Η βουβή κραυγή ενός παιδιού

Η βουβή κραυγή ενός παιδιού

Η σπουδαία ποιητική σοδειά του Γκέοργκ Τρακλ, που έζησε λίγο αλλά άφησε διαχρονικό αποτύπωμα

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

GEORG TRAKL
Σκοτεινή αγάπη μιας άγριας γενιάς
εισαγωγή – επιλογή – μετάφραση: Νίκος Ερηνάκης
επίμετρο: Martin Heidegger
εκδ. Κείμενα, 2021, σελ. 96

Κάθε κυκλοφορία με ποιήματα του Τρακλ αποτελεί μια καλή ευκαιρία να επιστρέψουμε σ’ αυτό το δαιμονικό παιδί, αυτόν τον μικρό Ρεμπώ, όπως τον είχε αποκαλέσει ο Σαχτούρης.

Αν και το έργο που άφησε δεν ήταν κατ’ αναλογίαν καθόλου λίγο –πέθανε από υπερβολική δόση κοκαΐνης μόλις στα 27–, δείχνει πιο ογκώδες καθώς πολλαπλασιάζεται μέσα από τις συχνές μεταφράσεις του στα ελληνικά. Η επέκταση μιας σπουδαίας σοδειάς σε σύντομο βίο που αψηφά τον χρόνο. Μπορεί ο εκδοτικός οίκος Γαβριηλίδη, που φιλοξένησε το πρώτο τύπωμα πριν από δέκα χρόνια, να έκλεισε πέρυσι, ωστόσο η ανθολογία είναι πάλι στα βιβλιοπωλεία, χάρη στις εκδόσεις Κείμενα, και συνεχίζει να ζει.

Ο Τρακλ είχε τρεις λέξεις: χιόνι, αδελφή, γαλάζιο. Oπως ένας μουσικός που περιορίζεται σε τρία ακόρντα.

Αλήθεια, πόσες φορές έχει μεταφραστεί στη γλώσσα μας το «De profundis» που επέλεξε ο Νίκος Ερηνάκης ως εναρκτήριο ποίημα; Αυτή τη στιγμή έχω στο γραφείο μου τρεις. Iσως επειδή δεν είναι ποίημα, αλλά δήλωση. Μια κατακόρυφη δήλωση που καρφώνεται όπως μια σιδερένια ράβδος σ’ ένα κομμάτι παγωμένης γης. Φτιαγμένο από μια χούφτα απόκοσμες εικόνες συμπυκνωμένης έντασης, αποδεικνύει πως αν ο Τρακλ κρατούσε μια κάμερα στο χέρι, θα ήταν ένας εξίσου τολμηρός κινηματογραφιστής, μακριά από τις θεατρικές συμβάσεις που επιμένουν να τυραννούν το σινεμά.

Ο τρόπος που μοντάρει το ποίημα είναι μια διακήρυξη ανεξαρτησίας κάθε στίχου, αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους, ενώ ταυτόχρονα προωθεί τη μυστική ροή του συνόλου που καταλήγει υπόγεια στην τελευταία στροφή. Αν είναι «άγγελοι από κρύσταλλο» ή «κρυστάλλινοι άγγελοι» που ψιθυρίζουν (Ερηνάκης), ηχούν (Λάμπρου) ή αντηχούν (Δήμου) –τρεις διαφορετικές αποδόσεις, τόσο μακρινά κοντινές–, ούτε που με νοιάζει. Η ζημιά έχει γίνει. Μια γαλήνια μαχαιριά κάτω από έναν καθαρό χειμωνιάτικο ουρανό.

Ο Τρακλ είχε τρεις λέξεις: χιόνι, αδελφή, γαλάζιο. Oπως ένας μουσικός που περιορίζεται σε τρία ακόρντα ή σαν τον συμπατριώτη του, Κουρτ Κρεν, που γεννήθηκε δεκαπέντε χρόνια μετά τον θάνατό του. Γύρισε πενήντα ολιγόλεπτες ταινίες με ελάχιστα μέσα, χωρίς χρήματα, ξετρυπώνοντας από την οικονομία της ανέχειας μια συντριπτική οξύτητα. Αν δει κάποιος τα «TV» (1967), «Aσυλο» (1975), «Δέντρο ξανά» (1978), θα καταλάβει. Oλες διαθέσιμες στο Διαδίκτυο. Εύκολα τις βρίσκεις, δύσκολα τις χωνεύεις. Ενας γνήσιος επίγονος, ακραίος. Τρία πλάνα αρκούν για ν’ αποδώσεις τον πόνο.

Τους πρώτους μήνες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο Τρακλ, υπηρετώντας ως τραυματιοφορέας στον αυστριακό στρατό, συμμετείχε στη μάχη του Γκρόντεκ. Αναγκάστηκε να περιθάλψει ενενήντα βαριά τραυματίες σ’ έναν αχυρώνα. Το μαρτύριο δεν σταμάτησε εκεί. Βγαίνοντας τρελαμένος έξω, είδε μια σειρά από άνδρες κρεμασμένους στα δέντρα, τα σώματα να αιωρούνται, ένα απόσπασμα από το «παγωμένο κύμα της αιωνιότητας». Λίγο πριν πεθάνει στο νοσοκομείο της Κρακοβίας, έγραψε τα τελικά ποιήματα «Θρήνος» και «Γκρόντεκ»: δύο ίχνη στη λάσπη, από ένα ζευγάρι στρατιωτικές μπότες, που δεν έχουν σβήσει ακόμα.

Λέγεται πως ο Τρακλ ήταν ερωτευμένος με τη μικρότερη αδελφή του, πως ήταν απόλυτα δοσμένος στα ναρκωτικά, πως μια νύχτα ανέβηκε στον λόφο μέχρι που τον κάλυψε το χιόνι και τον ανακάλυψαν ξυλιασμένο το επόμενο πρωινό, πως παράτησε το σχολείο και παρόλο που σπούδασε φαρμακευτική δεν άντεχε να καθίσει πάνω από μια μέρα σε οποιαδήποτε δουλειά.

Τώρα πώς κατάφερε να γίνει, εν αγνοία του, ένας από τους πιο ριζικούς πολιτικούς ποιητές του προηγούμενου αιώνα, αποτυπώνοντας νηφάλια τη φρίκη που ερχόταν, γράφοντας μόνο για κλαδιά, πουλιά και άστρα, κανείς δεν ξέρει. Iσως επειδή το βλέμμα του δεν έπαψε να είναι παιδικό κι αθώο, παρά τον τρόμο. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που διαβάζοντας το ποίημα «Eτος», βρήκα στον εισαγωγικό στίχο το εξής τυπογραφικό: «Ζοφερή γαλήνη των παιδκών χρόνων».

Λες και τα δύο σύμφωνα είχαν συνθλίψει εξαφανίζοντας το λεπτό κατακόρυφο φωνήεν της παιδικής ηλικίας. «Το πνεύμα του έμενε πάντοτε διαυγές, διαυγέστερο απ’ όλων των άλλων – αφού υπέφερε κι απ’ όλους περισσότερο, υπέφερε για μια ολόκληρη εποχή», είχε αναφέρει ο στενός του φίλος Καρλ Μπορομέους Χάινριχ.

Διακόπτω το γράψιμο και κατεβαίνω στον Πειραιά να δω την πρόσφατη έκθεση του Νίκου Μπάικα (η γκαλερί, πιο ψυχρή και από την Αυστρία). Στην προθήκη, σ’ έναν παλαιότερο κατάλογο, κάποιο σχέδιο της περιόδου ’84-’88. Ενας τεράστιος μαύρος κορμός από μολύβι, δύο λευκά χέρια προσπαθούν να τον αγκαλιάσουν σφιχτά. Στη δεξιά σελίδα, μια φράση: «Θέλω το φως να πέφτει σαν χιόνι πάνω στα πράγματα, που όταν λιώσει θα γίνει σκοτάδι». Θ’ άρεσε στον Τρακλ.

Διαβάστε τα λιγοστά ποιήματα της συλλογής και πετάξτε τον πρόλογο του μεταφραστή, πετάξτε το επίμετρο του Χάιντεγκερ, πετάξτε τούτο το άρθρο. Δεν έχει ανάγκη από φλυαρίες η βουβή κραυγή ενός παιδιού.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο: «Βόυτσεκ (βασισμένο στον Μπύχνερ – 1837) / Ουρανός Αουσβιτς», εκδ. Αγρα.

Η βουβή κραυγή ενός παιδιού-1
Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή