«Ο θερισμός είναι ακόμη πολύς»

«Ο θερισμός είναι ακόμη πολύς»

Το διαρκές ζητούμενο της πρακτικής εναρμόνισης των νόμων της Πολιτείας με τους κανόνες της Εκκλησίας

3' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗΣ
Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους
εκδ. Σάκκουλα, 2022, σελ. 286

Η δυστοπική περίοδος της COVID-19, η οποία μάλλον βρίσκεται σε αποδρομή, με τα περιοριστικά μέτρα, μεταξύ άλλων, στην άσκηση της ελευθερίας της λατρείας, ιδίως μάλιστα στη συλλογική έκφρασή της, ενόψει της προστασίας ενός άλλου, επίσης σπουδαίου, συνταγματικώς κατοχυρωμένου έννομου αγαθού, της δημόσιας υγείας, ανέδειξε μία κρίσιμη παράμετρο που χαρακτηρίζει την αμφίθυμη σχέση Πολιτείας και Εκκλησίας· τη διαπάλη νόμων και κανόνων.

Πρόκειται για τη διαπλοκή δύο δικαίων, τελείως διαφορετικών μεταξύ τους τόσο ως προς τη φύση τους όσο και ως προς τα όρια της δεσμευτικότητάς τους, η οποία οφείλεται στην πρωτογενή κανονιστική εξουσία που διαθέτουν Εκκλησία και Πολιτεία.

Μάλιστα η διαπάλη αυτή, η οποία φτάνει ενίοτε, αν και όχι αναγκαίως, μέχρι τη σύγκρουση, εμφανίζεται ιδίως όταν η τυπολογία της σχέσης Πολιτείας και Εκκλησίας εκδηλώνεται ως πολιτειοκρατία, έστω ήπια, κατά την οποία η Πολιτεία επεμβαίνει και κρατεί στα εκκλησιαστικά ζητήματα με νόμο. Και τούτο, παρά τον όρο του Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου της 29ης Ioυvίoυ 1850, που ανακήρυξε καvovικώς αυτoκέφαλη την Εκκλησία της Ελλάδoς και όριζε ότι αυτή θα διoικείται «κατά τoυς θείους και ιερoύς καvόvας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κoσμικής επεμβάσεως».

Ο όρος όμως αυτός, ως γνωστόν, δεν τηρήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία, η οποία με τους Ν. Σ΄ και ΣΑ΄/1852 επανέφερε σχεδόν αμέσως το πολιτειοκρατικό σύστημα στις σχέσεις της με την Εκκλησία της Ελλάδος. Κι έκτοτε άρχισε η διαπάλη μεταξύ των δύο θεσμών, που συνεχίζεται έως σήμερα.

Ετσι, στην πορεία, όπως επισημαίνει αλλού ο καθηγητής Ι. Μ. Κονιδάρης, εξαιτίας και των ανώμαλων περιόδων στην ιστορία του τόπου, «το εκκλησιαστικό γεγονός επικαλύφθηκε με στρατιωτικά αγήματα και μπάντες και κατήντησε ήχος και χρώμα» («Το Βήμα», 10.2.2008)…

Ο καθηγητής Ι. Μ. Κονιδάρης έχει επισημάνει πως «το εκκλησιαστικό γεγονός επικαλύφθηκε με στρατιωτικά αγήματα και μπάντες και κατήντησε ήχος και χρώμα».

Στο πρώτο μέρος του έργου, ο συγγραφέας, ομότιμος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ, στην προσπάθειά του να ανιχνεύσει τα αποτυπώματα αυτής της διαπάλης, καταφεύγει στην περιπτωσιολογία. Αξίζει εδώ να αναφερθούν δύο παραδείγματα, ένα παλαιότερο και ένα νεότερο.

Ο νόμος του 1983

Το πρώτο αναφέρεται στην εισαγωγή, με νόμο του 1983, που τροποποίησε για πρώτη φορά τον Καταστατικό Χάρτη, μιας ιδιότυπης και αντικανονικής, πάντως, εκκλησιαστικής ποινής, της θέσης ενός μητροπολίτη σε διαθεσιμότητα. Η ποινή αυτή νομοθετήθηκε, με την ένοχη ανοχή της Εκκλησίας, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η απομάκρυνση από τον θρόνο του μητροπολίτη Κεφαλληνίας Προκόπιου [Μενούτη] –είχε ακυρωθεί με την 508/1983 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας– ο οποίος είχε κατηγορηθεί, αβασίμως όπως αποδείχθηκε, για τον τεμαχισμό του σκηνώματος του Αγίου Γερασίμου!

Το δεύτερο αφορά την κρίση που σημάδεψε τη διετία 2003-2004 τις εύθραυστες σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος, οδηγώντας στη διακοπή τής μεταξύ τους κοινωνίας. Αφορμή η διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση από τις δύο Εκκλησίες της Πράξης του 1928, με την οποία παραχωρήθηκε «επιτροπικώς» στην Εκκλησία της Ελλάδος η διοίκηση των μητροπόλεων των «Νέων Χωρών», με το Οικουμενικό Πατριαρχείο να προτάσσει την «κανονικότητα» και να επιμένει στην αυστηρή τήρηση του συνόλου της Πράξης, και με την Εκκλησία της Ελλάδος να επικαλείται τη «νομιμότητα» και να προκρίνει την ανάγκη τήρησης του Καταστατικού της Χάρτη.

«Ο θερισμός είναι ακόμη πολύς»-1

Ο κοινός νομοθέτης παραδέχεται ότι Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι οι «διά των άρθρων 3 και 13 του Συντάγματος κατοχυρούμενοι ιεροί κανόνες», θεωρεί δε ότι με τον θεμελιώδη Ν. 590/1977, ο οποίος ρυθμίζει μεταπολιτευτικά την οργάνωση, διοίκηση και λειτουργία της «εν Ελλάδι» Εκκλησίας, «δημιουργείται μία βάση ορθής εναρμονίσεως νομιμότητας και κανονικότητας».

Το δεύτερο μέρος του έργου, που επανακυκλοφορεί μετά την πρώτη έκδοσή του το 1994, παρουσιάζεται εμπλουτισμένο με ένα εκτεταμένο επίμετρο, όπου ερευνάται εάν στη διαρρεύσασα τριακονταετία υπήρξαν εξελίξεις στον τομέα αυτόν, και με επιλογή νεότερης βιβλιογραφίας. Εκεί διαπιστώνεται ότι, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί, «ὁ θερισμὸς εἶναι [ακόμη] πολύς». Αλλωστε, η πρακτική εναρμόνιση των νόμων [της Πολιτείας] με τους κανόνες [της Εκκλησίας] αποτελεί ένα διαρκές ζητούμενο…

Ο κ. Γεώργιος Ι. Ανδρουτσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δικηγόρος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή