«Εφυγα, αλλά ουσιαστικά ποτέ δεν έφυγα, ούτε γύρισα»

«Εφυγα, αλλά ουσιαστικά ποτέ δεν έφυγα, ούτε γύρισα»

Το ποίημα-κολάζ του Ντίνου Σιώτη, που γράφτηκε από τον Ιούλιο του 2020 έως τον Ιούλιο του 2021 στην Τήνο

3' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΝΤΙΝΟΣ ΣΙΩΤΗΣ
Σχεδόν αύριο
εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 2022, σελ. 60

«Μεγάλωσα σε νησί που είχε για ορχήστρα το φύσημα του ανέμου».

Το «Σχεδόν αύριο» του Ντίνου Σιώτη είναι ένα ποίημα-κολάζ, με τρίστιχες στροφές. Πουθενά τελεία, μόνο κόμμα, για να παίρνει ανάσα. Γράφτηκε από τον Ιούλιο του 2020 μέχρι τον Ιούλιο του 2021 στην Τήνο. Ανάμεσα σε δύο καραντίνες. Θέματά του; Ολα όσα έχουν γεννηθεί στη ζωή και έχουν καταγραφεί στο μυαλό και στην ψυχή. Δύο επιρρήματα στηρίζουν τον τίτλο· ένα ποσοτικό και ένα χρονικό, τα οποία μας φέρνουν κοντά σε αυτό που πάντα λείπει για να ολοκληρωθεί, στο αύριο, «μια άλλη μέρα», όπως έλεγε αισιοδοξώντας η Σκάρλετ Ο’ Χάρα, ελπίζοντας στην αποτίναξη του βαρυφορτωμένου με αμαρτίες χθες.

Κάπως έτσι το υπολογίζει ο Σιώτης και το συνδέει με τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη «λίγο ακόμα, / να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Την ιδέα του ποιήματος-κολάζ την οφείλει στον Γιάννη Ρίτσο, που μας έχει δώσει «Το τερατώδες αριστούργημα» (1978). Οποίον σχήμα οξύμωρο. Το ποίημα εκτείνεται σαν καταρράκτης, αλλάζοντας θέμα συνεχώς, από το ένα τρίστιχο στο άλλο, συχνά και μέσα στο ίδιο, επανέρχεται και συνεχίζει, εναλλάσσοντας σκέψεις, συναισθήματα και διαθέσεις.

Εχοντας ζήσει σχεδόν όλο το «χθες», απομένει λίγο ακόμα από το εφήμερο και ταλαιπωρημένο «σήμερα» για να αγγίξουμε το «σχεδόν αύριο».

Εχοντας ζήσει σχεδόν όλο το «χθες», απομένει λίγο ακόμα από το εφήμερο και ταλαιπωρημένο «σήμερα» για να αγγίξουμε το «σχεδόν αύριο» και την ελπίδα της αλλαγής που ευαγγελίζεται ο ποιητής. Ο μετρημένος χρόνος μας και η αναπόδραστη μοίρα φέρνουν στην επιφάνεια τα μύρια όσα κακά, περιμένοντας καρτερικά στις κουίντες σαν ηθοποιοί του θεάτρου για να φέρουν την εξέλιξη στο δράμα. Θέατρο η ζωή μας και μάλιστα παράλογο. Ετσι, σε κάθε τρίστιχη στροφή ο Σιώτης δίνει ανάκατα κομμάτια του κολάζ, πολέμους και καταστροφές, σε κάθε ήπειρο, συνταρακτικά και αποτρόπαια ιστορικά γεγονότα, Χιροσίμα και Βιετνάμ, Ολοκαύτωμα και ναζί… Και κάπου εκεί, στης φρίκης τα καμώματα, πετιούνται ξαφνικά μικρά εκκλησάκια, ελεητική παρηγορία. Σκηνές της ζωής, οι Κυριακές και οι Δευτέρες, τα ξεχωριστά γεγονότα, τα ες αύριον σπουδαία. Από την αρχή μέχρι το τέλος αυτού του χειμαρρώδους κειμένου ο αναγνώστης βάλλεται από έναν καταιγισμό πληροφοριών, αναφορών, συγκερασμών, ανατροπών, υπαινιγμών, αστεϊσμών, συναισθημάτων θλίψης, πίκρας, ειρωνείας και όλων εκείνων που ο νους με τα προσαγωγά του νεύρα δέχεται, αλλά δεν προλαβαίνει να επεξεργαστεί.

Το άτακτο και ατακτοποίητο, το γοργό και φουριόζο, το άτομο μέσα στην κοινωνία που, εφόσον πάσχει από πολλά εκείνη, πάσχει και ο ποιητής, «από την καραβάνα της τρεφόμαστε», όπως είχε πει ο Ωντεν διά στόματος Σεφέρη. Η φωνή του Ιωάννη βοά, σχισμένη σε κραυγές, αστραπές στον μαύρο ουρανό, στο χαρτί, απελπισία, οργή, πληγή, όμως κανείς δεν ακούει. Λες κι ο Θεός ανακάτεψε τον κόσμο για να τον επαναφέρει στο προηγούμενο χάος του, δείχνοντας έτσι τη βέβηλη επέμβαση του ανθρώπου στο θεϊκό δημιούργημα.

Φωτεινά διαλείμματα

Ωστόσο υπάρχουν και τα φωτεινά διαλείμματα, ξαστερωμένες διαθέσεις δοσμένες με χιούμορ. Κι άλλοτε πάλι έρχεται η νοσταλγία για το νησί, και ας έκανε το μακρινό ταξίδι: «…μεγάλωσα σε νησί / που είχε για ορχήστρα το φύσημα του ανέμου, / για ντεκόρ αμπελώνες, ελαιώνες και φρύγανα, / έφυγα με καθυστέρηση δύο αιώνων για μία // άλλη ήπειρο, για το υπερπέραν ενός άλλου / κόσμου, και άργησα να επιστρέψω – αλλά / ουσιαστικά ποτέ δεν έφυγα, ούτε γύρισα».

Η φωνή του, εν θερμώ, φάλτσα και σωστή, γλυκιά και πικρή, το ποίημα μια γκριμάτσα, πόνος και δάκρυα, όπως εκείνοι που «νύχτα φεύγοντας άφησαν πίσω το σκυλί τους / γιατί από κει που πήγαιναν δεν θα γυρνούσαν, το / σκυλί ούτε τρώει ούτε πίνει ούτε κοιμάται, μόνο // περιμένει εκείνους που έφυγαν να γυρίσουν». «Ενα σκυλί / ξεχασμένο / που γαβγίζει / μοναχό / και γυρεύει τον αφέντη του / ή τη δευτέρα παρουσία / ή ένα κόκαλο» (Σεφέρης).

Οι αναγνώστες δεν μπορούμε παρά να συμμεριστούμε την ποιητική αγρύπνια του, την «αγραυλία» του και την ελπίδα του, να δούμε τις «ρίζες / που δεν θα βουλιάξουν στη μαυρίλα, αλλά θα μας φωτίζουν / με το αρχέγονο φως τους, ρίζες που τις διακρίνω / να πλησιάζουν μέσα από ένα πυκνό σχεδόν αύριο».

* Η κ. Ανθούλα Δανιήλ είναι κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή