Τι κράτησε, τελικά, στη ζωή τούς Μόλχο;

Τι κράτησε, τελικά, στη ζωή τούς Μόλχο;

Συγκλονιστική μαρτυρία για μια οικογένεια Εβραίων της Θεσσαλονίκης μέσα από τα μάτια ενός παιδιού

7' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ANΤΩΝΗΣ ΜΟΛΧΟ
Η Κοινοτοπία του Καλού. Ενα εβραιόπουλο στην Ελλάδα της Κατοχής
εκδ. Πατάκη, 2022, σελ. 328

Μολονότι η Ιστορία γράφεται από τους ενηλίκους, και βέβαια από τους νικητές, ο πόλεμος εγγράφεται στη συνείδηση των παιδιών, αλλά και πολύ πιο βαθιά μέσα τους, με ισχυρό και μόνιμο τρόπο τη στιγμή που συμβαίνει: ο πόλεμος, η βία του πολέμου, η αναστάτωση και οι αναπάντεχες αλλαγές που επιφέρει, ο ξεριζωμός, οι ξένες φωνές… και οι τρομερές απουσίες που συνεπάγεται. Ολοι θλιβόμαστε όταν ακούμε για θύματα – παιδιά του πολέμου, ή όταν αντιλαμβανόμαστε ότι ένα ζευγάρι παιδικά μάτια, πόσο δε μάλλον χιλιάδες, έγιναν μάρτυρες ενός αποτρόπαιου θεάματος, όταν η ψυχή τους συγκλονίστηκε από την έκρηξη μιας βόμβας στο διπλανό σπίτι, από μια αιματοχυσία στους δρόμους τής μέχρι χθες ειρηνικής γειτονιάς τους, ή από έναν ξεριζωμό. Στο βιβλίο του ιστορικού Αντώνη Μόλχο, «Η Κοινοτοπία του Καλού» θα μάθουμε πολύ περισσότερα για το πώς ένα παιδί προσλαμβάνει τον πόλεμο, ακόμη και αν είναι, φυσικά, αδύνατον να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει και, ειδικά στην περίπτωση του Ολοκαυτώματος, σε τι θηριώδες μέγεθος συμβαίνει, καθώς, πράγματι, «η ασυμμετρία ανάμεσα στη μικρή κλίμακα των εμπειριών ενός παιδιού και στις τεράστιες διαστάσεις του Ολοκαυτώματος» είναι αχανής. Ομως ο χρόνος έχει τον τρόπο του να αποκρυπτογραφεί τη βιωμένη εμπειρία και να εμπλουτίζει και να ανασυνθέτει το παρελθόν.

Από τα πιο συγκινητικά και ανθρώπινα απομνημονεύματα που έχουμε διαβάσει, η «Κοινοτοπία του Καλού» είναι ένα βιβλίο που δεν περιγράφει μόνο, δεν εξιστορεί, δεν «αναστοχάζεται», αλλά διδάσκει. Και το κάνει αυτό με έναν γλυκύ, ήρεμο, διόλου «διδακτικό» τρόπο. Εξ ου και, εισαγωγικά, θέλουμε να σημειώσουμε πως θα ήταν τόσο χρήσιμο να έμπαινε με κάποιον τρόπο στη διδακτική ύλη των σχολείων μας. Τα παιδιά θα είχαν πολλές ευκαιρίες διαβάζοντάς το να στοχαστούν γύρω από το τι σημαίνει ο «άλλος», από τι συντίθεται ο εαυτός και τι σημαίνει να επιλέγεις, όποτε το φέρνει η ανάγκη, το καλό.

Ο μικρός Αντώνης

«Δεν χρειάζεται να πολεμάς και να κερδίζεις μάχες για να είσαι ήρωας. Μπορείς να είσαι πράττοντας μικρά ανδρα- γαθήματα που δεν θα τα προσέξει ο κόσμος…».

Γεννημένος το 1939 στη Θεσσαλονίκη, στους κόλπους εξαίρετης οικογένειας Εβραίων της πόλης, μεσοαστών με υψηλού επιπέδου καλλιέργεια, ο μικρός Αντώνης, το εβραιόπουλο με το μη εβραϊκό όνομα –η αφήγηση για την επιλογή αυτού του ονόματος από τους γονείς του είναι από μόνη της σπουδαία–, θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει αρχικά την οικογένειά του και στη συνέχεια την πόλη του μπροστά στον κίνδυνο της αρπαγής από τους ναζί κατακτητές και της εκτόπισής του «κάπου στην Ευρώπη». Μολονότι δεν υπήρχε ακόμη η έννοια του Ολοκαυτώματος ή των στρατοπέδων συγκέντρωσης, όλοι οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, αυτής της πάλαι ποτέ Νέας Ιερουσαλήμ, της κοσμοπολίτικης, πολυπολιτισμικής, πολύγλωσσης, πολύχρωμης και πλούσιας πόλης, ήξεραν πως κάτι κακό, κάτι τρομερά κακό επρόκειτο να ξεσπάσει. Ολοι έχουμε δει εκείνες τις ανυπόφορες φωτογραφίες, όταν τον Ιούλιο του 1942 –περίπου οκτώ μήνες πριν από την αναχώρηση του πρώτου συρμού για το Αουσβιτς, στις 15 Μαρτίου 1943– οι ναζί συγκέντρωσαν στην πλατεία Ελευθερίας μερικές χιλιάδες Εβραίους άνδρες για να τους υποβάλουν σε εξευτελιστικές «ασκήσεις γυμναστικής». Ενας από όλους εκείνους ήταν και ο πατέρας του μικρού Αντώνη Μόλχο. Και ήταν ίσως εκείνη την ημέρα, καθώς τον τσάκιζαν στο ξύλο, όταν ρώτησε σε άπταιστα γερμανικά προς τι όλα αυτά, που συνέλαβε, μαζί με τη σύζυγό του, το μεγάλο σχέδιο της αντίστασής τους στη μοίρα.

Οι γονείς του, λοιπόν, με σπαραγμό, θα δώσουν τον γιο τους σε μια οικογένεια χριστιανών για να μην ανακαλυφθεί στο σπίτι τους, και οι ίδιοι, με έναν τρόπο που δεν μπορεί παρά να σε αφήσει με το στόμα ανοιχτό, θα κάνουν ένα παράτολμο ταξίδι από τη Θεσσαλονίκη του εβραϊκού, πλέον, γκέτο στην Αθήνα: ένα ταξίδι που θα κρατήσει εβδομάδες ολόκληρες, θα συνδεθεί με προδοσίες και θανάσιμους κινδύνους, και θα τους εξουθενώσει σωματικά και ψυχικά.

Στον λέβητα του τρένου

Στη συνέχεια, όταν πια θα νιώσουν κάπως ασφαλείς στην πρωτεύουσα και αποκτήσουν πλαστά χαρτιά, με άλλο όνομα και, φυσικά, με άλλο θρήσκευμα, θα φροντίσουν να έρθει κοντά τους και ο μικρός Αντώνης, που θα ταξιδέψει επί πολλές ημέρες με το τρένο, αν και όχι σαν κανονικός επιβάτης, αλλά μέσα σε έναν από τους λέβητες της ατμομηχανής, για να μην τον δουν και του κατεβάσουν το κοντό παντελονάκι που φορούσε για να δουν αν είχε κάνει περιτομή.

«Κοντά τους»: απλώς στην ίδια πόλη εντέλει. Για όλο τον επόμενο χρόνο δεν θα δει καν τους γονείς του, αφού θα ζει κρυμμένος είτε σε ένα καθολικό μοναστήρι είτε σε σπίτια χριστιανών – συχνά, με το αζημίωτο. Το παιδί θα ξεχάσει το πρόσωπο των γονιών του και θα αναγκάζεται να συνηθίζει κάθε φορά τα νέα πρόσωπα που το περιβάλλουν. Οσο για τους γονείς του, ο μεν πατέρας του θα βγει για πάνω από ένα χρόνο στο βουνό, μαζί με τους αντάρτες που πολεμούσαν τον κατακτητή –αντίδωρο για τη βοήθεια που τους προσέφεραν εκείνοι κατά την ομηρική κάθοδο του ζεύγους στην Αθήνα–, η δε μητέρα του θα εργαστεί σαν μαγείρισσα και υπηρέτρια σε σπίτια, αφήνοντας στην άκρη τη μουσική της παιδεία και την εν γένει καλλιέργειά της. Κάποια στιγμή, υπάλληλος πια του Ερυθρού Σταυρού, θα καταφέρει να πάρει κοντά της τον μικρό Αντώνη, για να να τον σώσει στη συνέχεια πολλές φορές, καθώς οι Γερμανοί και οι δωσίλογοι συνεργάτες τους έψαχναν εξονυχιστικά ακόμη και στα πιο απίθανα σημεία για Εβραίους που κρύβονταν. Η κινηματογραφική σκηνή στο τραμ, που η μητέρα του αφήνει τον «Τώνη» σε έναν άγνωστο συνεπιβάτη χωρίς καμία συνεννόηση, σε μια ριψοκίνδυνη παρόρμηση της στιγμής, όταν δύο αστυνομικοί μπαίνουν για έλεγχο, δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από το μυαλό του αναγνώστη.

Τι κράτησε, τελικά, στη ζωή τούς Μόλχο;-1

«Αποκάλυψη»

Η οδύσσεια της οικογένειας Μόλχο θα κρατήσει κάτι παραπάνω από δύο χρόνια: απέδρασαν τον Μάρτιο του 1943 και επέστρεψαν τον Απρίλιο του 1945. Οταν γυρνούν όμως στη Θεσσαλονίκη, η πόλη δεν είναι πια αυτή που ήξεραν και δεν θα ήταν πια ποτέ ξανά η πόλη τους. Θα βιώσουν, όπως και οι υπόλοιποι επιζήσαντες, κάπου 2.000 ψυχές όλες κι όλες, μια τρομακτική «στιγμή Αποκάλυψης». Ολα είχαν γίνει γρήγορα, «τακτικά», με σχέδιο και πολλαπλές βοήθειες: «Η εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης ολοκληρώθηκε σε διάστημα έξι μόλις μηνών, λιγότερο απ’ ό,τι διαρκεί η κυοφορία ενός παιδιού». Χωρίς τον εβραϊκό πληθυσμό της, που δολοφονήθηκε αδίστακτα στα στρατόπεδα του θανάτου, με πάνω από 50.000 δακρυσμένα φαντάσματα να στοιχειώνουν τους δρόμους της, αλλά και με τη βαριά ενοχή που στοίχειωνε το βλέμμα των χριστιανών κατοίκων της, καθώς κάποιοι από αυτούς συνήργησαν στις διώξεις, ενώ πολλοί μοιράστηκαν μεταξύ τους τις περιουσίες των δολοφονημένων –άλλοι κλέβοντας μια κουρτίνα, άλλοι ένα ολόκληρο εμπορικό κατάστημα, άλλοι μια πλάκα από το κατεστραμμένο νεκροταφείο της κοινότητας ή ένα σπίτι, ή μια επιχείρηση, ή χρυσό, αποκτώντας περιουσία και «κύρος» από τη μια μέρα στην άλλη–, την ίδια στιγμή που ελάχιστοι μόνο ένιωσαν πραγματική συντριβή από το Γεγονός ή και ενδιαφέρθηκαν, καν, να μάθουν λεπτομέρειες για το τι συνέβη ή έστω να νοιαστούν – χωρίς το παρελθόν της λοιπόν, η πόλη ήταν πια μια ξένη πόλη. Οι Μόλχο θα μείνουν άλλα έντεκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, μέχρι να τελειώσει ο Αντώνης το σχολείο, και εν συνεχεία θα μεταναστεύσουν στην Αμερική, όπου θα ξεκινήσει άλλο ένα μεγάλο κεφάλαιο της πολυκύμαντης ζωής τους – αλλά και μία ακόμη δοκιμασία του εβραϊσμού τους, αν και αυτή τη φορά χωρίς να κινδυνεύουν με θάνατο.

Ομως, τι ήταν άραγε αυτό, πέρα από το θάρρος, την ακατάβλητη βούληση να ξεπεράσουν όλα τα εμπόδια, το ρίσκο που διαρκώς αναλάμβαναν, και ενδεχομένως την τύχη, που κράτησε στη ζωή τούς Μόλχο; «Φαίνεται ότι σε κάθε στάδιο της περιπέτειάς μας εμφανιζόταν κάποιος έτοιμος να προσφέρει ζωτική βοήθεια και να μας βγάλει από το αδιέξοδο: μερικοί στρατιώτες (πρώτα οι δύο Γερμανοί που κατέλυσαν στο σπίτι μας, και έπειτα ο Βρετανός που συνέδραμε τη μητέρα μου), μια καθολική ηγουμένη, ένας ελληνορθόδοξος αρχιεπίσκοπος, μια φτωχή χήρα, ένας ελεγκτής κι ένας μηχανοδηγός των σιδηροδρόμων, και οικογένειες που δέχτηκαν να με πάρουν σπίτι τους. […] Πιο συχνά από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, ένας έντιμος άνθρωπος επιλέγει να βοηθήσει, όχι από ηρωισμό, ούτε από επιθυμία να ξεχωρίσει ούτε επειδή υπακούει σε μια ισχυρή ηθική προσταγή. Είναι θέμα αξιοπρέπειας. […] Δεν χρειάζεται να πολεμάς και να κερδίζεις μάχες για να είσαι ήρωας. Μπορείς να είσαι πράττοντας μικρά ανδραγαθήματα που δεν θα τα προσέξει ο κόσμος ούτε και θα τα επευφημήσουν τα πλήθη».

Ο Αντώνης Μόλχο εντέλει επέζησε, έκανε λαμπρές σπουδές, απέκτησε μια θαυμάσια οικογένεια και δίδαξε σε μεγάλα ξένα πανεπιστήμια, καθώς έγινε, ανάμεσα στα άλλα, «ένας έγκριτος ιστορικός, ένας παγκοσμίου φήμης μελετητής της ύστερης μεσαιωνικής Φλωρεντίας» (από τον ωραίο πρόλογο της Katherine E. Fleming). Και έφτασε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου για να μας χαρίσει αυτό το μεγάλο «μικρό βιβλίο», όπως επανειλημμένως το χαρακτηρίζει με ταπεινότητα ο ίδιος, γραμμένο σε «στρώματα μνήμης», καθώς πηδάει από τη μία χρονική περίοδο στην άλλη με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο. Μια μυθιστορηματική αφήγηση σπάνιας συγκίνησης, λεπτότητας και ευαισθησίας και ένας θησαυρός μνήμης και αυτοσυνειδησίας που πρέπει να εκτιμηθεί από πολλούς.

Τι κράτησε, τελικά, στη ζωή τούς Μόλχο;-2
Τμήμα του μνημείου για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, στη Θεσσαλονίκη.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή