Midwinter Lullaby

Απ’ όλους τους πρόσφατους θανάτους ανθρώπων που δεν γνώρισα, αυτός που με λύπησε περισσότερο ήταν η απώλεια του Μπάμπη Αργυρίου, όσο άδικο κι αν είναι να βάζει κανείς στο ζύγι τους θανάτους

3' 40" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απ’ όλους τους πρόσφατους θανάτους ανθρώπων που δεν γνώρισα, αυτός που με λύπησε περισσότερο ήταν η απώλεια του Μπάμπη Αργυρίου, όσο άδικο κι αν είναι να βάζει κανείς στο ζύγι τους θανάτους. Πέθανε την Τετάρτη 12 Γενάρη στη Θεσσαλονίκη, νικημένος από τον ιό.

Γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, κάπου στις Σέρρες, από αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του έκανε διάφορες δουλειές, αλλά η πιο ιδιόρρυθμη, όπως αφηγείται στην προσωπική του ιστοσελίδα, ήταν η εξαγωγή βατράχων. Μ’ ένα ζευγάρι μπότες έμπαινε στα γύρω κανάλια και μάζευε βατράχια τη νύχτα, κρατώντας τον φακό. Τα έπιανε με το χέρι, τα έχωνε στον σάκο και τα έστελνε στην Ιταλία. Σαν να ολοκληρώθηκε λοιπόν η λασπωμένη πατρική χειρονομία με τον Μπάμπη, αφού εμείς βρεθήκαμε με το προνόμιο να μας προσφέρει για χρόνια εκείνα τα πολύτιμα αμφίβια.

Μανιώδης ακροατής στην εφηβεία, ακολούθησε το μίτο της μανίας του. Ραδιοπειρατής, εκδότης ενός σπουδαίου φανζίν, δισκοπώλης, ιδρυτής μιας εκλεκτικής δισκογραφικής εταιρείας –όσο εκλεκτικό είναι ένα τεμπελόσκυλο που δεν παύει να εργάζεται–, συνδημιουργός του διαδικτυακού μουσικού περιοδικού MiC.gr, συγγραφέας τριών βιβλίων. Ιδού οι σταθμοί της ζωής του πριν από το τέλος.

Είναι αλήθεια πως δεν έχω πλήρη εικόνα της δραστηριότητας του Μπάμπη Αργυρίου, μα είναι μερικά δώρα του που ακόμα κοάζουν στις τσέπες μου, γι’ αυτό αποφάσισα να γράψω τούτο τον αποχαιρετισμό.

Δεν πρόκειται να ξεχάσω μια μέρα του Νοέμβρη, το μακρινό ’95, όταν διέσχισα το κατώφλι της οδού Σωκράτους στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και αγόρασα το ντεμπούτο των Bokomolech που είχε κυκλοφορήσει από την ετικέτα της Lazy Dog. Πιθανότατα εκεί, πίσω από την ταμειακή μηχανή, να ήταν η μοναδική φορά που τον συνάντησα. Από εκείνο το άλμπουμ –μακράν ο καλύτερος αγγλόφωνος ελληνικός δίσκος που έχει βγει, επειδή η μπάντα υπερασπίστηκε την αφοσίωσή της στο ξένο ιδίωμα του ροκ, διατηρώντας την αθηναϊκή της υπόσταση με τον πιο χειροποίητο τρόπο και δίχως να προσποιείται πως ζει αλλού– τα πράγματα άλλαξαν. Αν άλλαξαν προς το καλύτερο ή το χειρότερο, δεν έχει σημασία.

Τον φαντάζομαι να κλείνει όπως ένας πύργος ελέγχου που πάντα φρόντιζε την εναέρια κυκλοφορία της μουσικής, να σβήνει την κονσόλα του, αφήνοντας τα αεροπλάνα του να σουλατσάρουν ελεύθερα στον ουρανό.

Μου τη σπάει που ακούω τώρα μουσική, ενώ τα δικά του αυτιά έχουν σιγήσει. Iσως επειδή ακούω έναν δίσκο που τον ξέθαψε με απέραντη λαχτάρα προκειμένου να μας τον συστήσει το ’94, για τον οποίο βέβαια δεν είχαμε ιδέα.

Eχω ακόμα το αντιγραμμένο CD, με τα γράμματά μου στο τετράγωνο χαρτί, αντικαθιστώντας το θρυλικό εξώφυλλο των Astronauts, το φουσκωμένο πρόσωπο ενός νυσταγμένου γέρικου μωρού, καθώς το στόμα του βγάζει λέξεις από καπνό: «Peter Pan Hits the Suburbs». Κάπως έτσι δεν νιώθουμε όταν ακούμε μουσική; Σαν παιδιά που αρνούνται να μεγαλώσουν, έτοιμοι να χτυπήσουμε τα προάστια και τις πόλεις, καταλήγοντας να χάσουμε τη σκιά μας στην καθημερινότητα.

Τον φαντάζομαι να κλείνει όπως ένας πύργος ελέγχου που πάντα φρόντιζε την εναέρια κυκλοφορία της μουσικής, να σβήνει την κονσόλα του, αφήνοντας τα αεροπλάνα του να σουλατσάρουν ελεύθερα στον ουρανό, που για μένα ήταν επίσης το μισής ίντσας σύμπαν των Ολλανδών Mecano, η κατάρα των Zounds, μερικά άρθρα του κι εκείνο το τεύχος του Rollin Under, καταχωνιασμένο στο υπόγειο, που μου έμαθε τι σημαίνει κριτική. Κάποτε πρέπει να παραδεχτούμε πως οι ντόπιοι μουσικοί γραφιάδες αποτελούν την πιο γενναιόδωρη πλευρά της ελληνικής κριτικογραφίας. Γιατί αν οι βιβλιοκριτικοί γράφουν σαν να μην έχουν ακούσει μουσική και οι κριτικοί κινηματογράφου σαν να μην έχουν ανοίξει βιβλίο, οι μουσικοί κριτικοί δεν έχουν ξεχάσει το εφηβικό χέρι που κρύβεται κάτω από το ενήλικο δέρμα τους.

Θα ήθελα να τον ξεπροβοδίσω με μια χούφτα στίχους από το τελευταίο τραγούδι του «Peter Pan». Κάθε φορά που παίζει το «Midsummer Lullaby», αναρωτιέμαι αφελώς τι έχει συμβεί και η ανθρωπότητα επιμένει ν’ αποφεύγει τέτοια τρυφερότητα: «It’s late and soon we must go home to bed/ Dream fulsome dreams for empty heads/ But the goals you’ll strike them/ And my friends they may be young but they’re still pure/ Sometimes reckless immature/ But that’s the way I like them». Ας μείνει αμετάφραστο, αγνοημένο.

Διάβασα πως στη γειτονιά απέναντι από το δάσος του Σέιχ Σου, ένας ανεξήγητος θόρυβος ακούγεται τις νύχτες, ανησυχώντας τους κατοίκους. Πιστεύω πως ανάμεσα στα δέντρα βρίσκεται ένα ζευγάρι αυτιά που εκπέμπει τους ύστατους ήχους του και δεν αφήνει την πόλη να κοιμηθεί. Hχοι σαν θρήνοι φρύνων, λυγμοί βατράχων. Κι εγώ που ονειρευόμουν να γράφω σ’ ένα φανζίν όπως το Rollin Under και βρέθηκα να γράφω στην «Καθημερινή», σταματώ εδώ γιατί κάτι ανεπιθύμητα δάκρυα ετοιμάζονται να βραχυκυκλώσουν το πληκτρολόγιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή