Μεγάλη εμπειρία, φτωχές γνώσεις 

Μεγάλη εμπειρία, φτωχές γνώσεις 

6' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

To ελληνικό κράτος ουδέποτε ασχολήθηκε σοβαρά με την εκπόνηση συνεπούς αμυντικής πολιτικής. Ο στρατός του 19ου αιώνα ήταν ένας καχεκτικός και με πτωχή εκπαίδευση οργανισμός. Καθώς η πολεμική τέχνη με τη βοήθεια της τεχνολογίας εξελισσόταν σε περισσότερο επιστημονική βάση, η διοίκηση ενός στρατεύματος κατέστη πολύπλοκη, απαιτώντας τη μελέτη πλήθους παραμέτρων και τεχνικών ζητημάτων που έπρεπε να λυθούν. Προέκυψε συνεπώς για τις ανώτερες διοικήσεις η ανάγκη ειδικά καταρτισμένων στελεχών με ανώτερη εκπαίδευση σε θέματα τακτικής, οργάνωσης και διοίκησης. Ο Ελληνικός Στρατός επέδειξε και σε αυτόν τον τομέα μεγάλη καθυστέρηση.

Στη Γερμανία, από το 1801, ήδη, είχε ιδρυθεί στο Βερολίνο Ακαδημία Πολέμου (Kriegsakademie), όπου οι μελλοντικοί επιτελείς φοιτούσαν επί 3 έτη, ενώ μόλις το 1876 συνεστήθη στο Παρίσι Ανωτέρα Σχολή Πολέμου (Εcole Superieure de Guerre) 2ετούς κύκλου σπουδών. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έσπευσε από το 1845 να ιδρύσει Πολεμική Σχολή Γενικού Επιτελείου (Erkαn-ι Harbiye Mektebi) με 3ετές πρόγραμμα σπουδών, ενώ εξακολούθησε την εκπαίδευση επιτελών σε Γαλλία, Γερμανία.

Χαρακτηριστικά, το 1902 ο οθωμανικός στρατός διέθετε περίπου 550 αξιωματικούς αποφοίτους επιτελικών σχολών, σε σύγκριση με τους τέσσερις της Ελλάδας!

Ο πρώτος Ελληνας που είχε την ευκαιρία πλήρους επιτελικής μόρφωσης, ήταν ο ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Νικόλαος Τρικούπης το 1893, όταν εισήχθη στην Εcole Supérieure de Guerre, αφού προηγουμένως επί 4ετία είχε εκπαιδευθεί σε γαλλικές μονάδες και σχολές. Η περίπτωση του συγκεκριμένου ήταν μοναδική, καθώς μόλις είχε αποφοιτήσει από το Στρατιωτικό Σχολείο Ευελπίδων και η ιδιαίτερη εύνοια της υπηρεσίας οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν ανιψιός του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη. 

Ο ελληνο-οθωμανικός Πόλεμος του 1897 απέδειξε την πλήρη ανεπάρκεια του Ελληνικού Στρατού σε όλους τους τομείς, ωθώντας τον αρχιστράτηγο Διάδοχο Κωνσταντίνο –που με οδυνηρό τρόπο διαπίστωσε τη χαοτική κατάσταση στο Στρατηγείο– να ζητήσει από τον Γερμανό αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β΄ την άδεια προς φοίτηση Ελλήνων αξιωματικών στην Kriegsakademie. Πράγματι, το 1899 μετέβησαν στην ακαδημία οι ανθυπολοχαγοί Μηχανικού Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, Ιωάννης Μεταξάς, Ξενοφών Στρατηγός, οι οποίοι αποφοιτώντας το 1902, υπηρέτησαν για έξι μήνες σε μονάδες Πεζικού του γερμανικού στρατού. Η αποστολή αξιωματικών σε πολεμικές ακαδημίες συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια και μετά το 1912 –οπότε η κυβέρνηση Βενιζέλου προσκάλεσε τη Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή– άρχισε η φοίτηση σε μεγαλύτερους αριθμούς στην Εcole Supérieure de Guerre.

Μεγάλη εμπειρία, φτωχές γνώσεις -1
Το στρατηγείο του Γ΄ Σώματος Στρατού στο Παζαρτζίκ.

Το περιορισμένο και πολύτιμο αυτό ανθρώπινο δυναμικό για το στράτευμα παρασύρθηκε στη δίνη του Διχασμού που ξέσπασε στη χώρα το 1915. Εκτιμάται ότι έως το 1921, ο Ελληνικός Στρατός διέθετε έναν πυρήνα 30 αξιωματικών πλήρως εκπαιδευμένων σε Γαλλία και Γερμανία, ενώ άλλοι 20 είχαν παρακολουθήσει το 1914 σχετικά μαθήματα ετησίου κύκλου στην Ελλάδα, που οργάνωσε η Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή. Επικεντρώνοντας στους 30 εκπαιδευθέντες στο εξωτερικό, 10 βενιζελικοί παραιτήθηκαν μετά τις εκλογές του 1920, ενώ ήδη άλλοι τέσσερις είχαν αποστρατευθεί (λ.χ. Α. Γρίβας, Ι. Μεταξάς) και ένας (Α. Βενετσανόπουλος) είχε μεταταχθεί στο Οικονομικό, ώστε λίγο πριν από την έναρξη κρισίμων επιχειρήσεων να έχει απομείνει διαθέσιμο το ήμισυ αυτών. Νέες διαρροές όμως σημειώθηκαν, καθώς ο Ξ. Στρατηγός πολιτεύθηκε και ο Ι. Παπαβασιλείου τοποθετήθηκε στρατιωτικός ακόλουθος στη Ρώμη. Παράλληλα, ο Μ. Πάσσαρης ανέλαβε καθήκοντα επιτελάρχη στη Στρατιά Θράκης, ενώ ο Δ. Σκαρπαλέζος στην Επιτελική Υπηρεσία στην Αθήνα, η οποία ουδεμία εμπλοκή είχε στις επιχειρήσεις. Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι ο Ε. Μπακιρτζής με την επιστροφή του από το Παρίσι δεν αξιοποιήθηκε κατάλληλα, τοποθετούμενος απλά ως διοικητής πυροβολαρχίας. Ακόμα και οι Ν. Τρικούπης, Γ. Βαλέττας αναλαμβάνοντας διοικητές μεραρχιών, μπορούσε να θεωρηθεί ότι δεν εμπλέκοντο σε επιτελικό έργο, ωφέλιμο στις επιχειρήσεις. 

Την περίοδο εκείνη, στη Μικρά Ασία υφίστατο ανάγκη προς επάνδρωση 16 επιτελικών γραφείων (Στρατιά, 3 Σώματα Στρατού, 11 μεραρχίες Πεζικού, μία ταξιαρχία Ιππικού), τα οποία στοιχειωδώς απαιτούσαν τουλάχιστον 70 επιτελικούς. Εναντι αυτών, εκ των περίπου 10 υφισταμένων, μόλις οι πέντε αξιοποιήθηκαν με τον έναν ή άλλον τρόπο στα επιτελικά γραφεία της Στρατιάς. Πράγματι, μόνο οι Κ. Πάλλης, Π. Σαρρηγιάννης, Ν. Ραγκαβής, Ε. Βερνάρδος άσκησαν αμιγώς επιτελικά καθήκοντα, ενώ ο ανακληθείς στην Επιτελική Υπηρεσία Ξ. Στρατηγός, εξαιτίας αντιπάθειας με τον Αρχηγό Β. Δούσμανη, ζήτησε και τοποθετήθηκε σύνδεσμος –με απροσδιόριστες αρμοδιότητες– στη Μικρά Ασία. 

Μοιραία, οι υπόλοιπες ανάγκες σε επίπεδο σωμάτων/μεραρχιών καλύφθηκαν με κατά βάση «εμπειρικούς» επιτελείς και μόλις πέντε που είχαν παραμείνει σε υπηρεσία από τους περίπου 20 στοιχειωδώς εκπαιδευθέντες στην Ελλάδα (λ.χ. Γ. Σπυρίδων, Λ. Σαγιάς, Α. Παπάγος). Στις επικείμενες επιχειρήσεις του 1921, τα ελληνικά επιτελεία αντιπαρατέθηκαν με τους πολυπληθέστερους διπλωματούχους Οθωμανούς επιτελείς, που είχαν πολλαπλάσιες ευκαιρίες αποκόμισης πολεμικής εμπειρίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο σε χρονική διάρκεια, όσο και σε ποικιλία επιχειρησιακών καταστάσεων και θεάτρων πολέμου. 

Ο νέος αρχιστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας δεν είχε υποστεί εκπαίδευση επιτελούς, ούτε καν είχε φοιτήσει σε παραγωγική σχολή. Εχοντας καταταγεί ως εθελοντής, κατά τη μακρά παραμονή του στο στράτευμα ανήλθε στην κορυφή της ιεραρχίας, ως αποτέλεσμα των εκτάκτων συνθηκών που επικράτησαν τότε. Οντως, ο Ελληνικός Στρατός εξελίχθηκε απότομα μετά τους Βαλκανικούς, οπότε από μια δύναμη 4 μεραρχιών αναπτύχθηκε σε ένα σύνολο 5 σωμάτων στρατού (15 μεραρχίες), αντιμετωπίζοντας οξύτατες ανάγκες εξεύρεσης ανωτάτων στελεχών. Επιπλέον, τα κριτήρια βάσει των οποίων ανατέθηκε η αρχιστρατηγία στον Παπούλα, δεν ήσαν αμιγώς επιχειρησιακά, καθώς κύριος στόχος ήταν η καθησύχαση και ηρεμία του σώματος των αξιωματικών στη Μικρά Ασία. Ως αντιστάθμισμα της ανεπάρκειάς του, επιτελάρχης στη Στρατιά τοποθετήθηκε ο επανελθών απότακτος συνταγματάρχης Κ. Πάλλης, ενώ διατηρήθηκε ως Διευθυντής ΙΙΙ Γραφείου (Επιχειρήσεις) ο βενιζελικός συνταγματάρχης Π. Σαρρηγιάννης. 

Η πλέον κραυγαλέα περίπτωση ελλείμματος επιτελικής κουλτούρας παρουσιάστηκε πολύ νωρίς. Ο συνταγματάρχης Σαρρηγιάννης, με δεδομένη την ανεπάρκεια των δυνάμεων στη Μικρά Ασία, συνέλαβε σε γενικές γραμμές μελλοντικό σχέδιο επιχειρήσεων, που προέβλεπε την εκτόξευση επίθεσης σε δύο στάδια. Αφού σε πρώτη φάση οι δυνάμεις θα συνέκλιναν προς κατάληψη του Εσκί Σεχίρ, σε δεύτερο χρόνο θα προχωρούσαν ενωμένες και πάλι νότια προς το Αφιόν Καραχισάρ. Για τη γενική αυτή ιδέα ενεργείας, είχε ενημερωθεί ο αρχιστράτηγος Παπούλας, αλλά σχέδιο επιχειρήσεων δεν είχε καταρτισθεί.

Μεγάλη εμπειρία, φτωχές γνώσεις -2
Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Σφαίρα» τη 15η Μαρτίου 1921.

Η επιχείρηση ταυτόχρονης κατάληψης Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ

Oταν τον Ιανουάριο του 1921 ο συνταγματάρχης Σαρρηγιάννης συνόδευσε την κυβερνητική αντιπροσωπεία στο Λονδίνο ως τεχνικός σύμβουλος, προέκυψε η ανάγκη κατάληψης της γραμμής Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ. Στη Μικρά Ασία, ο συνταγματάρχης Πάλλης εισηγήθηκε σχέδιο που προέβλεπε την ταυτόχρονη κατάληψη των δύο πόλεων, με απλή πρόνοια δυνητικής στροφής των δυνάμεων που θα καταλάμβαναν το Αφιόν Καραχισάρ, βορειότερα προς επικουρία των υπολοίπων δυνάμεων στο μέτωπο του Εσκί Σεχίρ. Αν και ο αρχιστράτηγος Παπούλας είχε υπ’ όψιν τις γενικές σκέψεις του συνταγματάρχη Σαρρηγιάννη, εντέλει υπέκυψε αποδεχόμενος το υποβληθέν σχέδιο, καθώς: «Ητο παγκοίνως γνωστόν ότι ο τότε αρχιστράτηγος δεν είχε σπουδάσει εις πολεμικάς ακαδημίας ως ο υπεύθυνος επιτελάρχης του. Κατά συνέπειαν δε ευρισκόμενος διά πρώτην ήδη φοράν εις την ανάγκην να αντιμετωπίση επιτελικά σχέδια επιχειρήσεων μιας ολοκλήρου Στρατιάς, δεν ήτο δυνατόν παρά να ενδόση εις τας υποδείξεις του επιτελάρχου του ο οποίος εκέκτητο την απαιτούμενη επιτελικήν μόρφωσιν ως φοιτήσας εις την Ακαδημίαν του Βερολίνου εις επίμετρον δε κατήρτιζε τα σχέδια ταύτα ως εκ της θέσεώς του υπευθύνως». 

Το κύριο επιχείρημα για την υιοθέτηση των απόψεων του συνταγματάρχη Πάλλη ήταν ότι με την ταχεία κατάληψη του Αφιόν Καραχισάρ στον Νότο απομονωνόταν το θέατρο επιχειρήσεων στον Βορρά από τυχόν σπεύδουσες εξ Ικονίου κεμαλικές ενισχύσεις. Πέραν της παραβίασης της κλασικής αρχής περί «οικονομίας δυνάμεων», το σοβαρότερο λάθος ήταν η γενικότερη υποτίμηση του αντιπάλου και η επιζήτηση επίτευξης ενός όσο το δυνατόν πιο εντυπωσιακού αποτελέσματος που θα επηρέαζε τις Μεγάλες Δυνάμεις – δίχως να αποκλείεται και η προσωπική επιθυμία του επιτελάρχη επίδειξης επαγγελματικής υπεροχής έναντι του διευθυντή ΙΙΙ Γραφείου. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα της ελληνικής επίθεσης στις 10 Μαρτίου υπήρξε αναπάντεχα αρνητικό. Ναι μεν κατελήφθη ταχέως το Αφιόν Καραχισάρ, ωστόσο οι εκεί ανεπαρκείς ελληνικές δυνάμεις, έχοντας προωθηθεί τόσο βαθιά, δεν ήταν σε θέση να συνδράμουν στον Βορρά, περιοριζόμενες στη διατήρηση του καταληφθέντος εδάφους. Ταυτόχρονα, όμως, οι κεμαλικοί που αποχώρησαν από το Αφιόν Καραχισάρ μεταφέρθηκαν και ενίσχυσαν το μέτωπο του Εσκί Σεχίρ, όπου οι εκεί ελληνικές μονάδες δίχως δυνατότητα συνδρομής απέτυχαν να καταβάλουν τον εχθρό και υποχρεώθηκαν να επανέλθουν στις θέσεις εξορμήσεως. Η αρνητική τροπή των μαχών στον Βορρά επηρέασε και αυτές στον Νότο, ωθώντας το ελληνικό στρατηγείο να διατάξει την εγκατάλειψη του Αφιόν Καραχισάρ, καθώς τα εκεί τμήματα κινδύνευαν με αποκοπή. Ισως αν οι επιχειρήσεις του Μαρτίου ήσαν νικηφόρες, η μικρασιατική εκστρατεία να εξελισσόταν διαφορετικά, μη θεωρουμένης –ίσως– αναγκαίας ούτε της περαιτέρω προώθησης πέραν του Σαγγαρίου, προς Αγκυρα.  
 
* Ο κ. Κωνσταντίνος Δ. Βλάσσης είναι ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή