Η Ελλάδα στην παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος

Η Ελλάδα στην παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος

Μια «αριστερόστροφη» προσέγγιση για τις παθογένειες που ταλανίζουν τη δημόσια πολιτική για την οικονομική ανάπτυξη

4' 36" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ, ΛΟΗΣ ΛΑΜΠΡΙΑΝΙΔΗΣ
Θέλουμε ανάπτυξη; Μια βιωματική εμπειρία με ιστορικές και θεωρητικές αναφορές 
εκδ. Ποταμός, 2021, σελ. 280

Η οικονομική ανάπτυξη ήταν πάντα ένα κεντρικό ζητούμενο της πολιτικής. Στην Ελλάδα το ζήτημα απέκτησε ιδιαίτερη κρισιμότητα εξαιτίας της καταβύθισης που προκάλεσε η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010. Η αλήθεια είναι ότι μετά την οικονομική απογείωση της 30ετίας 1950-1980 ακολούθησε μια 40ετία καθήλωσης του ελληνικού κατά κεφαλήν εισοδήματος ως ποσοστό του μέσου ευρωπαϊκού. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δείχνει εγκλωβισμένη στην παγίδα των χωρών μεσαίου εισοδήματος που πιέζονται από τις αναδυόμενες αγορές χαμηλού εργατικού κόστους, όμως, ταυτόχρονα, δεν μπορούν να κάνουν το άλμα στην κατηγορία των χωρών υψηλού εισοδήματος και στη νέα οικονομία της γνώσης. Τι φταίει και πώς μπορεί αυτή η συστημική και επαναλαμβανόμενη αδυναμία να θεραπευθεί;

Με το κεφαλαιώδες αυτό ερώτημα καταπιάνεται το βιβλίο των Δημοσθένη Γεωργόπουλου και Λόη Λαμπριανίδη. Ο δεύτερος διετέλεσε γενικός γραμματέας Στρατηγικών και Ιδιωτικών Επενδύσεων του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και ο πρώτος συνεργάτης του, την περίοδο 2015-2019. Γνωρίζω τον Λόη Λαμπριανίδη πάνω από 20 χρόνια από τη συνυπηρέτησή μας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη. Πάντα εκτιμούσα το μειλίχιο ύφος και την ακεραιότητά του, στοιχεία που γεφύρωναν τις ιδεολογικές και πολιτικές μας διαφορές και καθιστούσαν τη συνεργασία μας εύκολη. Η παρουσία του σε μια τόσο κρίσιμη θέση κατά το πυρίκαυστο 2015 περισσότερο με προβλημάτισε και με στενοχώρησε παρά με καθησύχασε. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι υπήρξαν κάποιοι, όπως, κατεξοχήν, ο Γιώργος Χουλιαράκης, που υπηρέτησαν με ευπρέπεια και αποτελεσματικότητα την περίεργη διακυβέρνηση εκείνης της περιόδου. Εν τέλει, ωστόσο, αν και κέρδισαν μια κάποια εκτίμηση από την άλλη μεριά, δεν ξέρω πόσο τα κατάφεραν με τη δική τους: ο αστός υπουργός, Γιώργος Σταθάκης, προϊστάμενος των δύο συγγραφέων, έχασε από τον αψύ των Σφακίων, ενώ ο Χουλιαράκης ιδιωτεύει, με επιτυχία, στην Εσπερία.

Για τους ακραιφνείς φιλελεύθερους η ανάπτυξη δεν είναι δουλειά του κράτους, αλλά των αγορών. Για τους αριστερούς, οι επιχειρηματίες είναι, από τη φύση τους, απέναντι.

Με αυτές τις εισαγωγικές σκέψεις, ομολογώ ότι το βιβλίο είναι χρήσιμο και ενδιαφέρον. Πρώτον, γιατί καταγράφει, εντός ενός ευρύτερου θεωρητικού πλαισίου και με πολλές ιστορικές και συγκριτικές αναφορές, την εμπειρία των συγγραφέων από την επαφή τους με τη δημόσια διοίκηση και την προσπάθεια εφαρμογής μιας δημόσιας πολιτικής για την ανάπτυξη. Μακάρι όλοι οι ασκήσαντες διοίκηση από επιτελικές θέσεις να είχαν τη συγκρότηση αλλά και τη συναίσθηση ότι η εμπειρία τους είναι πολύτιμη αλλά, συχνά, και μέρος μιας ευρύτερης παθογένειας. Δεύτερον, γιατί προέρχεται από μια «αριστερόστροφη» κατεύθυνση. Κι εδώ αρχίζει το ενδιαφέρον: μπορεί να υπάρξει μια αξιόπιστη συνεισφορά από την κατεύθυνση αυτή στον δημόσιο διάλογο, επιστημονικά και εμπειρικά τεκμηριωμένη, πέρα από τις γνωστές καταγγελτικές κορώνες και αφοριστικές ευκολίες περί νεοφιλελευθερισμού; Οι συγγραφείς πιστεύουν «ναι». Το πιο σημαντικό είναι ότι αν κανείς ξεπεράσει την αρχική επιφυλακτικότητα θα διαπιστώσει ότι, στην ουσία, υπάρχει μια βασική συναντίληψη για τις παθογένειες που ταλανίζουν τη δημόσια πολιτική για την οικονομική ανάπτυξη, μεταξύ της αριστερόστροφης και της πιο φιλελεύθερης κατεύθυνσης. Η έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, ο υπερβάλλων πολιτικός βολονταρισμός που ακυρώνει τους υπηρεσιακούς, η κακοδιαχείριση και, εν τέλει, η κατασπατάληση των ανθρωπίνων πόρων της διοίκησης είναι μερικά συστατικά αυτής της συναντίληψης.

Προσωπικά, θα ήθελα τους συγγραφείς πιο τολμηρούς. Δεν μπορεί να μιλήσει κανείς για το τι πήγε λάθος στον τομέα τους, με παραπομπή στον νεοφιλελευθερισμό (αλήθεια, τι ακριβώς σημαίνει και πότε επικράτησε στην Ελλάδα;), χωρίς αναφορά στην αποτυχία των κρατικοποιήσεων της δεκαετίας του 1970 και στο άγος των προβληματικών της δεκαετίας του 1980. Εύλογη η υπεράσπιση του αναπτυξιακού νόμου του 2016 που συνέταξαν, αλλά χρήσιμη θα ήταν μια συγκεκριμένη καταγραφή του αριθμού και του είδους των επενδύσεων που προκάλεσε. Παρ’ όλα αυτά, δεν λείπουν οι αποκαλυπτικές, κρυμμένες συχνά στα μικρά γράμματα, αλήθειες, όπως ότι η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να διεκδικήσει ένα καθεστώς κινήτρων για τις ευάλωτες περιοχές της, όπως η Θράκη, όπως έκαναν άλλες χώρες στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Με τον Λαμπριανίδη συνεργάστηκα για περισσότερο από ένα 6μηνο, από τα τέλη του 2020, εγώ ως συντονιστής των οικονομικών-αναπτυξιακών ζητημάτων στη Διακομματική Επιτροπή για την Ανάπτυξη της Θράκης, υπό την προεδρία της Ντόρας Μπακογιάννη, και εκείνος ως εμπειρογνώμονας επί των ζητημάτων αυτών, με πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με δύο ακόμα εμπειρογνώμονες που πρότειναν η Ν.Δ. και το ΚΙΝΑΛ.

To θετικό και το δυσάρεστο

Εν ολίγοις, αν κανείς αποφλοιώσει το αφήγημα περί ανάπτυξης από τις ιδεολογικοπολιτικές μεγαλόσχημες φιοριτούρες, μπορεί να βρει πολλά κοινά και πολλές βάσεις συζήτησης μεταξύ των αντιμαχόμενων πολιτικών παρατάξεων για την περίφημη αλλαγή αναπτυξιακού υποδείγματος. Κι αυτό είναι θετικό. Το δυσάρεστο είναι ότι, εντέλει, επικρατεί ο μικροκομματικός ανταγωνισμός, όπως αποδείχθηκε και με την αδυναμία της Διακομματικής να εγκρίνει ένα κοινό πόρισμα, με το οποίο λίγο-πολύ συμφωνούσαν τα τρία μεγαλύτερα κόμματα. Η ανάγκη για διαφωνία υπερτερεί, τις περισσότερες φορές, από την ανάγκη για συγκλίσεις, ακόμα κι όταν συμφωνούμε…

Τέλος, αξίζει μια καταληκτική παρατήρηση: η υπεράσπιση μιας φιλοαναπτυξιακής δημόσιας πολιτικής δεν είναι αυτονόητη. Για τους ακραιφνείς φιλελεύθερους η ανάπτυξη δεν είναι δουλειά του κράτους, αλλά των αγορών και μια ενεργός παρέμβαση παράγει περισσότερες στρεβλώσεις παρά οφέλη. Για τους αριστερούς, οι επιχειρηματίες είναι, από τη φύση τους, απέναντι και δεν χρειάζονται κίνητρα αλλά περιορισμό. Η ίδια η έννοια των κρατικών κινήτρων προς το επιχειρείν για περισσότερο επιχειρείν αναγκάζει και τους μεν και τους δε σε μια ιδεολογικοπολιτική σύγκλιση. Από κει και πέρα, το ποια κίνητρα και για ποιον, είναι μεγάλη συζήτηση που δεν υπάρχει εδώ χώρος για να γίνει. Στον βαθμό που το βιβλίο υπηρετεί αυτή τη σύγκλιση μπορεί να είναι πολιτικά επωφελές. Οι συγγραφείς τόλμησαν με ειλικρίνεια να καταθέσουν την εμπειρία τους και τις απόψεις τους. Το πολιτικό σύστημα οφείλει και να ακούει και να μαθαίνει.

* Ο κ. Δημήτρης Καιρίδης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και βουλευτής Ν.Δ., Β1 Βόρειου Τομέα Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή