ο αληθινός Καραϊσκάκης για «ντροπή» την πυραμίδα της Αράχωβας – ή θα την καμάρωνε ως απολύτως φυσικό επακόλουθο μιας νίκης; Το ερώτημα μπορεί να απαντηθεί μονάχα εν μέρει, καθώς την κρυφή αλήθεια ενός ανθρώπου δεν μπορεί να τη γνωρίζει ούτε καν ο ίδιος – πόσο μάλλον ένας συγγραφέας μετά 200 χρόνια. Αλλά αυτό που καταθέτει ως ψυχισμό του Καραϊσκάκη ο Μπουκάλας σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει εν κενώ. Εχουμε επαρκή ιστορικά δεδομένα για την οργή και την απόγνωση του Καραϊσκάκη για τη σφαγή του Αγίου Σπυρίδωνα, όπου αποφάσισε να εγκαταλείψει τον πόλεμο: «Δεν θέλω πια να κυβερνάω ένα τέτοιο άπιστο ασκέρι…» Και μπορώ να πω πως ο άνθρωπος που σχηματίζεται στις σελίδες από το «Μάγουλο της Παναγίας» (και ελπίζω σύντομα να αναδυθεί και στη σκηνή) διεκδικεί θαρρείς λυσσασμένα τη σάρκα και το αίμα του. Αρα δεν είναι μπορετό για έναν τέτοιο ήρωα, την ώρα του απολογισμού του, να μην στρέψει τα μάτια του στα ματωμένα χέρια του, στις ενοχές του.
Είναι προφανές ότι στα δικά μου μάτια ο Καραϊσκάκης ετούτου του βιβλίου λάμπει – κι όχι γιατί κατάφερε με τα βρισίδια του να κοκκινίσει το μάγουλο της Παναγίας στην εικόνα της στην εκκλησία του Αιτωλικού. Ο Καραϊσκάκης του Μπουκάλα λάμπει γιατί έχει την τόλμη (ή και το ήθος) να σηκώσει τα ματωμένα χέρια του και να τα κοιτάξει. Και να δει σε αυτά το σκοτεινό αίμα των ανθρώπων.