Το γέλιο και το δάκρυ της οικογένειας

Το γέλιο και το δάκρυ της οικογένειας

Ο Γιάννης Αναστασάκης και η Αγορίτσα Οικονόμου μιλούν για το «Σπιρτόκουτο: The Musical» που ανεβαίνει στη Στέγη

7' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεν ξεχνιέται εύκολα το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη. Μία φορά να έχει δει κανείς την ταινία και μπορεί να ανακαλέσει εύκολα (αλλά και οδυνηρά ή και με χιούμορ, αναλόγως το είδος της εμπλοκής του) τα λόγια που εκτοξεύουν σαν πυρά οι ήρωες μεταξύ τους ή έστω το πολεμικό κλίμα που επικρατεί σε αυτήν την κωμικοτραγικά δυσλειτουργική οικογένεια που μας συστήθηκε δύο χρόνια πριν από την πάνδημη ευφορία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Χώρια που έκτοτε, μέσα από τη σταθερή παρουσία τους στην εγχώρια ποπ κουλτούρα, το «Σπιρτόκουτο» και οι ατάκες του –από την επιμονή του «Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;» μέχρι την αγανάκτηση του «Φτιάξ’ το το μπουρδέλο»– έφτασαν να συμβολίζουν μια ολόκληρη συνθήκη διαπροσωπικών σχέσεων, που μόνο «καλτ» δεν μοιάζουν πια.

Η πρώτη φορά που ο Γιάννης Αναστασάκης είδε την ταινία, ήταν σε κασέτα VHS, στο σαλόνι του σπιτιού του. Είχε ακούσει πολύ καλά λόγια για το έργο και ήδη από τα πρώτα του λεπτά, αυτό που τον περίμενε ήταν ένα ευχάριστο σοκ. «Ενας άνθρωπος κατάφερε να μας αφηγηθεί την καθημερινότητα που ζούμε στην Ελλάδα, με έναν ιδιαίτερο τρόπο και με ηθοποιούς που στήριξαν το εγχείρημα εξαιρετικά», λέει στην «Κ» ο ηθοποιός και σκηνοθέτης και συνεχίζει σε κλίμα αντίθετο της ταινίας: «Είχα φωνάξει τότε τη γυναίκα μου και της είχα πει “έλα να παρακολουθήσεις κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί”. Ετσι, το “Σπιρτόκουτο” έμεινε στη μνήμη μου τόσο για αυτό που είπε, όσο και για το πώς».

Η Αγορίτσα Οικονόμου από την άλλη, δεν έτυχε μέχρι σήμερα να δει το «Σπιρτόκουτο». Ακόμα και όταν της έγινε η πρόταση να πρωταγωνιστήσει στη διασκευή της ταινίας σε μιούζικαλ, η ηθοποιός δεν έσπευσε να την παρακολουθήσει έστω στο YouTube, όπου έχει αναρτηθεί και έχει συγκεντρώσει εκατοντάδες χιλιάδες θεάσεις. «Δεν την είδα επίτηδες», λέει, «γιατί θαυμάζω πάρα πολύ την Ελένη Κοκκίδου, η οποία παίζει τη Μαρία, τη μητέρα, και φοβόμουν ότι ακόμα και ασυνείδητα μπορεί κάτι να αντιγράψω. Αφενός δεν είναι ωραίο να παίρνεις τον κόπο του συναδέλφου και αφετέρου ήθελα να αντιμετωπίσω τη διασκευή σαν κάτι το καινούργιο. Που με έναν τρόπο είναι κιόλας».

Ο Γιάννης Οικονομίδης κατάφερε να μας αφηγηθεί την καθημερινότητα που ζούμε στην Ελλάδα, με έναν ιδιαίτερο τρόπο.

Το σίγουρο είναι ότι Αναστασάκης και Οικονόμου θα έχουν πολύ σοβαρότερες διαφορές να λύσουν (ή μάλλον να διαιωνίσουν) στη σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, όπου από την Παρασκευή και έως τις 30 Δεκεμβρίου παίζεται το «Σπιρτόκουτο: The Musical»· όπως είχαν κάνει στην ταινία είκοσι χρόνια πριν ο Ερρίκος Λίτσης και η Ελένη Κοκκίδου, ο Αναστασάκης και η Οικονόμου υποδύονται τον πατέρα και τη μητέρα του «Σπιρτόκουτου», σε μια σκηνική διασκευή τη μουσική της οποίας υπογράφουν οι Γιάννης Νιάρρος και Αλέξανδρος Λιβιτσάνος, τη σκηνοθεσία επίσης ο Νιάρρος (ο οποίος γράφει και τους στίχους των τραγουδιών) και το λιμπρέτο ο Γιάννης Οικονομίδης και ο Δώρης Αυγερινόπουλος.

«Πόσο πιο επίκαιρη να είναι, με όλα αυτά που μας κατακλύζουν κάθε μέρα;», λέει η Αγορίτσα Οικονόμου απαντώντας στην προφανή, περί επικαιρότητας μιας τέτοιας διασκευής, απορία. «Το ότι έχουν περάσει είκοσι χρόνια και είμαστε σχεδόν στο ίδιο σημείο, είναι στενάχωρο για το μέλλον», λέει ο Γιάννης Αναστασάκης, συμπληρώνοντας πάντως ότι παραμένει πεισματικά αισιόδοξος. Σε κάθε περίπτωση, μια ακόμα ερώτηση είναι αν οι παθογένειες της ελληνικής οικογένειας εξαλείφονται ή και λειαίνονται, όταν αποδοθούν μέσα από το ελαφρύ φαινομενικά είδος του μιούζικαλ. «Μερικές θα οξυνθούν κιόλας», αποκρίνεται ο Γιάννης Αναστασάκης. «Η παράσταση δεν είναι απλώς ένα σχόλιο σε όσα λέει το αρχικό κείμενο, αλλά πηγαίνει και ένα βήμα παραπέρα, μέσα στην ψυχή αυτών των ανθρώπων, αλλά και στη δική μας ματιά για όσα ζούμε – μην ξεχνάμε ότι στην ταινία υπήρχε και ένας κρυφός αυτοσαρκασμός, καθώς ο Οικονομίδης έβαζε και τον εαυτό του μέσα. Και ενώ στο μιούζικαλ υπάρχουν σημεία που με τη μουσική και τα τραγουδιστά λόγια μπορεί να γεμίσουν ευφορία τον θεατή ή να του προκαλέσουν τη διάθεση να γελάσει, η αμέσως επόμενη σκηνή ή και η ίδια, στην εξέλιξή της, έχει και στοιχεία από την ανάποδη μεριά. Που σε κάνουν να δαγκώνεσαι και να λες, “όπα, αυτό μοιάζει με εμένα, είναι ο καθρέφτης μου. Τι κάθομαι και γελάω;”».

Ο ρόλος της μουσικής

«Το γέλιο και το δάκρυ πάνε και λίγο χέρι χέρι στην παράσταση», λέει η Οικονόμου. «Σίγουρα η μουσική παίζει καταλυτικό ρόλο και όλοι οι χαρακτήρες –ακόμα και οι γείτονες– έχουν ο καθένας το δικό τους, ιδιαίτερο τραγούδισμα. Βεβαίως, η μελωδία ανοίγει με έναν τρόπο τα μελανά χρώματα. Τα κάνει να μην είναι τόσο αβάσταχτα, αν θες, ή για να προσφέρει και λίγο χαμόγελο. Από την άλλη όμως, μπορεί ωραιότατα μετά το χαμόγελο ή και το γέλιο, να σφίξει η καρδιά. Ακόμα και μέσα στο ίδιο τραγούδι». Το οποίο τραγούδι, στην περίπτωση του πατέρα είναι το δημοτικό και το βαρύ λαϊκό: τα μουσικά διακριτικά του. Στο πρώτο, που ήταν κυρίαρχο στο αυτί και στην ψυχή του όταν μεγάλωνε –είναι ένας Ηπειρώτης που ζει χρόνια στον Κορυδαλλό– ανατρέχει σε μια δύσκολη στιγμή. Το δεύτερο στηρίζει τη μορφή που ο ίδιος προσπαθεί να παρουσιάσει στον κόσμο και στον εαυτό του: είναι άνδρας, αφεντικό, αυτός αποφασίζει, έτσι γουστάρει και έτσι κάνει», λέει ο Αναστασάκης. Η μητέρα από την άλλη, εξηγεί η Οικονόμου, «έχει λίγο πιο σκοτεινές νότες. Λίγο πιο ταραγμένες. Είναι και η ίδια πιο ταραγμένη προσωπικότητα. Θα μου πεις, οι άλλοι δεν είναι;».

Το γέλιο και το δάκρυ της οικογένειας-1
Η Αγορίτσα Οικονόμου, που υποδύεται τη «Μαρία», τη μητέρα στο «Σπιρτόκουτο: The Musical», λέει ότι το τραγούδι που διακρίνει τον χαρακτήρα της επί σκηνής «έχει λίγο πιο σκοτεινές νότες, πιο ταραγμένες». Φωτ. ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΖΕΡΒΟΣ

Το γέλιο και το δάκρυ της οικογένειας-2
Ο Γιάννης Αναστασάκης, που ερμηνεύει τον πατέρα, τον «Δημήτρη», εξηγεί ότι τα δικά του μελωδικά διακριτικά είναι το δημοτικό και το βαρύ λαϊκό τραγούδι.

Κάποτε, μπορεί κάποιοι να μιλάνε με νότες και άλλοι με χρώματα

Υπάρχει άραγε στο «Σπιρτόκουτο: The Musical» κάποια φράση, κάποια ατάκα της μητέρας, που να φωτίζει όσα τη βαραίνουν, την απόγνωσή της; «Είναι πολλές φράσεις, είναι πολλές και έχουν να κάνουν με τον σύζυγό της», λέει η Αγορίτσα Οικονόμου, λες και εκφράζει την έγνοια της για κάποια «Μαρία» πραγματική. «Είναι μικρές φράσεις», συνεχίζει, «από τις οποίες καταλαβαίνεις ότι όλα αυτά τα 20-25 χρόνια του γάμου τους, κάτι δεν έχει πάει καθόλου καλά. Κάποια στιγμή ειδικά, σε μια αντιπαράθεση με τον σύζυγό της, η οποία εκφράζεται με πρόζα που γίνεται σταδιακά τραγούδι, η Μαρία του λέει “Δημήτρη κι εσύ, είσαι άνδρας μου…”. Σαν να του χτυπάει πολλά καμπανάκια εκείνη τη στιγμή. Για τους ρόλους τους, για την επαφή που έχουν χάσει και πρέπει να ξαναθυμηθούν».

«Ναι, υπάρχει μια φράση χαρακτηριστική του πατέρα», προσθέτει ο Γιάννης Αναστασάκης. «Είναι εκεί που λέει ότι “αφού είναι έτσι, γιατί δεν το χαλάγαμε τόσα χρόνια;”. Και έχει σημασία ότι την ίδια στιγμή, κάτι που διατρέχει όλο το έργο είναι εκείνο το “φτιάξ’ το το μπουρδέλο”, που σημαίνει φτιάξε τον εαυτό σου, την οικογένειά σου, την κοινωνία. Ο Δημήτρης όμως μάλλον να χαλάει είναι ικανός πια. Και διαπιστώνει πως ό,τι ήθελε να στήσει –η προσωπικότητά του, η οικογένειά του, το μαγαζί που έχει, το επόμενο που ονειρεύεται– το έστησε σε σαθρά θεμέλια. Τι να φτιάξει λοιπόν; Βέβαια, ακόμα και τη στιγμή που λέει τα συγκεκριμένα λόγια, δεν έχει την τόλμη να αλλάξει τα πράγματα – ηττημένος τα λέει, συνειδητοποιώντας έστω προς στιγμήν ότι ποτέ δεν είδε τι συμβαίνει μέσα και γύρω του. Και τώρα που το βλέπει, αναρωτιέται γιατί αφέθηκε, γιατί έζησε αυτό το πράγμα και δεν το άλλαξε. Βέβαια, ο Οικονομίδης, όπως και ο Νιάρρος και ο Λιβιτσάνος ξέρουν ότι δεν παίρνεις απλώς μια απόφαση και ό,τι ήταν σαθρό και χαλασμένο αλλάζει. Θέλει πολλή δουλειά για να ξαναγίνει. Και από ό,τι φαίνεται, θέλει και παραπάνω από είκοσι χρόνια».

Μήπως λοιπόν τελικά θα ήταν όλα λίγο καλύτερα, αν οι άνθρωποι επικοινωνούσαν τραγουδιστά και στη ζωή; «Ωραία ιδέα! Ή τουλάχιστον, μπορούμε να τη δούμε σαν μια οψιόν. Μπορεί να ήταν πράγματι λίγο καλύτερα τα πράγματα. Ή λίγο πιο ξεκάθαρα. Θα έπαιζε μια μελωδία και θα καταλάβαινες πιο γρήγορα τι θέλει να πει ο άλλος, γιατί η μουσική δεν χτυπάει στο μυαλό, στη λογική των ανθρώπων, αλλά κατευθείαν στην καρδιά», απαντά η Αγορίτσα Οικονόμου. Ο Γιάννης Αναστασάκης θυμάται συγκινημένος την Κατερίνα Γώγου: «Σε ένα ποίημά της», καταλήγει, «λέει ότι θα ‘ρθει καιρός που “οι άνθρωποι –σκέψου!– θα μιλάνε με χρώματα και άλλοι με νότες”. Η Γώγου μιλάει σε μια φίλη της, τη Μαρία και αφού της λέει ότι είναι “δύσκολοι καιροί”, της ζητάει να θυμάται ένα πράγμα: ότι “σημασία έχει να παραμείνεις άνθρωπος”. Μπορεί να έρθει αυτή η στιγμή λοιπόν: να μιλάνε κάποιοι με νότες και άλλοι με χρώματα. Δεν ξέρω αν θα είναι καλύτερα, θα είναι όμως ένας άλλος τρόπος να εκφραστούμε, τουλάχιστον χωρίς κραυγές ή χωρίς τη σιωπή μας. Και ο τρόπος έκφρασης των ανθρώπων, είτε είναι με κείμενο είτε με χρώματα, είτε με τραγούδι είτε με μουσική, είναι ιερός. Δεν μπορείς να τον επιβάλλεις τον τρόπο αυτό. Μπορείς να τον απολαύσεις, να γίνεις συμμέτοχος, ανοίγοντας κι εσύ τα δικά σου παράθυρα στον ήχο ή στη λέξη που θέλει να σου μεταδώσει ο άλλος. Αυτή είναι η ομορφιά και η αξία της τέχνης: η επαφή και η επικοινωνία με τρόπο διαφορετικό από ό,τι έχουμε συνηθίσει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT