Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στην «K»: Δεν ένιωσα ποτέ κτητικός

Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στην «K»: Δεν ένιωσα ποτέ κτητικός

Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος μιλάει στην «Κ» για τη δωρεά μεγάλου μέρους της συλλογής του σε τέσσερα μουσεία

5' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Τα τελευταία πέντε χρόνια αγοράζω μόνον όποιο έργο μού αρέσει, και θέλω να το βλέπω στο σπίτι μου. Δηλαδή έγινα ξαφνικά παραδοσιακού τύπου συλλέκτης», λέει γελώντας. «Αλλά η συλλογή μου δεν είναι πολύ όμορφη, επειδή έχει να κάνει με την ταραχή της ανθρώπινης ψυχής, είτε είναι δημιουργική είτε καταστροφική».

Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, διακεκριμένος επιχειρηματίας, ιδρυτής της φημισμένης Συλλογής Δ. Δασκαλόπουλου και του πολιτιστικού οργανισμού ΝΕΟΝ, ένας από τους ανθρώπους που επηρεάζουν με τις κινήσεις τους την τρέχουσα καλλιτεχνική σκηνή, υποστηρικτής της σύγχρονης τέχνης –κατέχει θέσεις στο διοικητικό συμβούλιο κορυφαίων διεθνών πολιτιστικών ιδρυμάτων και χρηματοδοτεί δράσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα–, έχει βρεθεί και πάλι στο κέντρο της δημοσιότητας. Αυτή τη φορά με την απόφασή του να δωρίσει το μεγαλύτερο μέρος της σημαντικότατης συλλογής του με έργα σύγχρονης τέχνης σε τέσσερα δημόσια μουσεία, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ.

Πρόκειται για μία από τις πιο δυνατές και εννοιολογικά συγκροτημένες συλλογές παγκοσμίως, που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων έργα των Μαρίνα Αμπράμοβιτς, Ρόμπερτ Γκόμπερ, Ντέμιεν Χερστ, Λουίζ Μπουρζουά Ντέιβιντ Χάμονς, Μάθιου Μπάρνεϊ, Μόνα Χατούμ, Ανα Μεντιέτα, Κίκι Σμιθ αλλά και Γιάννη Κουνέλλη και Βλάση Κανιάρη. Η πλειονότητα αυτών των έργων αποτελεί πλέον γενναιόδωρη «προίκα» για τα ιδρύματα που δέχονται τη δωρεά.

Συνολικά 350 έργα από 142 καλλιτέχνες, χωρισμένα σε τρεις ενότητες αντιπροσωπευτικές του πνεύματος της συλλογής, θα ενισχύσουν το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ), το Guggenheim και MCA του Σικάγου και την Tate. Πρόκειται για μια κίνηση προσεκτικά σχεδιασμένη στην κάθε της λεπτομέρεια εδώ και καιρό. Η απόφαση της δωρεάς γεννήθηκε μέσα του πριν από περίπου οκτώ χρόνια, και τα τελευταία έξι εργάστηκε με την ομάδα του πάνω στον τρόπο που θα γινόταν το μοίρασμα των έργων. Εξέτασαν τις συλλογές των ιδρυμάτων – αποδεκτών της δωρεάς, και στη συνέχεια πρότειναν επακριβώς στον κάθε παραλήπτη το περιεχόμενό της. Η τελική απόφαση ανήκε στα μουσεία, που κινήθηκαν περίπου στο δεδομένο πλαίσιο, με μερικές αφαιρέσεις ανάλογα με τις ανάγκες τους.

Καθισμένος απέναντί μου, στο στρογγυλό τραπέζι, στα νέα γραφεία του πολιτιστικού οργανισμού ΝΕΟΝ στο Μαρούσι, ο κ. Δασκαλόπουλος προσπαθεί να εξηγήσει τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση. Μολονότι σε παλιότερη συνέντευξή του (στην «Κ» το 2014, στη δημοσιογράφο Μαρία Κατσουνάκη) είχε αποκαλύψει ότι σκόπευε να δωρίσει τη συλλογή σε δημόσια μουσεία επειδή ο ίδιος ποτέ δεν τη θεώρησε ιδιοκτησία του αλλά κτήμα του κοινού, η ερώτηση παραμένει: Γιατί σχεδόν 30 χρόνια από την αγορά του πρώτου έργου –ήταν το «Η ζωγραφιά είναι μέσα στο αυγό» της Ρεμπέκα Χορν–, τώρα αποχωρίζεται τα έργα που τόσο αγάπησε;

«Καταλαβαίνω πως ό,τι και να εξηγήσω, παραμένει το ερώτημα, επειδή αυτή είναι μία από τις σπάνιες κινήσεις που κάνουν οι συλλέκτες», απαντά. «Μοιράστηκα τα έργα αρκετά χρόνια δανείζοντας τη συλλογή και κάνοντας το ΝΕΟΝ, που ακριβώς αυτόν τον σκοπό είχε. Ομως πλέον ωρίμασε μέσα μου η σκέψη ότι αυτά τα έργα έπρεπε να μείνουν σε επαφή με την υπόλοιπη τέχνη. Τα αποχωρίζομαι λοιπόν με λύπη. Μου έδωσαν συγκινήσεις και έμπνευση. Η συλλογή τους με πάθιαζε όσο η δουλειά μου αλλά σε έναν τελείως άλλο τομέα, παράλληλο με την επιχειρηματική μου δράση. Αυτό μου δημιουργούσε μια ισορροπία που την είχα ανάγκη, και συνέβαλε ώστε κι εγώ να δημιουργήσω κάτι μέσω της τέχνης.

»Ομως τα παραδίδω στο κοινό με μεγάλη χαρά. Αυτός ήταν εξαρχής ο μοναδικός προορισμός τους, να καλύψουν τη βασική ανθρώπινη ανάγκη της σχέσης με την τέχνη – ανάγκη του καλλιτέχνη αλλά κι εκείνου που βρίσκει τη συγκίνηση στο έργο κάποιου άλλου.

Δεν ήθελα να ανταγωνιστώ το ΕΜΣΤ, ήθελα να του δώσω μεγαλύτερη περιουσία. Πρέπει να σταθεί στα πόδια του και να γίνει φάρος του σύγχρονου πολιτισμού.

»Ποτέ δεν συνέλεγα έργα για να τα έχω, συνέλεγα για να πω κάτι. Συλλογιζόμουν μέσω της συλλογής μου, το εξέφρασα με μερικές εκατοντάδες έργα. Η προβληματική μου αφορούσε την ανθρώπινη ύπαρξη. Την πάλη να υπερβούμε τη θνητότητα, να δημιουργήσουμε, να ευτυχήσουμε, να αφήσουμε το αποτύπωμά μας στον χρόνο. Εχω ακριβώς αυτή την αίσθηση του εφήμερου για τον εαυτό μου και για τα επιτεύγματά μου. “Χτίζοντας” τη συλλογή, έφτιαχνα ένα αφήγημα, και η συνοχή του έχει αναγνωριστεί πλέον. Δεν έχω να προσθέσω τίποτε άλλο στη σκέψη μου».

Οσο συζητάμε μοιάζει πραγματικά ενθουσιασμένος με αυτή την κίνηση. Τον ικανοποιεί προσωπικά, και την ίδια στιγμή συνεχίζει να τροφοδοτεί το όραμά του για τη σύγχρονη τέχνη γενικότερα, και την Ελλάδα ειδικότερα. Στα 65 του χρόνια, πολύ νέος για έναν τέτοιο αποχωρισμό –ανάλογες δωρεές γίνονται από συλλέκτες σε προχωρημένη ηλικία ή μετά θάνατον–, αισθάνεται ταυτόχρονα απελευθερωμένος από την ευθύνη που ένιωθε απέναντι στα έργα της συλλογής του.

«Ελπίζω ότι θα έχω χρόνια για να τα απολαύσω στο νέο τους περιβάλλον. Θα με καλούν τιμητικά και με χαρά θα πηγαίνω στα μουσεία για να τα βλέπω. Η κτητικότητα είναι ένας εγωισμός που ευτυχώς δεν ένιωσα ποτέ», λέει. «Η άλλη εναλλακτική λύση θα ήταν να φτιάξω ένα μουσείο, ή ένα ίδρυμα που μετά τον θάνατό μου θα προσπαθούσε να συντηρήσει αυτή την κληρονομιά. Ωστόσο δεν ήθελα ένα μαυσωλείο στο όνομά μου, ούτε να επιβαρύνω μια μελλοντική ομάδα ανθρώπων με την ευθύνη της συντήρησης αυτού που αντιπροσώπευσε το δικό μου πάθος.

»Τα έργα πρέπει να μείνουν ενεργά και σε διάλογο με την τέχνη που έρχεται. Χρειάζεται μια διαδικασία μέσα από την οποία θα κριθούν. Δίνω 350 έργα. Σε έναν αιώνα από σήμερα κάποια από αυτά δεν θα ξαναβγούν ποτέ από τις αποθήκες, γιατί η Ιστορία θα αποδείξει ότι δεν ήταν σημαντικά. Αλλά κάποια θα τα θαυμάζουν οι άνθρωποι, όπως τη Μόνα Λίζα. Αυτή η εκτίμηση μπορεί να γίνει μόνον από ένα δημόσιο μουσείο. Προσωπικά δεν έχω καμία απαίτηση από τους αποδέκτες της δωρεάς, καμιά αίθουσα με το όνομά μου. Μη βάζοντας όρους, έκανα τα μουσεία να την αγαπήσουν. Η δωρεά δεν είναι το τέλος της συλλογής μου, είναι η αρχή της καινούργιας της ζωής, λένε οι δικοί μου άνθρωποι».

Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος στην «K»: Δεν ένιωσα ποτέ κτητικός-1
Aνέτ Μεσαζέ, «Dépendance/Indépendance», 1995. Υφασμα, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μαλλί, σχοινιά, δικτυωτές κάλτσες, χνουδωτά ζωάκια, δίχτυα, πλαστικό και λαμπτήρες. Δωρεά στο ΕΜΣΤ. (Erika Ede)

Πολιτιστικές ανταλλαγές

Προς αυτή την καινούργια τους ζωή οδεύουν πλέον τα 140 έργα που προορίζονται για το ΕΜΣΤ. Χάρη στη συγκεκριμένη δωρεά, τη μεγαλύτερη στην ιστορία του, το μουσείο θα ενισχύσει σημαντικά τις συλλογές του με κομμάτια που δεν θα είχε οικονομικά τη δυνατότητα να αποκτήσει. Παράλληλα έχει προβλεφθεί ώστε να ενδυναμωθεί η διεθνής συνεργασία μεταξύ του ΕΜΣΤ και της Tate δημιουργώντας ένα δίκτυο για πολιτιστικές ανταλλαγές μεταξύ των δύο φορέων: μοίρασμα γνώσεων και εμπειρίας αλλά και δανεισμοί έργων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

«Εκτός του ότι δεν ταιριάζει στην ψυχολογία μου να φτιάξω δικό μου μουσείο, στη χώρα διαθέτουμε εθνικό μουσείο σύγχρονης τέχνης. Δεν ήθελα να το ανταγωνιστώ, ήθελα να του δώσω μεγαλύτερη περιουσία. Πρέπει το ΕΜΣΤ να σταθεί στα πόδια του και να γίνει φάρος του σύγχρονου πολιτισμού. Ειδικά γι’ αυτό το μουσείο έχω αναλάβει να πληρώνω επί 5 χρόνια την αποθήκευση και την ασφάλιση των έργων που δωρίζω.

»Πάντα έχω πίστη στην Ελλάδα, στηρίζω την εξωστρέφειά της. Γνωρίζω ότι κανένα μουσείο δεν θα μπορούσε να σηκώσει μόνο του το βάρος της συλλογής. Ομως χάρη σε αυτές τις τρεις δωρεές, Ελληνες καλλιτέχνες θα μπουν σε διεθνή μουσεία. Το ζήτησα, και όλοι οι διευθυντές το δέχτηκαν με χαρά».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή