Η Μαρία Ηλιού στην «Κ»: Θέλω ό,τι φτιάχνω να έχει και ιδέες και συναίσθημα

Η Μαρία Ηλιού στην «Κ»: Θέλω ό,τι φτιάχνω να έχει και ιδέες και συναίσθημα

Η γνωστή σκηνοθέτις μιλάει στην «Κ» για το πρώτο λογοτεχνικό της τέκνο, το μυθιστόρημα «Μια φιλία στη Σμύρνη»

6' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την γνωρίζουμε από τη δουλειά της στον κινηματογράφο, ως σκηνοθέτιδα και σεναριογράφο, αλλά ανέκαθεν είχε μια μυστική σχέση με τη λογοτεχνία (έχει γράψει διηγήματα τα οποία ουδέποτε δημοσίευσε), την οποία η Μαρία Ηλιού μας αποκάλυψε πρόσφατα, με την κυκλοφορία του πρώτου της μυθιστορήματος, «Μια φιλία στην Σμύρνη», από τις εκδόσεις Μίνωας. Είναι η ιστορία της φιλίας τεσσάρων παιδιών -της Αννας, της Ρόζας, του Ρεσάτ, του Ισαάκ- και των οικογενειών τους, που ξεκινά στη Σμύρνη το 1912, συνεχίζεται ως την Μικρασιατική Καταστροφή, το 1922, και ολοκληρώνεται το 1962, όπου οι φίλοι συναντώνται, ενήλικες πια, στη Νέα Υόρκη. Η «περιπέτεια» της συγγραφής του ξεκίνησε σχεδόν είκοσι χρόνια πριν…

Η Μαρία Ηλιού στην «Κ»: Θέλω ό,τι φτιάχνω να έχει και ιδέες και συναίσθημα-1

– Γιατί χρειάστηκαν τόσα χρόνια μέχρι να ολοκληρωθεί το βιβλίο; Πού «σκόνταφτε»;

– Στις ταινίες! Από το 2004 έως το 2022 έχουμε παρουσιάσει πέντε ιστορικά ντοκιμαντέρ («Το ταξίδι, το ελληνικό όνειρο στην Αμερική», «Σμύρνη, η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922», «Από τις δυο πλευρές του Αιγαίου, 1922-1923», «Αγαπημένη θεία Λένα», «Η Αθήνα από την Ανατολή στη Δύση, 1821-1896») και έχουμε κάνει την προεργασία για άλλα τέσσερα. Σκεφτείτε πόσο χρόνο και ενέργεια απαιτούσαν η εξασφάλιση χρηματοδότησης στην Αμερική και την Ευρώπη, η δημιουργική διαδικασία, η αναζήτηση αρχειακού υλικού σε τρεις ηπείρους, τα ταξίδια ανάμεσα στην Νέα Υόρκη και την Αθήνα και η οικογενειακή μου ζωή με ένα παιδί, την Νεφέλη, που σήμερα είναι διδάκτωρ Αρχαιολογίας στην Οξφόρδη.

Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσετε να γράφετε;

– Η πρώτη μορφή του βιβλίου ήταν σενάριο. Ο τίτλος ήταν ίδιος, «Μια φιλία στην Σμύρνη», αλλά οι διαφορές πολλές. Η ιστορία διαδραματιζόταν το 1912, οι πρωταγωνιστές ήταν δεκαοκτώ ετών και δεν υπήρχε καμιά αναφορά στην καταστροφή. Για πολλά χρόνια το μυθιστόρημα υφαινόταν μέσα μου αλλά η ευκαιρία ήρθε το 2020, με την πανδημία. Ημουν στην Νέα Υόρκη και, μόλις ο Τράμπ ανακοίνωσε πως θα έκλεινε τα σύνορα, οι χορηγοί των ιστορικών μας ντοκιμαντέρ για την Αθήνα μου ζήτησαν να έρθω στην Ελλάδα για να προχωρήσει το πρότζεκτ. Αλλά ακολούθησε το λοκντάουν και αποφάσισα να ζήσω σε μια παραθαλάσσια περιοχή της Αττικής, στο σπίτι που είχε φτιάξει ο πατέρας μου, ο Ανδρέας, ο οποίος είχε έρθει από την Σμύρνη σε ηλικία δέκα χρονών. Είχε φυτέψει στον κήπο μόνο ό,τι άνθιζε στην Σμύρνη: πεύκα, ελιές, μπουκαμβίλιες, γιασεμιά, γαζίες. Εκεί η επιθυμία να γράψω το βιβλίο ξεχνώντας εντελώς το σενάριο έγινε ξεκάθαρη. Τα περισσότερα κεφάλαια τα έγραψα στο χέρι, για να μην μπαίνω στον πειρασμό να βλέπω το σενάριο στο κομπιούτερ αλλά και γιατί ένιωθα πως έτσι το ασυνείδητο «κατοικούσε» πιο καλά στα δάχτυλα μου.

– Κινηματογράφος vs συγγραφής: Πού υπερτερεί καθένα από αυτά στην αφήγηση και πού υστερεί;

– Δεν είμαι η συγγραφέας της… περίτεχνης σελίδας. Ο λόγος μου, τόσο στον κινηματογράφο, όσο και στο μυθιστόρημά μου, είναι άμεσος, καθημερινός, δικός μου. Αφηγούμαι ιστορίες. Οι ιδέες που με διαμόρφωσαν συχνά περνούν από το ένα στο άλλο. Θυμάμαι ένα κείμενο του Ζαν Μποντριγιάρ που είχα διαβάσει πολύ νέα, όταν σπούδαζα Φιλοσοφία και Λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Η ιδέα του ήταν πως η μοντέρνα τέχνη στηρίζεται στις έξυπνες ιδέες (όπως το ντενεκεδάκι της σούπας Campel του Αντι Γουόρχολ) και όχι στο συναίσθημα· κι αυτό κατά τον Μποντριγιάρ φέρνει το τέλος της τέχνης. Εγώ ήθελα ό,τι φτιάχνω να έχει και τα δύο: και ιδέες, και συναίσθημα. Αλλά, από την μέθοδο Στανισλάφσκι και Στράσμπεργκ, που διδάχθηκα αργότερα στη Νέα Υόρκη για να γίνω σκηνοθέτης, έμαθα ότι η συγκίνηση εκφράζεται όσο της αντιστέκεσαι. Αφήνομαι, λοιπόν, στη συγκινησιακή μνήμη στις ταινίες και στα γραπτά μου. Αντλώ από τα προσωπικά μου βιώματα σκηνές ή στιγμές από εκείνες που απελευθερώνονται συνήθως χωρίς να σε ρωτήσουν αλλά μπορούν να συναρπάσουν γιατί έχουν μια εσωτερική αλήθεια. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες ιδέες, καθώς και βιβλία που με μάγεψαν και με επηρέασαν μέχρι τώρα στην σκηνοθεσία – και πλέον στη συγγραφή. Από τον Ιταλο Καλβίνο μέχρι τους Ρώσους φορμαλιστές. Ολα αυτά είναι «il mio bagaglio culturale», όπως λένε οι Ιταλοί: οι πολιτισμικές, οι πνευματικές αποσκευές μου και «δουλεύουν» σιωπηλά μέσα μου. Βλέπω, λοιπόν, πιο πολλά κοινά ανάμεσα στο σινεμά και στο μυθιστόρημα, παρά διαφορές. Υπάρχει όμως μια τεράστια διαφορά: στον κινηματογράφο, μέσω των πράξεών τους, προσπαθείς να υποδηλώσεις τις κρυφές σκέψεις των ηρώων, αλλά δεν μπορείς να τις αποκαλύψεις. «Show, do not tell», μαθαίνεις την πρώτη μέρα στη σχολή. Ενώ στην λογοτεχνία ο εσωτερικός κόσμος των ηρώων, οι φόβοι, οι ελπίδες, οι βεβαιότητές τους που αναιρούνται, τα ψέματα, οι ψευδαισθήσεις και οι κρυφές τους σκέψεις μπορούν να ξεδιπλωθούν, τις αποκαλύπτεις με τις δικές σου λέξεις.

Οι γιορτές, τα δείπνα, οι εκδρομές, όλα όσα υπάρχουν στο βιβλίο είναι σκηνές βιωματικές.

Πώς καταφέρατε να αποτυπώσετε με τόση ακρίβεια την καθημερινότητα της Σμύρνης εκείνης της εποχής;

– Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου τοποθετείται στα καλά, κοσμοπολίτικα χρόνια, από το 1912 έως το 1922. Ιστορίες γι’ αυτά άκουγα συνέχεια από παιδί. Λες και ήταν… μέσα στο γάλα που μου έδιναν. Ο πατέρας μου μιλούσε συχνά για την Σμύρνη. Επίσης του άρεσε να επαναλαμβάνει τον τρόπο ζωής που είχε μάθει εκεί στο διαμέρισμα όπου ζούσαμε, στην οδό Σόλωνος. Οι γιορτές, τα δείπνα, οι Απόκριες, η Καθαρή Δευτέρα με το πέταγμα του χαρταετού, η ζωή δίπλα στην θάλασσα, τα καλοκαίρια στα Βουρλά, όλα όσα υπάρχουν στο βιβλίο, είναι σκηνές κατά κάποιον τρόπο βιωματικές, γιατί υπήρχαν στην καθημερινότητά μας – και στο αστικό σπίτι μας, και στο εξοχικό μας δίπλα στη θάλασσα. Διηγήσεις άκουγα και από την θεία Νίτσα, που θυμόταν απίστευτες λεπτομέρειες. Η έρευνα που έκανα πολύ αργότερα, για το ντοκιμαντέρ της Σμύρνης, σίγουρα με βοήθησε επίσης πολύ. Είχα δει περισσότερες από χίλιες φωτογραφίες από αρχεία σε τρεις ηπείρους για τις ανάγκες της προετοιμασίας του. Παρατηρούσα ρούχα, εκφράσεις προσώπων, κτήρια, καθημερινές συνήθειες και ασχολίες. Ταυτόχρονα διάβασα πολλές μαρτυρίες, ημερολόγια, αναμνήσεις, αλληλογραφία Σμυρνιών από διάφορες κοινότητες. Ολες αυτές οι πληροφορίες σιγά σιγά έγιναν εικόνες και συναισθήματα.

– Η Αννα και η Ρόζα ως προσωπικότητες, έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τη Μαρία – και ποια;

– Η Αννα έχει περισσότερα. Ομως η φιλία τους μου θυμίζει το δέσιμό μου με την παιδική μου -και μέχρι σήμερα καλύτερή μου- φίλη. Πάντως και οι δυο είναι παράτολμες, επίμονες, πεισματάρες και ξεροκέφαλες. Εχουν την χαρά της ζωής μέσα τους.

Ουσιαστικά αφηγείστε μια ιστορία για το πώς οι άνθρωποι βρίσκουμε τη δύναμη να ζήσουμε έπειτα από μια μεγάλη απώλεια. Πώς γίνεται, τελικά, αυτό;

– Η απώλεια των αγαπημένων μας είναι ό,τι πιο δύσκολο στην ζωή μας. Αλλά το να αποδεχτούμε το πένθος και να το βιώσουμε μας βοηθάει να προχωρήσουμε. Οταν έχασα την μητέρα μου, τα μάτια μου βούρκωναν πολύ συχνά μέσα στην μέρα. Τα βράδια, όταν επέστρεφα στο σπίτι από τα γυρίσματα (μέναμε στην Νέα Υόρκη τότε), δεν μπορούσα πια να συγκρατήσω τα δακρυά μου. Για περισσότερο από έναν χρόνο έκλαιγα καθημερινά. Σιγά σιγά ο πόνος μαλάκωσε, οι αναμνήσεις άρχισαν να γλυκαίνουν. Με στήριξαν οι αγαπημένοι μου άνθρωποι – η κόρη μου, ο σύντροφός μου, οι φίλοι μου. Η αγκαλιά, η ερωτική συνεύρεση, το χάδι, μου έδωσαν την δύναμη να προχωρήσω. Κάπως έτσι συνέχισαν οι ήρωές μου, κάπως έτσι συνεχίζουμε όλοι μας.

– Θα δούμε και στην οθόνη κάποια στιγμή αυτή την ιστορία;

– Δεν νομίζω. Εχω μπροστά μου τέσσερα ντοκιμαντέρ για την ιστορία της σύγχρονης Αθήνας να ολοκληρώσω, φωτογραφικές εκθέσεις που θα βασίζονται στις ταινίες και αντίστοιχα λευκώματα. Και μετά έχω στο νου μου τρία αθηναϊκά μυθιστορήματα. Βέβαια, ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτε. Το «αναγκαστικό τυχαίο» του Αντρέ Μπρετόν καραδοκεί πάντα…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή