Η Μικρασιατική Καταστροφή και το διεθνές σύστημα

Η Μικρασιατική Καταστροφή και το διεθνές σύστημα

Το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ) διοργάνωσε στις 23 Μαΐου ημερίδα με θέμα «Η Μικρασιατική Καταστροφή και οι Μεγάλες Δυνάμεις»

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ) διοργάνωσε στις 23 Μαΐου ημερίδα με θέμα «Η Μικρασιατική Καταστροφή και οι Μεγάλες Δυνάμεις». Οι εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν από τους: Σωτήρη Ριζά για τη Γαλλία (Κέντρο Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού, Ακαδημία Αθηνών), Ευστάθιο Φακιολά για τη Μεγάλη Βρετανία (Παν/μιο Πελοποννήσου), Αντώνη Κλάψη για την Ιταλία (Παν/μιο Πελοποννήσου), Γιάννη Σακκά για τις ΗΠΑ (Παν/μιο Αιγαίου), Διονύσιο Τσιριγώτη για τη Σοβιετική Ενωση (Παν/μιο Πειραιώς) επιδίωξαν να προσδιορίσουν και να αναλύσουν σε βάθος τούς βασικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι παράγοντες αυτοί θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως γεωπολιτικοί και κατά δεύτερο λόγο ως αποτέλεσμα συγκυριακής πολιτικής.

Η γεωπολιτική διάσταση για τις περισσότερες χώρες φαίνεται ότι ήταν η σημαντικότερη: Για τη Μεγάλη Βρετανία, η στήριξη της Ελλάδας ως τοποτηρητή των βρετανικών συμφερόντων στην περιοχή εδραζόταν στην επιδίωξή της να διασφαλίσει τον έλεγχο των Στενών και της διώρυγας του Σουέζ για την προστασία των εμπορικών οδών προς τις Ινδίες. Ενα εξίσου σημαντικό συστατικό στοιχείο αυτής της πολιτικής ήταν η προσπάθεια αναχαίτισης και περίκλεισης του κινδύνου καθόδου των μπολσεβίκων της Σοβιετικής Ενωσης. Αντίθετα, η Ιταλία εναντιωνόταν στην ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία διότι θα δημιουργούσε μια Ελλάδα ισχυρή και ανταγωνιστική προς αυτή στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς η ίδια εποφθαλμιούσε ένα μεγάλο μέρος της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Η Γαλλία κατά τη διάρκεια της μεγάλης ελληνικής στρατιωτικής προσπάθειας το 1921 διατήρησε μια στάση αναμονής ως προς την τελική της έκβαση, καθώς κατείχε ένα μεγάλο μέρος του οθωμανικού χρέους σε ποσοστό 60% και υπήρχε μεγάλη συμμετοχή Γάλλων κεφαλαιούχων στην τουρκική οικονομία. Για τις ΗΠΑ, οι οποίες μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου επέστρεψαν στον απομονωτισμό, ο ελληνοτουρκικός πόλεμος δεν εντασσόταν στο πλαίσιο των ζωτικής σημασίας γεωπολιτικών τους συμφερόντων. Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν πολιτική αποστασιοποίησης από τους δύο εμπολέμους εστιάζοντας στη διασφάλιση των οικονομικών τους συμφερόντων (αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου, εμπόριο και τράπεζες) και σε θέματα ανθρωπιστικής βοήθειας.

Εξίσου σημαντικοί ήταν και οι συγκυριακοί παράγοντες. Για τις Μεγάλες Δυνάμεις, ιδιαίτερα για τη Γαλλία και την Ιταλία, η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και η επάνοδος του Κωνσταντίνου στον θρόνο αποτέλεσαν το πρόσχημα για να μεταβάλουν τη στάση τους έναντι της Ελλάδας. Επιπλέον, η βαθμιαία επικράτηση του κινήματος του Κεμάλ και η διαφαινόμενη αδυναμία της Ελλάδας να επιβάλει τη συμφωνία των Σεβρών στη Μικρά Ασία ώθησαν το Λονδίνο να δώσει μεγαλύτερη γεωπολιτική αξία στην αναδυόμενη εθνικά συγκροτημένη Τουρκία, ενώ η συμμετοχή της Ελλάδας στη συμμαχία των δυνάμεων της Αντάντ στην Ουκρανία τον Ιανουάριο του 1919 δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για την υιοθέτηση από τη Σοβιετική Ενωση μιας φιλοκεμαλικής πολιτικής στο πλαίσιο της κοινής τους αντιιμπεριαλιστικής συμπόρευσης.

Στην ημερίδα του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων αναλύθηκαν οι βασικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων.

Η εισήγηση του Σπύρου Πλουμίδη (Παν/μιο Αθηνών) επικεντρώθηκε στις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Μετά το 1922 η Ελλάδα απώλεσε το δικαίωμα να οραματίζεται την εξέλιξή της σε περιφερειακή δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου. Στον πρώιμο Μεσοπόλεμο ήταν μια χώρα αδύναμη (στρατιωτικά και οικονομικά) και διπλωματικά απομονωμένη. Κύριο μέλημα της εξωτερικής πολιτικής της ήταν η αναζήτηση ασφάλειας και ειρήνης. Την ανάγκη αυτή επιχείρησε να ικανοποιήσει μέσω της συλλογικής ασφάλειας που πρόσφερε η Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), αλλά πολύ γρήγορα η κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς, έστω και προσωρινά, απέδειξε ότι η Ελλάδα λίγα είχε να περιμένει από την ΚτΕ. Στη συνέχεια και έπειτα από ένα μεσοδιάστημα αναθεωρητισμού (1923-26), επιδίωξε να κατοχυρώσει την ασφάλειά της μέσα από τη σύσφιγξη των διμερών σχέσεων και την υπογραφή συμφώνων φιλίας με τις γειτονικές της χώρες (τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία το 1928-30) καθώς και με την Ιταλία (1928).

Το αποτύπωμα της Μικρασιατικής Καταστροφής στο διεθνές σύστημα δεν έχει καταγραφεί ικανοποιητικά, τόνισε ο Χαράλαμπος Τσαρδανίδης (Παν/μιο Αιγαίου). Ομως, μετά τα τραγικά γεγονότα του 1922, πρώτον, αναδείχθηκε η παροδοχή/αφήγηση ότι η εσωτερική ασφάλεια του έθνους-κράτους και η εξωτερική σταθερότητά του επιτυγχάνονται με την απαλλαγή του από μειονότητες, έστω και με την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών· δεύτερον, έλαβε χώρα η υπονόμευση των αρχών που κατοχύρωσε η ΚτΕ με την ανάδειξη εθνικιστικών, αυταρχικών και συγκεντρωτικών κρατών, όπως η Τουρκία, η Σοβιετική Ενωση και η φασιστική Ιταλία· τρίτον, υπογράφηκε η συνθήκη της Λωζάννης (1923), η οποία καθόρισε τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα Ελλάδας – Τουρκίας· και τέταρτον, για πρώτη φορά αντιμετωπίστηκαν από τη διεθνή κοινότητα με τόσο αποτελεσματικό και λυσιτελή τρόπο ζητήματα ανθρώπινης ασφάλειας που αφορούσαν την αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας και την ανακούφιση και αποκατάσταση χιλιάδων προσφύγων τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Τουρκία.

* Οι κ. Χαράλαμπος Τσαρδανίδης και Γιάννης Σακκάς είναι καθηγητές του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Ο κ. Τσαρδανίδης είναι επίσης διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή