Μπανανόψαρα στρατιώτες, παιδιά και άλλοι ήρωες

Μπανανόψαρα στρατιώτες, παιδιά και άλλοι ήρωες

Ο θαυμαστός κόσμος του Σάλιντζερ

8' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΤΖ. ΝΤ. ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ
Εννέα ιστορίες
μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης
εκδ. Πατάκη, 2022, σελ. 216

Μια συλλογή διηγημάτων είναι από μόνη της ένα συγγραφικό σύμπαν, με τις δικές του συχνότητες, τα κύματά του και τους ήχους του. Οι κάτοικοί του, οι ήρωες του συγγραφέα, κινούνται, συναντιούνται ή αποτραβιούνται με το τέμπο που τους δίνει ο συγγραφέας, εν γνώσει του, κάποτε και ασυναίσθητα. Ο κόσμος του σπουδαίου Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, που διαρθρώνεται σε εννέα ιστορίες («Εννέα ιστορίες», εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη) μοιάζει με μια βεντάλια από υλικό εύπλαστο, που ανοίγεται και λυτρώνει, όταν η θερμοκρασία ανεβαίνει, και κλείνει και αναδιπλώνεται κάθε που η δροσιά, έστω και στιγμιαία, έχει επιτευχθεί. Το ιδιαίτερο γνώρισμα των εννέα διηγημάτων βρίσκεται ακριβώς στη μαεστρία του Σάλιντζερ να χειρίζεται τη βεντάλια του, χωρίς ποτέ να γίνεται ακριβώς αντιληπτό από τον αναγνώστη εάν η βεντάλια κλείνει, όχι γιατί κάνει πια κρύο, αλλά υπερβολική ζέστη.

Αναμφίβολα, σε έργα συγγραφέων όπως ο Σάλιντζερ, αλιεύονται με πρωτοφανή ευκολία, σαν σε μια βόλτα με βάρκα σε διάφανα νερά, αρετές και τεχνικές της γραφής διαχρονικής αξίας. Ο μέγας Σάλιντζερ με τα εννέα διηγήματά του επιβεβαιώνει την παραδοχή ότι όσο πιο αινιγματικά αφηγούμαστε μια ιστορία, τόσο πιο στιβαρά και πυκνωμένα θα πρέπει να την αποδίδουμε. Σε όλες τις ιστορίες η αφήγηση είναι αδιαμεσολάβητη. Ο συγγραφέας βρίσκεται εκεί, συγχρόνως πίσω από την πλάτη του ήρωα και δίπλα στον αναγνώστη, ανταποκριτής αυτού που διαδραματίζεται, χωρίς καθόλου να το χρωματίζει και να το διανθίζει. Αυτή εδώ είναι η ιστορία, στη σκηνή βρίσκονται τα άκρως απαραίτητα, οι κουρτίνες έχουν παραμερίσει, η ορατότητα είναι εκπληκτική, ιδού και οι ήρωες, έχουν πάρει τις θέσεις τους, όλα μπροστά στον θεατή – αναγνώστη, όλα παράξενα και απρόσμενα διαυγή, καθαρά.

Το φως

Η μικρή Ραμόνα στο «Ο θείος Βίγλης στο Κονέκτικατ» ζει καλύτερα με τους φανταστικούς της φίλους παρά με τους γονείς της. Ο πατέρας απών, η μητέρα θρηνεί τον χαμένο στον πόλεμο αληθινό της έρωτα.

Βέβαια, είναι γνωστό ότι το πολύ φως τυφλώνει, δεν είναι μόνο στο σκοτάδι που δεν βλέπουμε καλά. Ο Σάλιντζερ, με απαράμιλλη μαεστρία, φωτίζει τις σκηνές, δεν τις σκηνοθετεί μόνο, και αφήνει το φως τους να αντανακλάται στον θεατή – αναγνώστη, δεν του αφήνει περιθώριο, θα κλείσει τα μάτια του για λίγο, αναγκαστικά, και όταν τα ανοίξει και πάλι τίποτα δεν θα είναι σαν λίγα λεπτά νωρίτερα.

Το πρώτο διήγημα της συλλογής, «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα», εμβληματικό και από μόνο του ένα μάθημα γραφής, διαπερνάει σαν αόρατη κλωστή όλες τις ραφές των επόμενων ιστοριών. Ο αναγνώστης στα «μπανανόψαρα» παρακολουθεί ένα καλοστημένο υπαρξιακό θρίλερ. Ολα ξεκινούν από έναν διάλογο στο τηλέφωνο, μαμάς και κόρης, μια συνομιλία που έχει ανάσες, παύσεις και θορύβους τέτοιους, που περισσότερο η συζήτηση «ακούγεται», παρά διαβάζεται. Μέσα από τα όσα λέγονται και κυρίως από όσα αποσιωπούνται, σκιαγραφείται ο ήρωας, που εμφανίζεται λίγο μετά, ένας άνδρας ολότελα παραδομένος στο εσωτερικό του τραύμα από την επαφή του με τον στρατό. Με το τηλεφώνημα κλιμακώνεται η αγωνία του αναγνώστη, ο οποίος αιφνίδια μεταφέρεται σε μια αντιστικτική στο κλίμα ανησυχίας, συνηθισμένη και ήρεμη παραλία. Εκεί, κοντά στη θάλασσα, πάνω στην άμμο, το τελευταίο ίχνος από τον χαμένο παράδεισο των ανθρώπων, κάνει την εμφάνισή της, καθισμένη πάνω στον θρόνο της, μια λαστιχένια μπάλα θαλάσσης, η Σύμπιλ, το πρώτο από τα παιδιά που συναντούμε σε ρόλο-κλειδί στην πλειοψηφία των ιστοριών.

Ο Σάλιντζερ στις επτά από τις εννέα ιστορίες υποκλίνεται συγγραφικά στο παιδί και σε ό,τι αυτό παραπέμπει. Στα «Μπανανόψαρα» η Σύμπιλ είναι το τελευταίο καταφύγιο του θρυμματισμένου νέου άνδρα, η τελευταία του απόπειρα να κρατηθεί από την αφέλεια και την παιδική χαρά, που λαμποκοπούν, ακόμη και μέσα στη δυστυχία της ζωής. Ο ήρωας επινοεί μια ιστορία για μπανανόψαρα για να διασκεδάσει το κορίτσι και την αφηγείται για να πείσει τον εαυτό του ότι τα φανταστικά όντα, όταν μιλάμε για αυτά, γίνονται πραγματικά. Αφού η χαρά είναι φαντασίωση, όνειρο, δοκιμάζει να την επικαλεστεί, η ελπίδα προσφέρει πάντα μια πρόσκαιρη ανακούφιση. Την επόμενη στιγμή, όπως συμβαίνει στα όνειρα, προσγειώνεται στον πόνο που τον κατατρέχει και παραδίδεται σε αυτόν, σε ένα σκληρό, αιφνίδιο φινάλε. Υστερα από ένα οργισμένο αλλά φαινομενικά ασήμαντο περιστατικό στο ασανσέρ, ο νέος άνδρας αυτοκτονεί, κάνοντάς το να φαίνεται σαν μια φυσική κατάληξη της επιστροφής του στο δωμάτιο από τη θάλασσα.

Η φρίκη του πολέμου

Η αποτυχία εξαγνισμού του πολέμου και της φρίκης του αναδύεται και στο διήγημά του με τον τίτλο «Για την Εσμέ, με φρικωδία και αγάπη». Ο ήρωας κι εδώ είναι ένας στρατιώτης, ψυχικά διαλυμένος, ο οποίος είναι και συγγραφέας. Ο Σάλιντζερ ουσιαστικά εξαρχής δηλώνει ότι βρίσκεται πίσω από τον ήρωα, άλλωστε αυτό που έχει σημασία δεν είναι ποιος είναι ο ήρωας αλλά τι εκπροσωπεί αυτός, όπως εδώ, το διήγημα γράφτηκε για όλους εκείνους τους νέους άνδρες που στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν άφησαν πίσω τους μόνο σπίτια και αγαπημένους, αλλά τους ίδιους τους εαυτούς τους.

Στο Ντέβον της Αγγλίας, ένα βροχερό απόγευμα, ο ήρωας βλέπει για πρώτη φορά την Εσμέ, μια έφηβη, που τον γοητεύει με τη φωνή της σε μια πρόβα της τοπικής χορωδίας και μετά τη συναντά ξανά και αναπτύσσουν μια συζήτηση σε ένα ζαχαροπλαστείο. Οι παιδικές φωνές, τα νεαρά κορίτσια, η εκκλησία, όπου κυριαρχεί η μουσική, είναι αυτή η ζωή, που δεν μπορούν να έχουν όσοι έφυγαν για να πολεμήσουν. Δεν είναι τυχαίο που η χορωδία αποτελείται κατά κύριο λόγο από κορίτσια, μεταξύ έξι και δεκατριών ετών, είναι αυτή η ηλικία που ο έρωτας ακόμη φαντάζει ιδανικός, υποσχετικός ως μελλούμενος, απρόσιτος, όπως ακριβώς σκέφτονται τις γυναίκες, που άφησαν πίσω οι στρατιώτες, σαν κάτι που μόνο να θαυμάζουν και να προσμένουν μπορούν.

Στην ιστορία «Για την Εσμέ, με φρικωδία και αγάπη» ο Σάλιντζερ εξερευνά και την έννοια της «παραγγελίας» προς τον συγγραφέα, η Εσμέ, προτού αποχωριστούν, τον βάζει να υποσχεθεί ότι θα γράψει ένα διήγημα για εκείνη. Ο στρατιώτης – συγγραφέας, όπως κάθε συγγραφέας, δεν μπορεί να ξεφύγει από τους ήρωές του, οι οποίοι σχεδόν απαιτούν να μιλήσει για λογαριασμό τους. Οπως και στα «Μπανανόψαρα», το τέλος είναι σκοτεινό και αναπόδραστα σπαρακτικό. Μετά το φωτεινό διάλειμμα του συναπαντήματος με την Εσμέ, όπως με τη Σύμπιλ στα «Μπανανόψαρα», ακολουθεί ο ζόφος, η ανήκεστη εσωτερική βλάβη, ο ήρωας το περιγράφει παρομοιάζοντας τον εαυτό του με χριστουγεννιάτικο δέντρο του οποίου όλα τα λαμπιόνια σβήνουν, όταν καεί έστω κι ένα.

Η μικρή Ραμόνα στο «Ο θείος Βίγλης στο Κονέκτικατ» ζει καλύτερα με τους φανταστικούς της φίλους παρά με τους αληθινούς γονείς της. Ο πατέρας απών και η μητέρα, Ελοΐζ, ψυχρή και απόμακρη, θρηνεί τον χαμένο στον πόλεμο αληθινό της έρωτα και δεν χάνει ευκαιρία να βυθιστεί στο αλκοόλ και στη νοσταλγία παρέα με την παλιά της φίλη, ενώ έξω έχει στρώσει ένα χιόνι, βρώμικο και λασπωμένο. Μέσα από το παραμελημένο, στερημένο από αγάπη κοριτσάκι, ο Σάλιντζερ καταπιάνεται με τη ματαίωση της αθωότητας, της άσπιλης και λευκής ελπίδας της νεότητας, που λερώνεται, όπως το χιόνι, από τις ενήλικες απογοητεύσεις.

Μπανανόψαρα στρατιώτες, παιδιά και άλλοι ήρωες-1

Η γραφή και ο δούρειος ίππος της ζωής

Οι ακυρωμένες προσδοκίες απασχολούν τον συγγραφέα και στο διήγημα «Κάτω στη βάρκα». Το αγοράκι, που έχει τάσεις φυγής από πολύ νωρίς, η αδυναμία του να παραμείνει σταθερό σε ένα μέρος και να επικοινωνήσει, όλα λειτουργούν ως αντανάκλαση της μητέρας του, η οποία με τη σειρά της τριγυρίζει ανήσυχα ανάμεσα στον ρόλο της νέας γυναίκας και της μητέρας. Ενα γλωσσικό μπέρδεμα του παιδιού, που μετατρέπει από υποτιμητική αργκό μια λέξη για τους Εβραίους στη λέξη χαρταετός (αντί «kike», «kite»), υποδηλώνει με τον πιο άμεσο και ευφυή τρόπο ότι στις παιδικές ψυχές, σε αντίθεση με των ενηλίκων, δεν υπάρχει θέση για διακρίσεις και μίσος.

Από την ασπίδα της παιδικότητας απέναντι στις προκαταλήψεις και στην ασχήμια ο Σάλιντζερ με το «Λίγο πριν από τον πόλεμο με τους Εσκιμώους» διασχίζει τη γέφυρα για να φτάσει στην αναστάτωση της εφηβείας. Η ηρωίδα του διχάζεται ανάμεσα στην κάποτε αγνότητα της παιδικής ηλικίας της και στην ανάγκη προσαρμογής στην ενήλικη πραγματικότητα και αποπειράται να γαντζωθεί από την ελάχιστη προσδοκία μιας σχέσης ακαθόριστης. Ο αδελφός της φίλης της διαταράσσει τον δυναμισμό της, τη μόνη ισορροπία της, και κρατάει το μισοφαγωμένο σάντουιτς, που της δίνει, σαν φυλακτό, όπως είχε κάνει παλιά με ένα πασχαλινό ψόφιο κοτοπουλάκι. Ηδη το προμήνυμα ότι η ζωή που ανοίγεται μπροστά της θα είναι γεμάτη από μισά, από ήδη χρησιμοποιημένα, όπως είναι και οι έρωτες, που θα τελειώσουν, αποδίδεται εν μέσω πάλι ενός πολεμικού κλίματος στη χώρα.

Με το διήγημά του «Ο Γελαστός» ο Σάλιντζερ στοχάζεται πάνω στη συγγραφή, πέρα από τον πόλεμο, την απώλεια και τις ακυρώσεις των άλλων του διηγημάτων. Ο εννιάχρονος πρωταγωνιστής, που ενδέχεται να είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας παιδί, ενθουσιάζεται, όπως και οι φίλοι του στη λέσχη, από την ιστορία που τους διηγείται σε συνέχειες ο προπονητής τους για τον Γελαστό, ένα πλάσμα παραμορφωμένο και προικισμένο με υπερδυνάμεις. Η έκσταση που προκαλεί στον μικρό η ιστορία, είναι το βασικό γνώρισμά της να είναι «φορητή», ο μύθος του «Γελαστού» αποτελεί την ιδεώδη συνθήκη, μια ιστορία που πέρα από το ότι μπορεί κάποιος να την αφηγηθεί ή να την ακούσει οπουδήποτε, θα την πάρει μαζί του, θα τη σκεφτεί μέρες μετά, θα γίνει μέρος της καθημερινότητάς του.

Αντίστοιχα, σαν μια σπουδή παιγνιώδης, με δόσεις αυτοσαρκασμού, «Η γαλάζια περίοδος του Ντε Ντομιέ – Σμιθ» από τη σκοπιά ενός νεαρού alter ego του συγγραφέα, περικλείει τη στάση του απέναντι στην τέχνη, στο ταλέντο, στη μυστικιστική διαδικασία της γραφής, όπως συμπυκνώνεται στην παρατήρηση που διατυπώνει σε επιστολή του ο ήρωας προς τη χαρισματική καλόγρια, ότι το να γίνει (η μοναχή) ζωγράφος, θα είναι μια διαρκής, ελαφρά δυστυχία.

Οπως ακριβώς στο «Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα», το πρώτο στη σειρά της συλλογής, έτσι και στην τελευταία ιστορία, τον «Τέντυ», ο Σάλιντζερ προστρέχει για άλλη μια φορά σε ένα παιδί που προβλέπει τον ίδιο τον θάνατό του, για να εξηγήσει με τον δικό του συμβολισμό τον πιθανό λόγο που τα παιδιά πρωταγωνιστούν στις ιστορίες του. Ο Τέντυ του ομότιτλου διηγήματος είναι ένα παράξενο αγόρι με πρωτοφανή παρατηρητικότητα, στωικότητα απέναντι στον θάνατο και σοφία. Ο Σάλιντζερ, κι ο ίδιος ένα παιδί παγιδευμένο σε σώμα ενήλικα, διαθέτει το ίδιο με τον Τέντυ καταραμένο χάρισμα να προβλέπει συμπεριφορές και να τις ερμηνεύει, ακατέργαστα, χωρίς το φίλτρο των κοινωνικών συμβάσεων και των συνθηκών. Κατά τη γνώμη του Τέντυ, του παιδιού, του Σάλιντζερ, του συγγραφέα –τα πολλά πρόσωπα μιλούν μέσα από ένα– η ζωή είναι ένας δούρειος ίππος και μόνο η γραφή μπορεί και οφείλει να διαπερνάει την ξύλινη επένδυση και να μαντεύει το περιεχόμενο, πριν καταστραφεί το τέχνασμα για να αποκαλυφθεί τι κρύβει.

* Η συλλογή διηγημάτων της κ. Ελένης Καραμαγκιώλη «Μονωτική ταινία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή