Οι «ελεεινοί μεγάλοι συγγραφείς» και το «Μοδιάνο, 1984»

Οι «ελεεινοί μεγάλοι συγγραφείς» και το «Μοδιάνο, 1984»

Ο Θανάσης Τριαρίδης, με στίχους που θυμίζουν καρφιά, λέει τα πράγματα έξω απ’ τα δόντια και δεν τα υπονοεί

3' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΡΙΑΡΙΔΗΣ
Για τους άγνωστους σφαγμένους
εκδ. Gutenberg, 2022, σελ. 126

Συμφωνώ με τον Τριαρίδη, αλλά δεν συμφωνώ με τα ποιήματα του Τριαρίδη. Θέλω να πω: τον ακούω, τον καταλαβαίνω, έχουμε περίπου την ίδια γνώμη. Η ανθρωπότητα είναι μια γεννήτρια βίας. Είμαι μαζί του.

Από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να ακολουθήσω χωρίς δισταγμό τα σαράντα επτά ποιήματα της συλλογής, γραμμένα από την πανδημία κι έπειτα, επειδή μου φαίνονται πολύ συγκεκριμένα. Υπάρχουν πράγματα που συμβαίνουν και τα σκεφτόμαστε διαρκώς, επειδή μας ενοχλούν ή μας προκαλούν απέχθεια, μα δεν χρειάζεται απαραίτητα να γίνουν ποιήματα, ειδικά όταν οι στίχοι τους θυμίζουν καρφιά. Ενα ποίημα πρέπει πράγματι να μας καρφώνει, είναι στις υποχρεώσεις του, εφόσον η ποίηση έχει υποχρεώσεις, μα δεν οφείλει να καρφώνεται στο θέμα του, γιατί όσο το υπηρετεί πιστά τόσο στενεύει. Προτιμώ λοιπόν ένα άπιστο από ένα στενό ποίημα, γιατί η απιστία ρίχνει μια πιο ανοιχτή ματιά στον κόσμο, δηλαδή διφορούμενη.

Προτιμώ ένα άπιστο από ένα στενό ποίημα, γιατί η απιστία ρίχνει μια πιο ανοιχτή ματιά στον κόσμο, δηλαδή διφορούμενη.

Αν για τον Τριαρίδη –όπως γράφει στο «Είναι και ο Χρόνος»– ο Χάμσουν ή ο Σελίν είναι «ελεεινοί μεγάλοι συγγραφείς», φοβάμαι πως είναι μεγάλοι επειδή ήταν ελεεινοί και άπιστοι. Απιστοι στην ελεεινή ιδεολογία τους και επίσης άπιστοι στον ανθρωπισμό των μυθιστορημάτων τους. Δυστυχώς, ένας μεγάλος καλλιτέχνης είναι πολλές φορές δύο άνθρωποι, όπως έγραψε κάποτε ο Αρανίτσης. Και είναι κρίμα γιατί η τέχνη που μας αφορά, είναι συχνά φτιαγμένη από καθάρματα, όσο κι αν δεν τολμάμε να το παραδεχτούμε, αφού αυτό θα σήμαινε παραδοχή μιας ακόμα ηθικής ήττας. Κανείς δεν είναι ολότελα ακέραιος.

Ο Τριαρίδης τρυπώνει σαν ποντικός από το κοινωνικοπολιτικό κελάρι στο καθιστικό της προσωπικής ιστορίας κι εκεί θυμίζει Μπρεχτ. Ντόμπρος και άμεσος, με μια απλότητα που δεν βρίσκεις συχνά στην ελληνική ποίηση, μπαινοβγαίνει από την καταγγελία στο βίωμα. Είναι ένας Μπρεχτ, χωρίς να σκάβει λαγούμια αντίφασης βέβαια: «Και η παγωνιά του δάσους θα μείνει μέσα μου ως το θάνατό μου». Γιατί, είτε το θέλουμε είτε όχι, ο Γερμανός ποιητής κοντεύει να καταντήσει η χαρακτηριστική φωτογραφία του με το σφηνωμένο πούρο στο στόμα, στον τοίχο κάποιου μπαρ, που τη χαζεύει ένας μεθυσμένος μεγαλοδικηγόρος με φουσκωμένο τραπεζικό λογαριασμό. Μη γελιόμαστε. Δεν υπάρχει σωτηρία.

Πάντως, έχουμε τόση ανάγκη την παγωνιά μέσα στο ποίημα, γιατί είναι ένα όπλο αντίστασης να δείχνουμε ψυχροί και αποστασιοποιημένοι μπροστά στα γεγονότα, ένας τρόπος να μη φανερώνουμε τις προθέσεις μας, κάτι που μάλλον δεν διασταυρώνεται με τη στρατηγική του Τριαρίδη, ο οποίος επιμένει να λέει τα πράγματα έξω απ’ τα δόντια και να μην τα υπονοεί. Δεν θα ήθελα καθόλου να κατηγορηθώ –μπορεί και να το ήθελα– αλλά διαβάζοντας ένα ποίημα για το Δίστομο, τα Pushbacks ή τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης, αδιαφορώ. Οι στίχοι δεν ενεργοποιούν τίποτα μέσα μου. Ούτε ζέστη. Ούτε παγωνιά. Μόνο μια αίσθηση στεγνή, που δεν αφήνει περιθώριο για ενοχή ή ντροπή. Ισως ν’ αποφεύγω, όπως ο διάολος το λιβάνι, μια τέτοιου είδους ποιητική επειδή μου υπενθυμίζει πόσο ένοχος υπήρξα.

Για μένα τούτα τα ποιήματα γίνονται αληθινά πολιτικά, κι επομένως καταφέρνουν να ταρακουνήσουν τα θεμέλια της απάθειας, μόνο όταν ο Τριαρίδης αποφασίζει να γράψει μερικούς στίχους για τη μάνα του, τον πατέρα του και τους χαμένους φίλους. Λες και άμα κλείσεις το κάδρο, ξεπροβάλλει επιτέλους ολόκληρη η εικόνα, γυμνή. Τότε το ποίημα γίνεται ένας τροχός που «σαρώνει τη ζωή».

Ετσι, στο «Μοδιάνο, 1984», ίσως το καλύτερο ποίημα της συλλογής, ο αφηγητής παρατηρεί τον δεκατετράχρονο εαυτό του να τρώει παρέα με τον πατέρα του που είναι απορροφημένος στις σκέψεις του. Αυτή η βουβή σκηνή πετάει φωτεινά σημεία σε μεγάλη απόσταση και καταφέρνει να ορίσει έναν πλατύ χώρο γύρω της, που με μια μαγική κίνηση περικλείει τα πάντα: το Δίστομο, το Κονγκό, τα νεκροταφεία, τους «άγνωστους σφαγμένους». Λες και μπορεί να μετρηθεί σε σαράντα στίχους όλη η έκταση του πεδίου μάχης.

Είναι η στιγμή που ο Τριαρίδης παύει να είναι εκείνο το αγόρι πίσω απ’ το τζάμι που κοιτάζει το κοριτσάκι με τα σπίρτα, ασφαλής στη γιορτινή ατμόσφαιρα του σπιτιού του: «Μες στη ζωή το άδικο θα ξεπηδά μπροστά σου,/ εσένα όμως η θέση σου είναι στη ζεστασιά». Σπάει το τζάμι και μαζί σπάει το ποίημα. Και ανάβει ένα πούρο.

⇒ Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε το kathimerini.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο kathimerini.gr

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή