Μια επαναστατική «Μπατερφλάι»

Μια επαναστατική «Μπατερφλάι»

Μοναδικό προβληματικό στοιχείο στην παράσταση που ανέβηκε στο Ηρώδειο, το περιττό μπαλέτο των «νεκρών χορευτών»

3' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Με συναρπαστικό, επαναστατικό ανέβασμα της πολυαγαπημένης όπερας του Πουτσίνι από την Εθνική Λυρική Σκηνή –με μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου και σκηνοθεσία Ολιβιέ Πι– εγκαινιάστηκε το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου.

Δεν ήταν δεδομένο ότι μια τόσο τολμηρή άποψη για το έργο όπως αυτή του Πι (τέως διευθυντή του Φεστιβάλ της Αβινιόν και νυν του Θεάτρου Σατλέ στο Παρίσι) και η ασυνήθιστη χρήση της σκηνής του Ηρωδείου από τον Πιερ Αντρέ Βάιτς (με φωτισμούς του Μπερτράν Κιγί) θα έβρισκαν ανταπόκριση στο κοινό. Και όμως, το κατάμεστο θέατρο βούλιαξε από χειροκροτήματα και μπράβο.

Σύμφωνα με τον Πι, η ουσία του έργου δεν είναι απλά μια ρομαντική ερωτική ιστορία που στραβώνει –με τραγικές επιπτώσεις–, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο: η διαχρονική σύγκρουση δύο κόσμων, της Ανατολής και της Δύσης, ειδικά μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, με μια ηττημένη, εξαθλιωμένη Ιαπωνία που ζει με τις νωπές αναμνήσεις των βομβαρδισμών της Χιροσίμα και της Ναγκασάκι, γενέτειρας της Μπατερφλάι. Σε αυτό το τραγικό παρόν, κάθε τι αμερικανικό τείνει ν’ αποθεώνεται, ίσως ως έξοδος και φυγή από την ταπείνωση της ήττας, ολοκληρώνοντας και μετατρέποντάς την έτσι σε ήττα ενός ολόκληρου πολιτισμού.

Γιγαντοαφίσες και… νεκροί

Μέσα αυτό το πλαίσιο, ο Πι τοποθετεί τη δράση στα τέλη της δεκαετίας του 1940, αν κρίνει κανείς από το εμπνευσμένο από το New Look του Ντιορ ανσάμπλ της Κέιτ Πίνκερτον, ολόλευκη εκδοχή του οποίου φορούν και οι συγγενείς της Μπατερφλάι στη σκηνή του γάμου.

Στην πρώτη πράξη, το φόντο του Ηρωδείου, γεμάτο αναρτημένες γιγαντοαφίσες με διαφημίσεις διαφόρων, κυρίως αμερικανικών προϊόντων, θύμιζε γειτονιά ασιατικής πόλης. Μετά το διάλειμμα, αντικαταστάθηκαν με φωτογραφίες της βομβαρδισμένης Χιροσίμα, πράγμα που ξένισε μερικούς, αλλά είχε τη λογική του μέσα στο κόνσεπτ του Πι. Το μοναδικό στοιχείο που με προβλημάτισε ήταν το περιττό μπαλέτο των (άριστα χορογραφημένων, ωστόσο, από τον Ντανιέλ Ιζο) νεκρών χορευτών, τους οποίους, ίσως εσφαλμένα, εξέλαβα ως φαντάσματα των νεκρών προγόνων της Μπατερφλάι, στους οποίους προσεύχεται με τη Σουζούκι.

Θείο δώρο για τους τραγουδιστές η τοποθέτηση της ορχήστρας πίσω και όχι μπροστά από την άδεια σκηνή.

Η σκηνογραφική πρωτοτυπία του Βάιτς περιελάμβανε την τοποθέτηση της ορχήστρας πίσω και όχι μπροστά από την άδεια σκηνή: θείο δώρο για τους τραγουδιστές μέσα σ’ αυτόν τον ακουστικά προβληματικότατο χώρο. Σε αυτό άψογος αρωγός και η ορχήστρα της Λυρικής με τον Βασίλη Χριστόπουλο, που τους συνόδευε χωρίς να τους καλύπτει – σπάνιο σε όπερα του Πουτσίνι, όπου η ορχήστρα ντουμπλάρει τις μελωδίες τους! Αξέχαστος επίσης ο τρόπος που στην τελευταία πράξη συνόδευε με ένα απαλό ηχητικό μαξιλάρι τη σπαρακτική φράση της Μπατερφλάι «Dormi amor mio, dormi sul mio cor», όταν νανουρίζει το παιδί της πριν αυτοκτονήσει.

Ερμηνείες

Η Κορεάτισσα πρωταγωνίστρια Αννα Σον, φτιαγμένη για τον ρόλο, με λεπτεπίλεπτη παρουσία που ταιριάζει στην εύθραυστη πλευρά της Μπατερφλάι, ενώ φωνητικά διαθέτει την ένταση που καθρεφτίζει το κουράγιο της ηρωίδας. Τραγούδησε το υπέροχο ερωτικό ντουέτο της πρώτης πράξης με λυρική φινέτσα ενώ στο κορύφωμα της δεύτερης πράξης, στην πασίγνωστη άρια Un bel di vedremo, ξεδίπλωσε όλες τις ρεζέρβες της φωνής της για την αβάσταχτη αισθηματική έκρηξη. Στην τελική σκηνή –ίσως την πιο σπαρακτική ολόκληρου του οπερατικού ρεπερτορίου– συγκλόνισε και με το παίξιμο και με το τραγούδι της,

Ο τενόρος Αντρέα Καρέ ως Πίνκερτον ήταν δραματικά ικανοποιητικός, αλλά φωνητικά όχι απόλυτα συναρπαστικός, ιδίως στο ερωτικό ντουέτο της πρώτης πράξης, όπου –ίσως έπειτα από σκηνοθετική οδηγία;– έμοιαζε να μην αφήνεται πλήρως στα συναισθήματα που τραγουδούσε.

Εξαιρετικός ο Διονύσιος Σούρμπης ως Σάρπλες έπαιζε ή, μάλλον, ζούσε την ανθρωπιά του ρόλου ψυχή τε και σώματι, τονίζοντας τις αντιδράσεις του στα τεκταινόμενα με ποικίλες αποχρώσεις από την ευρεία γκάμα της φωνής του. Εξαιρετική επίσης η Σουζούκι της Ρωσίδας μέτζο Ιλίσια Κολοσοβα, της οποίας η πλούσια βελούδινη φωνή και η συγκινητική σκηνική ερμηνεία ενθουσίασε το κοινό.

Απόλυτα ικανοποιητικοί οι δεύτεροι ρόλοι: Πέτρος Μαγουλάς ως Μπόνζο, Χάρης Αδριανός ως κυβερνητικός επίτροπος, Χρήστος Λάζος ως ληξίαρχος, Διαμαντή Κριτσιωτάκη ως Κέιτ Πίνκερτον, οι Βασιλική Πετρογιάννη, Βίκυ Αθανασίου, Βάγια Κωφού, Πέτρος Σαλάτας ως συγγενείς της Μπατερφλάι και ιδίως ο Γιάννης Καλύβας ως Γκόρο. Εντυπωσιακά σκηνοθετημένο το Πινκερτάκι (ντυμένο με παιδική ναυτική στολή, που ενστικτωδώς τρέχει να αγκαλιάσει τον μπαμπά του και επιστρέφει μετά να κάνει το ίδιο στη μαμά του) του μικρού Κωστή Μοσκώφ. Η Χορωδία του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου εντυπωσιακή στην πρώτη πράξη αλλά κάπως υποτονική στο εξαίσιο «Ψιθυριστό Χoρωδιακό» (Humming Chorus).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή