Θα πηγαίναμε στη Δονούσα για να παραλάβουμε και να φέρουμε στην Τήνο την «Αρχόντισσα», μια όμορφη ξύλινη βάρκα σκαρωμένη το 1979 στο ναυπηγείο του Μαυρίκου, στην Ερμούπολη, που ζούσε τα τελευταία χρόνια μια δεύτερη νιότη στα χέρια του Πανορμίτη, ενός νέου μάστορα, απόγονου καραβομαραγκών από τη Σύμη. Τα 45 ναυτικά μίλια απόσταση, όμως, δεν ήταν λίγα. Μια τέτοια πλεύση θα προϋπέθετε ένα ικανό παράθυρο καλοκαιρίας, καθότι η Δονούσα βρίσκεται σε ένα σημείο των Κυκλάδων που το χτυπούν όλοι οι καιροί. Οταν, λοιπόν, είδαμε πως ένα Σαββατοκύριακο του Ιουλίου έδινε μπουνάτσα για δύο μέρες, αποφασίσαμε να φύγουμε. Το όχημά μας θα ήταν ένα συριανό τρεχαντήρι φτιαγμένο στου «Φουσκή» στις αρχές του ’80, η «Κάλλια Μ.», πρόσφατα ανακαινισμένο από τον Δημήτρη, τον Συριανό του ιδιοκτήτη. Οταν κατέπλευσε στο λιμάνι της Τήνου για να με παραλάβει, έμοιαζε με αληθινό στολίδι και με τη νέα του ιστιοφορία αποτελούσε εικόνα από αλλοτινή εποχή. Στις τέσσερις το απόγευμα βγήκαμε από τους λιμενοβραχίονες και το ταξίδι είχε ξεκινήσει.
Το στενό του Τσικνιά μάς υποδέχτηκε με φουσκοθαλασσιά, απομεινάρι του βοριά που φύσαγε για μέρες, που πέρα από τη Μύκονο έγινε πιο ζωηρή. Τα κύματα ταξίδευαν από μακριά και μας χτυπούσαν δευτερόπρυμα. Ο Δημήτρης με ενθουσιασμό άνοιξε τον φλόκο. To μικρό τρίγωνο πανί απλώθηκε κόκκινο μέσα στο τελευταίο φως της μέρας. Ενα μεγάλο φορτηγό πλοίο πέρασε κοντά μας, προς τα ανατολικά, και μετά γλίστρησε μπροστά μας και ένα ολόφωτο φέρι της γραμμής. Και τα δύο πλοία έμοιαζαν σαν πλωτά μικρά κρατίδια, σαν γίγαντες που μας κοίταζαν με συμπάθεια. Χαθήκαμε μέσα στον χορό των κυμάτων και η ώρα πέρασε. Αφήσαμε στα δεξιά μας τον φάρο του βορινού ακρωτηρίου της Νάξου και τα φώτα του παραθαλάσσιου οικισμού του Απόλλωνα εμφανίσθηκαν σαν στολίδια μέσα στο πρώτο σκοτάδι. Βλέπαμε ήδη τη Δονούσα στον ορίζοντα, αλλά ξέραμε πως θα φθάναμε σε ένα τρίωρο, μπορεί και μεσάνυχτα – τα ξύλινα σκαριά μας είναι πανέμορφα αλλά αργά. Οταν πήρε το τιμόνι ο Δημήτρης, με νανούρισε ο ήχος της παλιάς μηχανής Lister και ξύπνησα λίγη ώρα πριν φθάσουμε. Τα βράχια της Δονούσας ήταν πια δίπλα μας και ένα πράσινο φως άρχισε να κάνει μια αργή, αθόρυβη ελεύθερη πτώση, από τον ουρανό έως τις βουνοκορφές. Ενα κομμάτι πέτρας από το μακρινό Διάστημα έσβησε πάνω από το μικρό Κυκλαδονήσι.
Σύντομα βρισκόμασταν εξαντλημένοι στα κρεβάτια μας, σε ένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο. «Αύριο θα πάμε βόλτες στο νησί με τα καΐκια», είπε ο Πανορμίτης όταν μας καληνύχτισε, και πράγματι, την επόμενη μέρα πλεύσαμε πάνω σε όμορφα ξύλινα σκαριά προς τα βορινά λημέρια του νησιού, ώς την αλλόκοσμη «Φωκοσπηλιά», που έμοιαζε σαν παλιά πειρατική κρυψώνα. Και όμως, από την ώρα που πάτησα τη Δονούσα ήξερα πως η «Αρχόντισσα» ανυπομονούσε να φύγει για την Τήνο και η σκέψη πως θα έπρεπε να την ταξιδέψω μόνος μου, με τη μικρή μου θαλασσινή εμπειρία, καθόταν σαν μαύρο σύννεφο από πάνω μου.
Ειρωνικά, όταν ξημέρωσε Κυριακή, η μέρα της πλεύσης, είχε συννεφιά. Είναι αληθινά εντυπωσιακό πώς μπορεί να αλλάξει τόσο δραματικά ο καιρός τόσο γρήγορα στις Κυκλάδες. Οταν, έπειτα από μια σειρά αναποδιές της τελευταίας στιγμής καταφέραμε και σαλπάραμε, αργοπορημένα, στις δέκα το πρωί, ο νοτιάς είχε φρεσκάρει.
Μόλις βγήκαμε στ’ ανοιχτά εμφανίσθηκαν γύρω μας, διακριτικά και αθόρυβα, σκουρόχρωμα δελφίνια. Εξαφανίστηκαν έτσι σιωπηλά όπως εμφανίσθηκαν. Και τότε άκουσα τον κινητήρα της «Αρχόντισσας» να ηχεί παράξενα. Εβαλα κράτει, έκανα νόημα στον Δημήτρη, με πλεύρισε, προσπαθήσαμε να βγάλουμε άκρη – δεν τα καταφέραμε. Αποφασίσαμε να ρυμουλκήσουμε την «Αρχόντισσα» με την «Κάλλια» και να πάμε στη Νάξο, στον όρμο του Λιώνα που βλέπαμε απέναντί μας, για να προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε το πρόβλημα. Εκεί, σε έναν οικισμό που έμοιαζε να ξεπηδά από τη δεκαετία του ’80, συναντήσαμε μια μικροσκοπική κοιτίδα γαλήνιου στεριανού πολιτισμού, τελείως αδιάφορη για τα ναυτικά μας μπλεξίματα. Δέσαμε αρόδο και μιλήσαμε τηλεφωνικά με τον μηχανικό.
Η διάγνωση ήταν οριστική: έπρεπε να συνεχίσουμε με ρυμούλκηση. Σαλπάραμε για τον Απόλλωνα, στο βορινό άκρο του νησιού, και σε μια ώρα ήμασταν εκεί. Οι ταβέρνες ήταν γεμάτες, η μικρή πλαζ πολύβουη και ένας ορεινός όγκος απέναντι μας έκλεινε τον όρμο σαν πέτρινος γίγαντας. Πέρα από τους κάβους παραμόνευε το τελευταίο μπράτσο προς την Τήνο. «Ας αφήσουμε εδώ την “Αρχόντισσα”, πώς θα τη ρυμουλκήσουμε για τόσο μεγάλη απόσταση και με καιρό;», σκεφτήκαμε. Κοιτάξαμε τις μετεωρολογικές προγνώσεις και δεν ήταν ευοίωνες. Επρεπε όμως να πάρουμε μια απόφαση. Τελικά, σαλπάραμε.
Μισή ώρα μετά τον Απόλλωνα το τρεχαντήρι ακινητοποιήθηκε. Ενα μεγάλο πλαστικό σακί είχε σφηνωθεί στην προπέλα. «Πάρε μάσκα, μαχαίρι και βούτα», είπε ο Δημήτρης. Τα μπούνια του τρεχαντηριού πήγαιναν να με χτυπήσουν στο κεφάλι και ο αναπνευστήρας ήταν κάτι άχρηστο, αφού οι ριπές των κυμάτων τον πλημμύριζαν. Επαιρνα ανάσα, ξαναβουτούσα, έπρεπε να βγάλω κάθε ίνα από την προπέλα. Μια ώρα μετά, επιτέλους, βάλαμε πάλι μπρος. Αφήνοντας πίσω τη Νάξο, βάζοντας γραμμή για Δήλο, ένα φορτηγό της Salamis Lines πέρασε δίπλα μας και μας χαιρέτησε με την κόρνα του, σαν να έλεγε «κουράγιο, μικρό καϊκάκι, μπαίνεις σε νοτιά». Και πράγματι, ο νοτιάς έτριξε τα δόντια του και συνέχισε να τα τρίζει για ώρες. Τα κύματα έφταναν ώς και δύο μέτρα ύψος. Με τον καιρό να μας χτυπάει στα πλάγια και την τόσο αργή μας ταχύτητα, το στενό Δήλου – Μυκόνου θα αργούσε να έρθει.
Ηξερα πως έπρεπε να μείνω εκεί για ώρες, να ανεβαίνω και να κατεβαίνω όσο πιο ομαλά μπορώ μέσα στα κύματα, να προσέχω κάθε δευτερόλεπτο, κάθε στιγμή το τιμόνι, τη θάλασσα, τις οδηγίες του Δημήτρη. Η σκέψη ήταν μία, η επίκληση σε έναν άγνωστο θεό ήταν μία και μοναδική: «Ας κουνιόμαστε πάνω – κάτω για ώρες, αρκεί να μην μπλεχτεί πάλι μια σακούλα στην προπέλα, αρκεί να μην πάθει κάτι η μηχανή…». Επειτα από τέσσερις ώρες πλεύση έχανες την αίσθηση του χρόνου. Εμεναν μόνο τα κύματα και ο σκληρός νόμος τους και τα χέρια που μυρμήγκιαζαν πάνω στη λαγουδέρα και τα ρέλια.
Εκεί έξω τα μαθήματα παίρνονται με λάθη και αποφάσεις
Οι ώρες πέρασαν. Πλησιάσαμε τη Μύκονο. Και ενώ σιγά σιγά εμφανιζόταν η φωταγωγία από τη Χώρα του νησιού και τα νερά κάπως ησύχαζαν, εμφανίστηκε μια σκιά στην άκρη του ματιού μου. Μέσα στο φεγγαρόφωτο, μια γιγάντια θαλαμηγός, ένα φάντασμα, ερχόταν πάνω μας με τρομακτική ταχύτητα. Πρόλαβα να δω το φως στη γέφυρά της, εκεί κάπου ψηλά, ένα απαλό πορτοκαλί, γαλήνιο, πολυτελές. To γιγάντιο σκάφος έστριψε απότομα την τελευταία στιγμή. Δεν πρόλαβαν να μας δουν στο ραντάρ τους ή μήπως μας έκαναν μια χοντροκομμένη πλάκα; Τα απόνερα ήταν τρομακτικά και μας κυνήγησαν σαν κοπάδι από άγρια ζώα για αρκετή ώρα. Οταν μας έφτασαν, βουτήξαμε στο κενό και εμείς και οι βάρκες μας. Οταν όλο αυτό πέρασε, δεν είχαμε κουράγιο καν να μιλήσουμε. Είπαμε μόνο να πάμε σε έναν όρμο απάγκιο, στα Ρήνεια, να ξεκουραστούμε. Ο ύπνος ήταν σκοτεινός, βαθύς και σιωπηλός, πάνω στο κατάστρωμα, χωρίς ανέσεις, χωρίς λόγια, χωρίς σκέψεις.
Ξημερώματα φύγαμε για την Τήνο. Τη βλέπαμε απέναντί μας, δίπλα μας, αλλά φυσικά δεν θα μας χαρίζονταν έτσι εύκολα αυτά τα τελευταία 11 μίλια. Ο νοτιάς συνέχιζε αγριεμένος και σε ένα μεγάλο κύμα έξω από τα ανοιχτά της Τήνου, σε ένα βίαιο τράβηγμα, ξεκόλλησε ένα μαδέρι από την πλώρη της «Αρχόντισσας». Το Αιγαίο ήταν λες και μας είπε: «Θα γυρίσετε σώοι και η βάρκα θα φθάσει στον προορισμό της – αλλά θέλω ένα κομμάτι της». Ο νοτιάς συνέχισε να μας τιμωρεί έως την τελευταία στιγμή, μέχρι να μπούμε μέσα στους λιμενοβραχίονες. Δένοντας μπροστά από τον παραλιακό δρόμο, όλα όσα εξελίσσονταν εκεί –τα κορναρίσματα, οι φωνές, η ζωή που συνέχιζε–, όλα έμοιαζαν ιλαρά, διασκεδαστικά και τελείως ασήμαντα.
Στα ανοιχτά της Νάξου, πλέοντας μέσα σε πέντε μποφόρ νοτιά, άκουσα πεντακάθαρα το μήνυμα από το τοπίο, που έλεγε ψιθυριστά: «Είσαι ένα τίποτα». Και είναι παράξενο, μαγικό και τρομακτικό συνάμα, ένα πράγμα τόσο αιώνιο, τόσο αρχαίο, τόσο όμορφο, να σου λέει τέτοια λόγια. Ισως, όμως, να υπάρχει και ένα σενάριο ακόμα πιο ανατριχιαστικό: ίσως το Αιγαίο τελικά να μην έδωσε κανένα μήνυμα, να μην έδωσε την παραμικρή σημασία, να μην είπε απολύτως τίποτα. Και, όπως σε όλες τις θαλασσινές περιπέτειες, μικρές ή μεγάλες, γεννήθηκαν και αυτή τη φορά τα γνωστά ερωτήματα: τι κάναμε σωστά, τι λάθος, πού πήραμε παραπάνω ρίσκα, πού φερθήκαμε με επικίνδυνη άγνοια, που φανήκαμε άξιοι, τι κερδίσαμε;
Ο Δημήτρης είπε έπειτα από δυο μέρες: «Πρώτα τα ζεις και μετά μιλάς γι’ αυτά». Ναι, κάναμε λάθη. Αλλά πήραμε μαθήματα. Και εκεί έξω, σε αυτόν τον χώρο που δεν είναι φτιαγμένος για τα όντα της στεριάς, σε αυτή την υδάτινη απεραντοσύνη που μοιάζει με το Διάστημα, εκεί που τα ξύλινα σκαριά γίνονται μικρά διαστημόπλοια και εμείς κοσμοναύτες, τα μαθήματα παίρνονται με λάθη και αποφάσεις.