Οι λέξεις φωνάζουν «αναγνώστη, βοήθεια»

Οι λέξεις φωνάζουν «αναγνώστη, βοήθεια»

Ποιήματα στον δρόμο προς το Αουσβιτς

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΓΙΤΣΧΑΚ ΚΑΤΣΝΕΛΣΟΝ
Το άσμα του σφαγιασμένου εβραϊκού λαού
μτφρ.: Κώστας Βραχνός
εκδ. LOGGIA, 2022, σελ. 152

Δεν έχω διαβάσει Πρίμο Λέβι, δεν έχω διαβάσει το «Στάλαγκ VI C» του Ομηρου Πέλλα ή το «Κυρίες και κύριοι από δω για τα αέρια» του Μπορόφσκι. Ούτε έχω μελετήσει Μαζάουερ, ούτε έχω δει ολόκληρο το εννιάωρο «Σοά» του Λανζμάν. Ο λόγος που αποφάσισα να γράψω για το «Ασμα του σφαγιασμένου εβραϊκού λαού» είναι επειδή η γυναίκα μου έχασε την οικογένειά της από τη Θεσσαλονίκη στο Αουσβιτς. Μονάχα η γιαγιά της σώθηκε. Κρύφτηκε στον Αξιό. Παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά. Κι απέκτησε εγγόνια.

Από τη μία συντρίβεσαι, από την άλλη θέλεις να κλείσεις το βιβλίο και ν’ απομακρυνθείς επειδή νιώθεις ενοχή που ζεις, σε κατάσταση μόνιμης αχαριστίας.

Τούτο το μικρό βιβλίο, με τα δεκαπέντε τραγούδια θανάτου, δεν συνιστά βιβλίο. Κανονικά δεν θα έπρεπε να εκδοθεί, να διαβαστεί ή να σχολιαστεί όπως τα υπόλοιπα βιβλία που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Είναι περισσότερο σήματα καπνού ή ένα μήνυμα στη θάλασσα. Αλλωστε το χειρόγραφο βρέθηκε σ’ ένα γυάλινο μπουκάλι, θαμμένο στη σκιά ενός πεύκου. Ηταν η εποχή που έκαιγαν ανθρώπους και όχι δέντρα.

Το «Ασμα» γράφτηκε από το φθινόπωρο του ’43 έως τον Γενάρη του ’44, καθώς ο Κατσνέλσον κατευθυνόταν προς τις στάχτες. Επομένως, οποιαδήποτε κριτική αντίδραση, έστω κι ανταπόδοση, σε μια γραφή που προέκυψε από τελεσίδικο πόνο, τρόμο και αγωνία, θα ήταν κυνισμός. Ακόμα και οι «Ιστορίες από την Κολυμά» του Σαλάμοφ γράφτηκαν μετά τη θητεία του στα στρατόπεδα εργασίας της Σοβιετικής Ενωσης. Ακόμα και η βουτιά στην πληγή χρειάζεται ψυχραιμία.

Ας σκεφτούμε όμως τι διαφορετική αξία θ’ αποκτούσε το κρυφό αυτό κείμενο –κρυφό επειδή δεν έχει όλες τις οδούς του ανοιχτές– στην περίπτωση που δεν γνωρίζαμε τι είχε συμβεί στους θαλάμους. Ιδού ο λόγος που έκανε τον Κατσνέλσον να βρει δύναμη και να στριμώξει τους στίχους του σε κομμένα φύλλα τετραδίου που μοιάζουν περισσότερο με επιτύμβιες στήλες και μπορεί να δει κανείς στις ανατυπώσεις της έκδοσης. Υπάρχουν στιγμές που οι λέξεις παύουν να είναι φτιαγμένες από γράμματα και γίνονται ένας σωρός μαύρα κόκαλα σφηνωμένα στη λευκή σελίδα, φωνάζοντας «αναγνώστη βοήθεια», όπως είχε τραγουδήσει κάποτε ένας Θεσσαλονικιός που, συμπτωματικά, γεννήθηκε το ’44. Και εκεί δεν ξέρεις πώς ν’ αντιδράσεις.

Οι λέξεις φωνάζουν «αναγνώστη, βοήθεια»-1

Αυτά έλεγα τις προάλλες στον μεταφραστή των «Ασμάτων» Κώστα Βραχνό. Διαβάζεις τρεις στροφές και δεν αντέχεις, παγώνεις. Από τη μία συντρίβεσαι, από την άλλη θέλεις να κλείσεις το βιβλίο και ν’ απομακρυνθείς επειδή νιώθεις ενοχή που ζεις, σε κατάσταση μόνιμης αχαριστίας, σπαταλώντας οτιδήποτε έχεις. Θέλεις ν’ αγκαλιάσεις το ποίημα ή να το αποφύγεις, λες και σ’ ακολουθεί κάποιος που σε χρειάζεται, μα εσύ δεν σταματάς για να τον ακούσεις, επειδή φοβάσαι να σπάσεις την ασφαλή ροή της μέρας: σπίτι, δουλειά, ψώνια, οικογένεια. Πού χώρος για θάνατο.

Ο Κατσνέλσον είδε τελευταία φορά τη γυναίκα του και τους δύο μικρότερους γιους του τον Απρίλη του ’42. Εμεινε με τον πρωτότοκο, συμμετείχε στην εξέγερση του γκέτο στη Βαρσοβία, διέφυγαν μαζί με πλαστά διαβατήρια στη βορειοανατολική Γαλλία, μα τελικά εκτοπίστηκαν στο Αουσβιτς. Κι εγώ προσπαθώ ν’ ακολουθήσω τα παραπάνω στοιχεία, να καταλάβω κάτι περισσότερο, ξεφυλλίζοντας ένα λεύκωμα με κίτρινο εξώφυλλο, κίτρινο σαν αστέρι καρφιτσωμένο στο πέτο, που περιλαμβάνει φωτογραφίες από Εβραίους που έζησαν στην Ελλάδα και έσβησαν στο Ολοκαύτωμα.

Παρατηρώ ξανά τα πρόσωπα της οικογένειας Γκάμπριελ: τα χείλη του πατέρα, τη μύτη της μάνας, τα μαύρα σαν κάρβουνα μάτια της Εσθήρ, τα ατίθασα μαλλιά της Σάρα, ενώ η γυναίκα μου περιφέρεται στο σπίτι, με την ίδια μύτη, τα ίδια μάτια, τα ίδια μαλλιά, το ίδιο στόμα. «Πώς να τραγουδήσω; Πώς να σηκώσω το κεφάλι με τα μάτια θολά; Εχω ένα δάκρυ στο μάτι παγωμένο», λέει ο Κατσνέλσον στο πρώτο κιόλας άσμα, και με τη σειρά μου συμπληρώνω, με ύψιστο –ή μήπως καθόλου;– σεβασμό, τα λόγια από ένα τραγούδι που ακούω εδώ και ώρα στο ριπίτ: «Ας συναντηθούμε στις στάχτες της παλιάς πόλης και ας διασκεδάσουμε ξανά». Συνεχίζω το γράψιμο. Η γραφή είναι παράλογη. Οπως η ζωή.

«Πώς σου φαίνεται;» ρωτάω τη γυναίκα μου λίγο πριν στείλω το άρθρο στην εφημερίδα. «Ζούμε κι αυτό είναι πιο σημαντικό από κάθε κείμενο και κάθε λέξη».

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή