Όσα σημάδεψαν την αυγή του ελληνικού 20ού αιώνα

Όσα σημάδεψαν την αυγή του ελληνικού 20ού αιώνα

3' 42" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΑΣ
1909. Η μετάβαση της Ελλάδας στον 20ό αιώνα
εκδ. Μεταίχμιο

Αν η Ευρώπη εισήλθε στον «σύντομο» 20ό αιώνα στα 1914, με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα άρχισε την πορεία της σε αυτόν τον ταραγμένο αιώνα στα 1909, όταν η εκδήλωση του κινήματος του Στρατιωτικού Συνδέσμου και η είσοδος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας μετέβαλαν ριζικά το ελληνικό πολιτικό σκηνικό.

Αυτό το ορόσημο –τα γεγονότα που το ορίζουν, τις προεκτάσεις και τις αντιφάσεις του– ανασυγκροτεί ο Σωτήρης Ριζάς, διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών στο βιβλίο του, «1909. Η μετάβαση της Ελλάδας στον 20ό αιώνα». Το βιβλίο αποτελεί το πρώτο δείγμα μιας ενδιαφέρουσας σειράς των εκδόσεων Μεταίχμιο υπό τον τίτλο Χρονιές που σημάδεψαν τη νεοελληνική ιστορία. 

Μεταξύ άλλων, το βιβλίο αξιοποιεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αρχειακό υλικό που περιλαμβάνει τις καταγραφές ξένων διπλωματών, και ιδιαίτερα του Βρετανού πρέσβη στην Αθήνα, Sir Francis Elliott, για όσα διαδραματίστηκαν πριν, κατά τη διάρκεια και στον απόηχο του στρατιωτικού κινήματος. Η παρουσίαση αυτού του υλικού φέρνει στην επιφάνεια τις αντιλήψεις του «ξένου παράγοντα» για την ελληνική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, ενώ συγχρόνως φωτίζει τις σκέψεις και τις ενέργειες ορισμένων εκ των πρωταγωνιστών των γεγονότων, και κυριότερα του Γεωργίου Α΄, ο οποίος αν και παρέμεινε στον ελληνικό θρόνο για μισό αιώνα, είναι, σε ένα βαθμό, από τα λιγότερο μελετημένα πρόσωπα της ελληνικής ιστορίας. 

Ο ρόλος του Παλατιού

Ο ρόλος της βασιλείας, άλλωστε, τόσο ως παράγοντας της κρίσης που οδήγησε στα γεγονότα του 1909, όσο και ως παράγοντας που επηρέασε την έκβασή τους, αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο της προβληματικής που αναπτύσσει ο Ριζάς. Ειδικότερα, ο ρόλος του Παλατιού στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού και κομματικού συστήματος, στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, καθώς και η σχέση του με τον Στρατό αποτελεί βασικό ερμηνευτικό κλειδί στην προσέγγιση του συγγραφέα. Από τη σκοπιά αυτή, το βιβλίο συμπληρώνει την ανάλυση του Ριζά, όπως έχει παρουσιαστεί σε άλλα έργα του, αναφορικά με τον ρόλο της βασιλείας στην ελληνική πολιτική ζωή τόσο κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού όσο και κατά τη μετεμφυλιακή περίοδο.

Παράλληλα προς τις διπλωματικές πηγές, τις μαρτυρίες πολιτικών και στρατιωτικών και την ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με γόνιμο τρόπο τον Τύπο ως πηγή για να εξοικειώσει τον αναγνώστη με τις ιδεολογικές τάσεις και τις διαθέσεις της κοινής γνώμης της εποχής. Ο σχολιασμός της αρθρογραφίας μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε τη διάχυτη, πριν από την εκδήλωση του Κινήματος, αντίληψη περί «αδυναμίας» του ελληνικού κράτους, μια αντίληψη που αφορούσε τόσο την προώθηση των επιδιώξεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής –οι οποίες σε αυτή την ιστορική περίοδο περιστρέφονται γύρω από εκδοχές της «Μεγάλης Ιδέας»– όσο και την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία του κράτους ως διοικητικού μηχανισμού.

Το Κρητικό Ζήτημα

Αν λοιπόν το Κρητικό Ζήτημα είναι μία σημαντική εστία έντασης στην εν λόγω περίοδο, η κοινωνική δυσφορία για τη διαφθορά, την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού, την έλλειψη αξιοκρατίας στις τάξεις του στρατεύματος και όχι μόνο, η οποία συμπυκνώνεται στην έννοια της «κακοδιοίκησης», αποτελεί την άλλη όψη αυτής της κρίσης νομιμοποίησης. Υπό αυτό το πρίσμα, της γενικευμένης πεποίθησης ότι το υφιστάμενο σύστημα εξουσίας αδυνατούσε να ελέγξει τις εξελίξεις, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την απουσία αντίστασης σε μια στρατιωτική επέμβαση, η οποία δεν συνοδεύτηκε από κάποιου είδους λαϊκή συμμετοχή ή μαζική κινητοποίηση. Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του βιβλίου είναι η ανάδειξη των αντιφάσεων που ενυπάρχουν στο συγκεκριμένο επεισόδιο στρατιωτικής επέμβασης, στο οποίο η ενέργεια του πραξικοπήματος δεν οδηγεί στην εδραίωση μιας δικτατορίας, ενώ τόσο στους διακηρυγμένους στόχους του όσο και στα αποτελέσματά του ξεχωρίζει η προώθηση μιας εκσυγχρονιστικής και μεταρρυθμιστικής ατζέντας. Ενδεικτική αυτών των αντιφάσεων είναι η στάση του Ελευθερίου Βενιζέλου έναντι των πεπραγμένων του Στρατιωτικού Συνδέσμου, η οποία αντιπροσωπεύει και ορισμένες από τις αντιφάσεις του ελληνικού φιλελευθερισμού στον 20ό αιώνα. Η αποδοχή της παρέμβασης του στρατού για την προώθηση πολιτικών στόχων οδηγεί τον Ριζά στη διατύπωση μιας κρίσιμης παρατήρησης που δεν αφορά μόνο το πρόσωπο του Βενιζέλου, αλλά συνολικά όσα σημάδεψαν την ελληνική πολιτική ζωή στις επόμενες δεκαετίες: «Ο ίδιος ως εκπρόσωπος των μεταρρυθμιστικών στοιχείων θα εισήγε μια παράμετρο αστάθειας, θα κατέφευγε στη χρήση μέσων τα οποία υπονόμευαν σε τελική ανάλυση τον απώτερο στόχο του εκσυγχρονισμού μιας χώρας που έπασχε από αδύναμους πολιτικούς θεσμούς και θεσμούς διοίκησης» (σ. 132). Η θέση αυτή, τόσο ως διαπίστωση όσο και ως ανοικτό ερώτημα, μπορεί να φωτίσει ορισμένες από τις αδυναμίες και τις αστοχίες στην πορεία του ελληνικού εκσυγχρονισμού στον 20ό αιώνα.
 
* Η κ. Τζένη Λιαλιούτη είναι επίκουρη καθηγήτρια Ιστορίας, τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή