Η γκρίζα ζώνη της Λυρικής Σκηνής

Η γκρίζα ζώνη της Λυρικής Σκηνής

Ο Γιώργος Κουμεντάκης μιλάει στην «Κ» για τις παθογένειες του οργανισμού στην εποχή της πανδημίας

5' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο συνθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Γιώργος Κουμεντάκης, έχει ανάμεικτα συναισθήματα αυτήν την εποχή. Ο θυμός και η πικρία για τις αλλαγές που παρατηρεί στην ΕΛΣ αντιπαλεύουν με το πένθος μιας προσωπικής απώλειας στο οικογενειακό περιβάλλον του· η δύναμη που αντλεί από τους νέους ανθρώπους και τις συνεργασίες συνοδοιπορούν με τα μαθήματα που παίρνει από τη φύση, τα μεγέθη που εκείνη επιβάλλει. Σαν να είναι ο κόσμος ανεστραμμένος, όπως στο μυαλό της Φραγκογιαννούς, μουρμουρίζω. «Σαν να βλέπουμε τη ζωή μας μέσα από έναν καθρέφτη. Τι βλέπουμε; Μακάρι νά ‘ξερα… Μια θολούρα… Ισως ξεκαθαρίσει κάποια στιγμή και δούμε τον πραγματικό εαυτό μας», ανταποκρίνεται.

Στην κουβέντα μας ενεπλάκη και η Φραγκογιαννού, μια και δεν σταμάτησε ο Γιώργος Κουμεντάκης, χρόνια τώρα, να την παρακολουθεί να χάνεται στον ορίζοντα. Να πνίγεται, να εξαϋλώνεται, ποιος ξέρει… Η «Φόνισσα», η όπερά του, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2014, θα αναβιώσει με νέα διανομή για λίγες παραστάσεις στη Λυρική Σκηνή (3, 5, 28 και 30 Δεκεμβρίου). Οπως συμβαίνει συχνά, να κάνουμε το εντελώς αντίθετο από αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, διαβάζω ένα μικρό απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη: «Κ’ ενόμιζεν ότι έφευγε τον κίνδυνον και την συμφοράν, και την συμφοράν και την πληγήν την έφερε μαζί της. Κ’ εφαντάζετο ότι έφευγε το υπόγειον και την ειρκτήν, και η ειρκτή και η Κόλασις ήτο μέσα της». Δεν ακολουθεί ερώτηση, αλλά το σχόλιο του συνομιλητή: «Η υπόσταση αυτής της γυναίκας ταυτίζεται πολύ με αυτά που περνάμε σήμερα».

– Με ποιον τρόπο;

– Ηταν μια πολύ σύνθετη προσωπικότητα. Σε αυτό που τη χαρακτηρίζει υπάρχει σίγουρα η μεγάλη έλλειψη αγάπης. Βλέπω λοιπόν και σε εμάς, σήμερα, ότι ο καθένας κοιτάζει τον εαυτό του, ίσως ούτε καν τον εαυτό του. Μετά τον κορωνοϊό είχα την εντύπωση ότι θα ήταν ένα σημείο επαναπροσδιορισμού της εποχής. Βλέπω όμως ότι δεν είναι, όπως δεν ήταν και στην οικονομική  κρίση. Νομίζω ότι το αντιμετωπίζουμε με τεράστια επιπολαιότητα. Φανταστείτε ότι τσακωνόμαστε οι εμβολιασμένοι με τους ανεμβολίαστους και αρνούμαστε να συνειδητοποιήσουμε το πιο σημαντικό: τη μεγάλη καταστροφή του περιβάλλοντος στην οποία συμμετέχουμε και εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι. Η φύση εκδικείται και μου φαίνεται πολύ δίκαιο. Πώς λοιπόν ο άνθρωπος αυξάνεται και πληθύνεται και κατακυριεύει τα σύμπαντα αισθανόμενος ο ίδιος Θεός – να τη πάλι η Φραγκογιαννού, που έβαζε την υπόστασή της σε παράλληλο δρόμο με τον Θεό και πολλές φορές αισθανόταν ότι ήταν πάνω από αυτόν… Εβαζε τους δικούς της όρους.

Ετρωγα συχνά τα μούτρα μου δουλεύοντας το έργο, δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, έβλεπα ένα σύστημα ανθρωποφαγίας, αυτό που υπάρχει και τώρα, πολύ πιο έντονο από αυτό που υπήρχε πριν από μερικά χρόνια. Δεν το έχω ξαναζήσει. Ο ένας άνθρωπος τρώει τον άλλον για να επιβληθεί, να αντέξει.

– Εχετε στο μυαλό σας κάτι συγκεκριμένο;

– Ο καθένας τραβάει τον δρόμο του και μάλιστα δεν τον φτάνει αυτό, δεν πρέπει ο διπλανός να τραβάει τον δικό του. Ενα πολύ «ολοκληρωτικό» συμφέρον, που φτάνει σε αδιέξοδο… Το βλέπω στη μικρή κοινωνία της ΕΛΣ, όπου τα πρωτόγονα ένστικτα έχουν βγει στην επιφάνεια και είναι η πραγματικότητα. Ζούμε αυτή την πολύ σοβαρή κατάσταση. Δεν θα έπρεπε να έχουμε μέσα μας γαλήνη, ισορροπία, να δούμε πώς θα αντέξουμε σε αυτό το χαοτικό περιβάλλον, τι πρέπει να γίνει, πώς πρέπει να συμπεριφερθούμε; Δεν πρέπει να συμπράξεις με τον διπλανό σου, τον συγχωριανό σου, τον συμπολίτη σου, τον συνάδελφό σου; Είμαστε, ως οργανισμός, το κατεξοχήν σημείο όπου οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους για να βγει το αποτέλεσμα.

– Η μετά καραντίνα εποχή βρίσκει την ΕΛΣ διαφορετική από αυτήν που άφησε;

– Πολύ διαφορετική. Ως προς τη διάθεση ουσιαστικής συμπόρευσης, συνεργασίας. Η κοινωνική υπόσταση έχει αλλοιωθεί, με έναν περίεργο τρόπο, έχει σχεδόν καταστραφεί. Δεν ξέρω πώς θα ξαναβρούμε τους συνδετικούς κρίκους, πώς θα ξανακολλήσουμε τα σπασμένα μας μέλη…

Τσακωνόμαστε οι εμβολιασμένοι με τους ανεμβολίαστους και αρνούμαστε να συνειδητοποιήσουμε το πιο σημαντικό: τη μεγάλη καταστροφή του περιβάλλοντος στην οποία συμμετέχουμε.

– Μήπως χάθηκαν οι αυτοματισμοί μετά την καραντίνα στην ΕΛΣ και σε όλους μας και πρέπει να τους επανεφεύρουμε;

– Οπως το λέτε έχει κάτι θετικό… Μακάρι να έχουν χαθεί και να πρέπει να τους ξαναβρούμε για να πάμε μπροστά… Η εμπειρία μου, προς το παρόν, δηλώνει το αντίθετο. Είναι σαν να έχουμε αποφασίσει ότι θα περάσουμε μια νεκρή περίοδο, με αντίδραση σε οτιδήποτε λογικό, εκφραστικό, νέο…

– Μα αναφερόμαστε σε έναν οργανισμό που επαινούσαμε για τη φόρα και εξωστρέφειά του…

– Μέσα σε αυτό το σύστημα υπάρχoυν δυνάμεις οι οποίες σκέφτονται ομαδικά και δημιουργικά. Αυτό μου δίνει δύναμη. Δεν είναι η πλειονότητα που ήταν προ κορωνοϊού, τουλάχιστον όπως αισθανόμουν ότι υπήρχε. Με αυτούς συμπορεύομαι… Για παράδειγμα, θα αναφέρω την παράσταση με το έργο του Ευγένιου Τριβιζά («Τα μαγικά μαξιλάρια»), με μια ομάδα δημιουργών και με εξωτερικούς συνεργάτες, από τις καλύτερες που έχω δει… Νέοι άνθρωποι, νέες δυνάμεις εργάστηκαν σε έναν χώρο θεσμικό, αλλά με τον τρόπο του ελεύθερου θεάτρου.

– Η αλλαγή που περιγράφετε δεν υπάρχει σε όλους τους μεγάλους οργανισμούς και στο εξωτερικό;

– Ναι, συμβαίνει σε όλα τα θέατρα του κόσμου. Και στη Μετροπόλιταν χειρότερα από εμάς. Τουλάχιστον εμείς δεν κλείσαμε στη διάρκεια της καραντίνας, βρήκαμε έναν τρόπο να υπάρξουμε. Μείναμε ζωντανοί χάρη στον συνδυασμό εξωτερικών συνεργατών με υγιείς δυνάμεις της ΕΛΣ, γιατί ο οργανισμός δεν δούλευε στο 100%. Κάποιοι μάλιστα θεωρούσαν λογικό να μένουν σπίτι και να πληρώνονται χωρίς να συμμετέχουν… Κι αυτό με έχει πληγώσει περισσότερο από οτιδήποτε. Γινόταν μονόπλευρα ένας αγώνας στον οποίο κάποιοι δεν ήθελαν καθόλου να συμμετέχουν. Βγήκαν εκείνη την εποχή όλες οι παθογένειες. Ενας άγονος συνδικαλισμός. Εδωσα μάχες. Τώρα αισθάνομαι κατάκοπος. Δουλέψαμε για να μην «πεθάνουμε». Κρατήσαμε τη μισθοδοσία στο ίδιο ύψος με πριν, χωρίς μειώσεις. Αντέχω να δίνω τη μάχη αλλά, μερικές φορές, αναρωτιέμαι: αξίζει; Υστερα βλέπω το αποτέλεσμα –όπως  στην παράσταση του Τριβιζά– και λέω «ναι», αξίζει τον κόπο η προσπάθεια.

– Σας ακούω και δεν ξέρω αν το πένθος ή η ζωή βαραίνουν περισσότερο πάνω σας αυτή την περίοδο.

– Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αυτές οι δύο έννοιες του πένθους και της ζωής ήταν δύο συστήματα συνέχεια παρόντα. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τον εαυτό μου χωρίς αυτό το δίπολο. Επαιζα με αυτό, άλλοτε με χιούμορ, άλλοτε με σαρκασμό, άλλοτε με μεγάλη στενοχώρια… Εχω μια οικειότητα πια. Αυτό που ζούμε είναι τόσο σημαντικό και πανέμορφο, που και η άλλη όψη του, το τέλος, είναι η αρχή για κάτι άλλο. Η φύση με δασκαλεύει. Και στη φύση όλα αυτά υπάρχουν. Η φύση τακτοποιεί τα μεγέθη. Το μέγεθος είναι η φύση. Σκέφτομαι, μήπως ανάμεσα στις καταστροφές που βιώνουμε –γιατί η πανδημία δεν θα είναι η τελευταία– μπορέσουμε να ξαναγαπήσουμε τη γη. Στους νέους, πιστεύω, είναι περισσότερο μέσα στις ζωές τους.

«Η γη είναι το προικιό τους», επανέρχεται ο Γιώργος Κουμεντάκης, παραλλάσσοντας την τελευταία φράση της Φραγκογιαννούς: «Ω! να το προικιό μου!», αναφωνεί, καθώς την καλύπτουν τα νερά της παλίρροιας.

Η «Φόνισσα» του Γιώργου Κουμεντάκη θα παρουσιαστεί στην αίθουσα Σταύρος Νιάρχος στις 3, 5, 28 και 30 Δεκεμβρίου και θα μαγνητοσκοπηθεί από το Mezzo. Το ποιητικό κείμενο του Γιάννη Σβώλου βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Διευθύνει ο Βασίλης Χριστόπουλος, σκηνοθετεί ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, ενώ τον ομώνυμο ρόλο ερμηνεύει η Μαίρη-Ελεν Νέζη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή