Εχουμε καλύτερο κόσμο από τον δυτικό;

Εχουμε καλύτερο κόσμο από τον δυτικό;

«Αγαπητά όντα, από την ώρα που μπήκατε στο σκάφος δεν υπάρχει επιστροφή. Η γη που θα πατήσετε ξανά θα είναι ο Νέος Κόσμος. Αν δεν έχετε το κουράγιο, φύγετε τώρα και κανείς δεν θα σας κρίνει…»

5' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Αγαπητά όντα, από την ώρα που μπήκατε στο σκάφος δεν υπάρχει επιστροφή. Η γη που θα πατήσετε ξανά θα είναι ο Νέος Κόσμος. Αν δεν έχετε το κουράγιο, φύγετε τώρα και κανείς δεν θα σας κρίνει…»

Με αυτές τις φράσεις κλείνει η πολυσυζητημένη ταινία Tar η οποία παρακολουθεί μια γυναίκα καταξιωμένη μαέστρο, πρώτη EGOT κλασικών έργων -σπάνιο συνδυασμό και των τεσσάρων βραβείων, Emmy, Grammy, Oscar και Tony- αλλά και πρώτη γυναίκα επικεφαλής διευθύντρια της διάσημης Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου, «σπιτόγατα λεσβία» κατά δήλωση της ίδιας, «πατέρα» -επίσης κατά δήλωση της ίδιας, ενός παιδιού και παντρεμένης με το πρώτο βιολί της ορχήστρας…να κατακρημνίζεται από το βάθρο της.

Ενας Νέος Κόσμος με κινήματα #metoo, διεκδικήσεις ταυτοτικού αυτοπροσδιορισμού κάθε είδους, θέσφατα πολιτικής ορθότητας και ποσοστώσεις επί των γυναικείων προσλήψεων, στρώνει το δρόμο της με, καθοριστικές για την πτώση της, παγίδες στις οποίες πέφτει με χαρακτηριστική άνεση στη διάρκεια μιας ταινίας από την οποία ο καθένας μπορεί να επιλέξει κάτι από το πλούσιο θεματικό εύρος που παρέχει ο σκηνοθέτης, για να ασκήσει κριτική ή να σχολιάσει. Με την άνεση του ανθρώπου που παραμερίζει ως «θόρυβο» οτιδήποτε δεν σχετίζεται με τον τελικό στόχο προς τον οποίο, φαίνεται ότι έχει βαδίσει ως δυνάμει νικητής και όχι ως οιονεί θύμα.

Η Λίντια Ταρ, είναι θύτης στο πλαίσιο της συμπεριφοράς της και με τη δύναμη που της δίνει η θέση της ως μαέστρου απέναντι σε συνεργάτιδες γυναίκες ή σε μαθητή που επιλέγει να απορρίψει τον Μπαχ επειδή ο βίος του μουσουργού έρχεται σε σύγκρουση με τα ιδανικά του πολυφυλετικού ατόμου. Γίνεται θύμα, με τη «βοήθεια» ενός αυθαιρέτως μονταρισμένου βίντεο που κυκλοφορεί στα κοινωνικά δίκτυα στο πλαίσιο της «κουλτούρας ακύρωσης», της σύγχρονης μορφής κοινωνικού ή και επαγγελματικού εξοστρακισμού που πέφτει πάνω σε όσους δεν συμβαδίζουν με τα θέσφατα της πολιτικής ορθότητας, επί δικαίων και αδίκων.

Γίνεται το τελικό «θύμα» όλων των «θυμάτων» της, αφήνοντας ίσως τον καλοπροαίρετο απέναντι στην περσόνα θεατή να αναρωτιέται: Μα…πού έσφαλλε τόσο; Μήπως δεν είναι παράλογο να απορρίπτεις τον Μπαχ επειδή «ήταν φαλλοκράτης» όπως και το να απαιτείς να αφαιρεθούν από το πρόγραμμα σπουδών του πανεπιστημίου λευκοί φιλόσοφοι, συμπεριλαμβανομένων του Πλάτωνα και του Ντεκάρτ, επειδή ήταν «πολύ άντρες και πολύ λευκοί (too male too pale)” όπως συνέβη και συμβαίνει σε μεγάλα πανεπιστήμια του δυτικού κόσμου; Η να ακυρώνεται παράσταση του Μπέκετ επειδή οι πρωταγωνιστές…ήταν όλοι άντρες; “They KANT be serious” όπως είχε γράψει η βρετανική Daily Mail.

Στο θεματολογικό εύρος που περιλαμβάνει κουλτούρα ακύρωσης, αυθαιρεσία  κοινωνικών δικτύων, διεκδικήσεις ταυτοτικού αυτοπροσδιορισμού, το «γυναικείο ζήτημα» έχει κεντρικό ρόλο. Η Ταρ προδίδεται και εγκαταλείπεται κυρίως από γυναίκες. 

Η Κρίστα, πρώην προστατευόμενή της, μετά την απομάκρυνση από τη σχολή –«ήταν βαθιά προβληματική» λέει η Ταρ στον εκπρόσωπο του ιδρύματος των υποτροφιών και minor μαέστρο- διεκδικεί μετά τη ρήξη αυτής της σχέσης την προσοχή της Ταρ με κινήσεις που, συνειδητά ή όχι, λειτουργούν ως συναισθηματικός εκβιασμός και στο τέλος αυτοκτονεί. Η Φραντσέσκα, βοηθός της και υποψήφια μαέστρος που ακολουθεί και υπομένει τα –κατά μία ερμηνεία- βίαια χαρακτηριστικά της μαέστρου, κρατάει τα mail με την Κρίστα ενώ η Ταρ της έχει πει να τα σβήσει και όταν η Μαέστρος δεν της δίνει τη θέση που ήλπιζε, την εγκαταλείπει προδίδοντάς την μ’ αυτά. Δεν είναι όμως κάπως ύποπτο για τα κίνητρά σου όταν θέτεις εαυτόν στην υπηρεσία κάθε παραξενιάς της προϊσταμένης σου προσδοκώντας ίδιον όφελος και την προδίδεις όταν αυτό δεν συμβαίνει; Η γυναίκα της, την κατηγορεί ότι σε όλη της τη ζωή είχε μόνο συναλλαγές για το συμφέρον της και της γυρίζει την πλάτη. Αλλά, δεν έχεις τουλάχιστον ένα μερίδιο ευθύνης όταν υπομένεις και ανέχεσαι ως σύζυγος και δή ως γυναίκα σύζυγος γυναίκας, ό,τι σε ωθεί να την εγκαταλείψεις όταν είναι πια δρυς πεπτωκώς;

Ολες βρίσκουν το είδος της δύναμης που συνοδεύεται από σκληρότητα όταν πιά η Ταρ είναι αυτό που λέμε «πεσμένη στα γόνατα». Η χειριστικότητα και η εκμετάλλευση για τα οποία κατηγορείται έχουν απέναντι αυτές που προσπάθησαν να την εκμεταλλευθούν αλλά χωρίς την έκδηλη αυτοπεποίθηση της μαέστρου. Αυτές που διεκδικούν όταν οι εξωτερικές συνθήκες διευκολύνουν. Όταν πνέει ούριος κοινωνικός άνεμος.

Η «άνοδος της δύναμης των θυμάτων» και ο παραλογισμός που προκύπτει εν τη γενέσει δίκαιων, κατά τα άλλα, αιτημάτων και διεκδικήσεων.

«Όσον αφορά το ζήτημα της προκατάληψης λόγω φύλου, δεν έχω να παραπονεθώ για τίποτα», λέει η Tár της Μπλάνσετ. «Ούτε, για την ακρίβεια, θα έπρεπε η Ναταλί Στουτσμάν, η Λοράνς Εκουίλμπεϊ, η Μάριν Αλσοπ ή η Τζοάνν Φαλέτα. Υπήρχαν τόσες πολλές απίστευτες γυναίκες που ήρθαν πριν από εμάς, γυναίκες που έκαναν την πραγματική δουλειά».

«Η ταινία με θίγει ως γυναίκα, ως μαέστρο και ως λεσβία» δηλώνει ωστόσο η Μάριν Αλσοπ, ό,τι πιο κοντινό στην πραγματική ζωή με την περσόνα της Μπλάνσετ: Και οι δύο είναι «παιδιά» του Λέοναρντ Μπερνστάιν, παντρεμένες με συναδέλφους τους μουσικούς ορχήστρας και ηγούνται διακεκριμένων ορχηστρών. «Το να έχω την ευκαιρία να υποδυθώ μια γυναίκα σε αυτόν τον ρόλο και να την κάνω θύτη – για μένα αυτό ήταν σπαρακτικό», δήλωσε η Αλσον. «Νομίζω ότι όλες οι γυναίκες και όλες οι φεμινίστριες θα πρέπει να ενοχλούνται από αυτού του είδους την απεικόνιση. Υπάρχουν τόσοι πολλοί άνδρες – πραγματικοί, τεκμηριωμένοι άνδρες – στους οποίους θα μπορούσε να βασιστεί αυτή η ταινία, αλλά, αντ’ αυτού, βάζει μια γυναίκα στο ρόλο, αλλά της δίνει όλα τα χαρακτηριστικά αυτών των ανδρών. Αυτό μοιάζει αντι-γυναικείο». Είναι; Ο φεμινισμός δεν είναι ένα κλαμπ αρίστων το οποίο επιτρέπει να εισέλθουν στους κόλπους του οι φέροντες/φέρουσες τα εχέγγυα χαρακτηριστικά των προτύπων αλλά μια κοινωνική ανάγκη. Οι εσωτερικές συγκρούσεις και τα μύχια κίνητρα των ανθρώπων στην ταινία μπορούν άραγε να ερμηνευθούν με όρους κινήματος ή και να «απαγορευθούν» γι΄αυτό;

Ο Ρενέ Ζιράρ στο βιβλίο του «Βλέπω τον σατανά να πέφτει σαν αστραπή» είχε γράψει ότι υπάρχει μια αξία που «κυριαρχεί στη συνολική πλανητική κουλτούρα», πολύ περισσότερο από την τεχνολογική πρόοδο ή την οικονομική ανάπτυξη: «το ενδιαφέρον για τα θύματα». «Η παγκοσμιοποίηση», υποστήριζε, «είναι μόνο δευτερευόντως ένα οικονομικό φαινόμενο». Θεμελιωδώς, καθοδηγείται από αυτό που αποκαλεί «άνοδο της “δύναμης των θυμάτων”». Η αλλιώς, της «εξουσίας των θυμάτων».

«Αγαπητά όντα, από την ώρα που μπήκατε στο σκάφος δεν υπάρχει επιστροφή. Η γη που θα πατήσετε ξανά θα είναι ο Νέος Κόσμος. Αν δεν έχετε το κουράγιο, φύγετε τώρα και κανείς δεν θα σας κρίνει…».

Να φύγουμε αλλά… να πάμε πού; Οσα ερωτήματα και αν εγείρονται από την «άνοδο της δύναμης των θυμάτων» και τον παραλογισμό που προκύπτει εν τη γενέσει δίκαιων κατά τα άλλα αιτημάτων και διεκδικήσεων, αυτός ο κόσμος, ο δυτικός, του δικαιωματισμού και των απαιτήσεων, είναι ό,τι καλύτερο έχουμε. Στην άλλη πλευρά… αυτός που εκφράζει ο Πούτιν.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή