Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ δεν πέθανε

Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ δεν πέθανε

Ενας μύθος ούτε αρκετά πειραματικός για τους πειραματιστές ούτε ικανοποιητικά εμπορικός για το κινηματογραφικό κύκλωμα

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με τον θάνατο του Ζαν Λικ Γκοντάρ κλείνει η πρώτη περίοδος του σινεμά η οποία ξεκίνησε επίσημα με τους Λιμιέρ και τυπικά τελείωσε την προηγούμενη Τρίτη, αν και είναι ολοφάνερο πως αυτό είχε συμβεί εδώ και καιρό. Δεν αναφέρομαι σε συγκεκριμένους σκηνοθέτες –Μουρνάου, Βιγκό, Αντονιόνι–, μα σ’ ένα αδιαμόρφωτο, τολμηρό βλέμμα που νομοτελειακά θα εξατμιζόταν.

Πλέον τα έχουμε δει όλα. Εχουμε δει όλες τις εικόνες. Τις έχουμε αποθηκεύσει στο κινητό μας και τις έχουμε ξεχάσει. Κανένας σκηνοθέτης δεν μπορεί να φιλμάρει ένα πρόσωπο, ένα ζευγάρι παπούτσια ή ένα φρούτο δίχως παρεμβολές, επειδή έχει παρακολουθήσει τόσο πολύ κινηματογράφο που τον εμποδίζει να φτάσει πίσω από το δέρμα: στο αίμα, στη σόλα, στο κουκούτσι.

Ο Γκοντάρ ήταν ο τελευταίος κάτοικος ενός μεγάλου σπιτιού και ήταν αναμενόμενο πως εκείνος θα έκλεινε την πόρτα, αφού η φιλμογραφία του ήταν μια σύνοψη του κινηματογράφου πριν από την επερχόμενη αλλαγή, τη ρευστότητα των καιρών μας, το κομμάτιασμα του βλέμματος σε χιλιάδες οθόνες. Δεν ήταν μόνο οι περίφημες «Ιστορίες του σινεμά» όπου σαν μπλέντερ ανακάτεψε σκηνές από φιλμ, μουσικές φράσεις, λεπτομέρειες από πίνακες και λογοτεχνία, λες και ήθελε να τις διατηρήσει παντοτινά στις τέσσερις ώρες της ταινίας. Η στρατηγική του αναπτυσσόταν υπόγεια από την αρχή της καριέρας του, όταν περνούσε από το ένα είδος στο άλλο, σβέλτα, σαν κλέφτης, αδιαφορώντας για το κοινό και τους κανόνες, χωρίς όμως να έρχεται σε απόλυτη ρήξη με το σύστημα παραγωγής, όπως οι κινηματογραφιστές του περιθωρίου, καταφέρνοντας τελικά να βρεθεί σε πλεονεκτικότερη θέση, την πιο μετέωρη: ποτέ δεν ήταν αρκετά πειραματικός για τους πειραματιστές, ποτέ δεν ήταν ικανοποιητικά εμπορικός για το κινηματογραφικό κύκλωμα.

Ξεκίνησε ως κριτικός στο θρυλικό έντυπο «Καγιέ» κι έπρεπε να φτάσει τα τριάντα για να γυρίσει το ντεμπούτο του, το θρυλικό «Με κομμένη την ανάσα». Ο μύθος λέει πως χρησιμοποίησε φωτογραφικό φιλμ υψηλής ευαισθησίας γιατί ήθελε ν’ αποφύγει τον τεχνητό φωτισμό, πως δεν έκανε λήψεις παραπάνω από δύο-τρεις ώρες τη μέρα επειδή χρειαζόταν χρόνο για να σκέφτεται, εξοργίζοντας τoν παραγωγό του, πως πετσόκοψε τα πλάνα επειδή είχαν υπερβολική διάρκεια, λανσάροντας ένα νέο κι απότομο λεξιλόγιο στο σινεμά, κάτι που ήταν η μισή αλήθεια. Την ίδια εποχή, κάποιοι κινηματογραφιστές στην Αμερική καινοτομούσαν με περισσότερο θράσος και χωρίς χρήματα, όμως ο Γκοντάρ είχε τη διορατικότητα να μην αγνοήσει την παράμετρο της εξωστρέφειας που του παρείχε η μυθοπλασία. Τουλάχιστον τη δεκαετία του ’60.

Κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει πως δεν αντιστάθηκε στη φρίκη μέχρι το τέλος, εκσφενδονίζοντας ψήγματα ομορφιάς.

Ο κόσμος είναι ακόμη αγκιστρωμένος στις πρώτες του ταινίες –«Ζούσε τη ζωή της», «Περιφρόνηση», «Ο τρελός Πιερό»–, και δικαιολογημένα. Μα ο Γκοντάρ δεν θα είχε γίνει ο Γκοντάρ αν είχε θρονιαστεί εκεί. Αυτό που τον έκανε συγκλονιστικό σκηνοθέτη, και ίσως τον πιο επιδραστικό δημιουργό του 20ού αιώνα, ήταν η ανάγκη ν’ αναποδογυρίζει διαρκώς τον εαυτό του: έσβησε με μια κίνηση τις ανέμελες μέρες της νουβέλ βαγκ, όπλισε την κάμερά του ως μέσο ανατροπής, κληρονομιά από τον Μάη του ’68, επέστρεψε σε μια ανορθόδοξη αφήγηση, χάνοντας όσους θεατές είχαν απομείνει, για να επανέλθει με μια σειρά από βίντεο και μεγάλου μήκους ταινίες που επιβεβαίωσαν την ανεξάντλητη φρεσκάδα του: «Η κουλτούρα είναι ο κανόνας. Η τέχνη, η εξαίρεση».

Ποτέ δεν έπαψε να χτίζει με μοναδικό τρόπο την αντιφατική του περσόνα. Ηταν ένας τεμπέλης αστός που έγινε αριστερός και εργασιομανής, ήταν πικρόχολος με τους συντρόφους του, αψύς με τους θεσμούς, ήταν βαθύς και επιφανειακός, ήταν οξύς, γριφώδης, εγωιστής, κι ενώ κουβαλούσε όλα τα κουσούρια ενός διανοουμένου, κατάφερε να τα μεταβολίσει με ασυγκράτητη ελευθερία σ’ ένα τεράστιο έργο που χτυπούσε την καρδιά και το μυαλό ταυτόχρονα.

Η απομόνωση στην Ελβετία

Δεν είναι τυχαίο που κατέληξε ν’ απομονωθεί στην Ελβετία, μαζί με τη σύντροφό του Αν Μαρί Μιεβίλ, πιθανώς για να παρατηρεί με μεγαλύτερη άνεση το σκοτάδι της εποχής, σαν ανέλπιδος ήρωας του Μπέκετ που δεν περιμένει πια τίποτα: «Οταν κοιτάζω τον ουρανό ανάμεσα στ’ αστέρια, βλέπω μόνο αυτό που έχει εξαφανιστεί». Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει πως δεν αντιστάθηκε στη φρίκη μέχρι το τέλος, εκσφενδονίζοντας ψήγματα ομορφιάς. Μέσα στη νύχτα, βλέπω στον υπολογιστή μία από τις αγαπημένες μου ταινίες του: «Αυτοπορτρέτο τον Δεκέμβρη», γυρισμένο όταν ήταν εξήντα πέντε χρόνων. Βλέπω το άδειο δωμάτιο, τα γυαλιά του στο τραπέζι, τη σπασμένη καρέκλα, το πορτατίφ, τα παράθυρα, τη λίμνη, τις σκιές, την μπλε ανταύγεια που πλημμυρίζει τα πλάνα. Ακούω τον ήχο της γραφομηχανής. Ακούω το χαρακτηριστικό του ψεύδισμα. Η ανάσα του είναι βαριά, ασήκωτη, και τότε καταλαβαίνω πως ο Γκοντάρ δεν πέθανε. Απλώς κουράστηκε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT