Ο «Ναμπούκο» φωτίζει το Ηρώδειο

Ο «Ναμπούκο» φωτίζει το Ηρώδειο

Η επιτυχημένη παραγωγή της Λυρικής το 2018, σε σκηνοθεσία του Λέο Μουσκάτο, αναβιώνει φέτος στο αρχαίο θέατρο

7' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η όπερα «Ναμπούκο» –που η Εθνική Λυρική Σκηνή παρουσιάζει αυτή την εβδομάδα στο Ηρώδειο– ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του τότε 29χρονου Τζουζέπε Βέρντι, αυτού του γίγαντα της όπερας, του οποίου η καλλιτεχνική δημιουργία διασχίζει σχεδόν ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Ξεκινάει με ρίζες στο μπελκαντίστικο στυλ των Μπελίνι και Ντονιτσέτι και μετά το «Ντον Κάρλος», αγγίζει τον βερισμό. (Δηλαδή τον «ρεαλισμό» που θ’ αναπτύξουν οι διάδοχοί του, όπως ο Πουτσίνι, ο Μασκάνι, ο Λεονκαβάλο, ο Τσιλέα και ο Τσαντονάι).

Η πρεμιέρα του «Ναμπούκο», στις 9 Μαρτίου του 1842 στη Σκάλα του Μιλάνου, ήταν θριαμβευτική. «Ακόμη κι αν ο Βέρντι δεν είχε συνθέσει καμία άλλη όπερα, ο “Ναμπούκο” θα ήταν αρκετός για να του εξασφαλίσει μια θέση στην ιστορία της όπερας!», σύμφωνα με τον Βρετανό μουσικολόγο Τζούλιαν Μπάντεν.

«Γεννήθηκε με άστρο»

Πράγματι, σε αυτό το έργο, μέσα από το σφριγηλό, αρρενωπό, χαρακτηριστικά «βερντιανό» στυλ, γίνεται άμεσα αντιληπτό ένα καινούργιο μουσικό DΝΑ. Η απήχησή του στο κοινό ήταν τέτοια, ώστε εκτός από τις 8 αρχικές παραστάσεις, προγραμματίστηκαν άλλες 60 για την επομένη σεζόν! «Με αυτή την όπερα ξεκίνησε πραγματικά η καλλιτεχνική μου καριέρα. Παρά τις δυσκολίες με τις οποίες είχα να παλέψω (σ.σ. όπως τον θάνατο των δύο παιδιών του σε βρεφική ηλικία), ο Ναμπούκο γεννήθηκε με τυχερό άστρο», έλεγε ο ίδιος, ενώ αργότερα, το 1858, παραπονιόταν στη φίλη του Κοντέσα Μαφέι ότι «μετά τον Ναμπούκο, δεν γνώρισα ούτε μια ώρα γαλήνης και ξεκούρασης, μόνο 16 χρόνια ακατάπαυστης δουλειάς!».

Εκτοτε η δημοφιλής και συναρπαστική αυτή όπερα παίζεται τακτικά σε όλα τα μεγάλα θέατρα. Η σκηνοθεσία του Ιταλού Λέο Μουσκάτο στο Ηρώδειο είναι αναβίωση της παραγωγής του 2018. Ο Μουσκάτο, γεννημένος στην Απουλία, διαπρέπει και ως σκηνοθέτης θεάτρου πρόζας και κινηματογράφου. Ασχολήθηκε πρώτη φορά με την όπερα το 2009 (με τους «Παλιάτσους» του Λεονκαβάλο και την «Ανθρώπινη Φωνή» του Πουλένκ), όταν έπειτα από τρία επιτυχημένα ανεβάσματα θεατρικών έργων που έκαναν τον γύρο της Ιταλίας, τα λυρικά θέατρα άρχισαν ν’ αναζητούν συνεργασίες μαζί του.

Ο «Ναμπούκο» φωτίζει το Ηρώδειο-1
«Τοποθετώ το έργο, αρχικά στο μπούνκερ μιας συναγωγής, όπου έχουν καταφύγει οι Εβραίοι για να κρυφτούν, και στη συνέχεια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Οι Βαβυλώνιοι, ντυμένοι με στολές που θυμίζουν ναζί, ζουν σ’ έναν μιλιταριστικό κόσμο με στρατάρχη τον Ναμπούκο», εξηγεί ο Λέο Μουσκάτο.

Οπως το Ολοκαύτωμα

«Αν και στην Ιταλία τον είχα σκηνοθετήσει στη χρονολογία του λιμπρέτου (παραγωγή που ταξίδεψε στο Κάλιαρι της Σαρδηνίας, στη Φλωρεντία, στο Μπάρι και στο Μόντε Κάρλο), για το ανέβασμα στο Ηρώδειο επέλεξα μια “αρχετυπική” αντί για μια “νατουραλιστική” προσέγγιση», μου εξήγησε λίγο πριν από την αναχώρησή του για την Αθήνα. «Ηθελα να παρουσιάσω το έργο με τρόπο που να εστιάζει στη διαχρονικότητα και τη δυνατότητά του να μιλάει σε όλες τις εποχές και να δείχνει πόσο σχετικό είναι και με τη δική μας εποχή. Διότι τα γεγονότα που περιγράφονται σ’ αυτή την όπερα επαναλήφθηκαν με ακόμη πιο θηριώδη τρόπο στα μέσα του 20ού αιώνα, με όσα υπέστησαν οι Εβραίοι στο Ολοκαύτωμα.

»Ετσι τοποθετώ το έργο, αρχικά στο μπούνκερ μιας συναγωγής, όπου έχουν καταφύγει οι Εβραίοι για να κρυφτούν, και στη συνέχεια σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Η επιθυμία και η νοσταλγία για ελευθερία που διαπνέουν το έργο και κορυφώνονται στο πασίγνωστο και αγαπητό σε όλους χορωδιακό Va pensiero, είναι απόλυτα συμβατές και με αυτό το περιβάλλον. Οι Βαβυλώνιοι, εδώ ντυμένοι με στολές και χρώματα που θυμίζουν ναζί, ζουν σ’ έναν πολύ μιλιταριστικό κόσμο με στρατάρχη τους τον Ναμπούκο, τον οποίο πρωτοσυναντάμε θριαμβευτή και αλαζόνα, πριν από τη συντριβή και άκρα ταπείνωση που, μέσα από την προσωρινή αναπηρία του, τον οδηγεί στη μετάνοια και αλλαξοπιστία, προδίδοντας όλα τα προηγούμενα πιστεύω και του ιδίου και του λαού του.

»Από την αρχή θέλω να τονίσω ότι, για μένα, κανένας από τους χαρακτήρες δεν είναι απόλυτα μαύρος ή απόλυτα άσπρος, απόλυτα καλός ή κακός. Ολοι έχουν ένα συγκεκριμένο πρίσμα μέσα από το οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο και αντιδρούν ανάλογα. Για παράδειγμα, ο Αρχιραβίνος Ζαχαρίας, που κρατεί όμηρο τη Φενένα, κόρη του Ναμπούκο, και στην πρώτη πράξη απειλεί να τη σκοτώσει, σε κάποια στιγμή όταν βλέπει όσα συμβαίνουν στον λαό του, βιώνει μια κρίση, μια στιγμιαία αμφισβήτηση της πίστης του.

»Ο Ισμαήλ, γιος βασιλέως των Εβραίων και επίδοξος διάδοχος του Ζαχαρία, και ο μόνος Εβραίος που οπλοφορεί, αφοπλίζει τον Αρχιραβίνο όταν απειλεί να σκοτώσει τη Φενένα, με την οποία είναι ερωτευμένος, προδίδοντας το έθνος του. Η Φενένα πάλι, αλλαξοπιστεί για χάρη του –ίσως και επειδή αηδιάζει με τις πράξεις των ομοεθνών της– προδίδοντας με τη σειρά της την πατρίδα της».

Οσο για την Αμπιγκέλε, απεικονίζεται φαινομενικά αρνητικά και εντέλει αυτοκτονεί συντετριμμένη. Ομως και γι’ αυτήν ο Μουσκάτο αισθάνεται συμπάθεια και κατανόηση. «Αρκεί να σκεφτούμε ότι στην Πρώτη Πράξη, εκείνη –γυναίκα δυνατή, δυναμική και ατρόμητη που πολεμάει στο πλευρό του Ναμπούκο– είναι η αγαπημένη κόρη και προφανής διάδοχός του. Στη συνέχεια, μετά την ερωτική απογοήτευση της αποκάλυψης του έρωτα του Ισμαήλ για τη Φενένα, ανακαλύπτει ότι η ίδια δεν είναι κόρη του Ναμπούκο αλλά ενός ζεύγους σκλάβων. Αυτό είναι συνταρακτικό, ασύλληπτο σοκ και αλλάζει όλη τη στάση και συμπεριφορά της απέναντί του. Και όταν εκείνος, έχοντας αποκαλέσει τον εαυτό του Θεό, “τρελαίνεται” έπειτα από κτύπημα κεραυνού (στη δική μας παραγωγή από εγκεφαλική συμφόρηση), δεν βλέπει τον λόγο να μην αναλάβει η ίδια την εξουσία».

«Κανένας από τους χαρακτήρες του έργου δεν είναι απόλυτα μαύρος ή απόλυτα άσπρος, απόλυτα καλός ή κακός».

Μεγάλη πρόκληση

Την Αμπιγκέλε θα ενσαρκώσει η εκπληκτική Λευκορωσίδα μέτζο Εκατερίνα Σέμεντσουκ, επιχειρώντας έτσι να αναμετρηθεί με ένα από τα πιο απαιτητικά ιερά τέρατα του ρεπερτορίου της σοπράνο! Ιδωμεν…

Τον πρωταγωνιστικό ρόλο μοιράζονται δύο κορυφαίοι Ελληνες βαρύτονοι, ο Δημήτρης Πλατανιάς που τον ενσάρκωσε στην πρώτη παρουσίαση αυτής της παραγωγής το 2018, και ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος που τον τραγούδησε το 2000 στο θέατρο Ολύμπια, σε σκηνοθεσία του αείμνηστου Κώστα Πασχάλη (με τον Δημήτρη Καβράκο ως Ζαχαρία και τη Μαρία Κατσούρα ως Αμπιγκέλε).

«Οι απόψεις μου και η προσέγγισή μου στον ρόλο δεν έχουν αλλάξει καθόλου από την προηγούμενη φορά», επισημαίνει ο Δημήτρης Πλατανιάς. «Οι φωνητικές δυσκολίες του εντάσσονται στο μεγαλύτερο φάσμα των δυσκολιών των έργων του Βέρντι: εναλλαγή θυελλωδών σκηνών συνεχούς εξαγγελτικού τραγουδιού με καντιλένες στην ψηλή περιοχή της βαρυτονικής φωνής που απαιτούν τρομερή συγκέντρωση και απόλυτο έλεγχο του διαφράγματος και της παραγωγής του αέρα, συν το γεγονός ότι ον πρώιμο έργο, βάζει την άρια και την καμπαλέτα της στο τέλος, έπειτα από σχεδόν όλο τον ρόλο και το μεγάλο κουραστικό ντουέτο της Γ΄ πράξης με τη σοπράνο».

Για τον Τάση Χριστογιαννόπουλο, «ο Ναμπούκο ζει την ανθρώπινη διαδρομή, βιώνει το ανθρώπινο δράμα και ενσαρκώνει την πρόταση σωτηρίας. Είναι όπως ο καθένας από εμάς. Ενας βασιλιάς, ένας βασιλιάς του εαυτού του. Και όπως οι περισσότεροι από εμάς, σχεδόν όλοι, νομίζει ότι μπορεί να τα κατακτήσει όλα με τη δύναμή του. Πιστεύει ότι η δύναμή του και όλη η ζωή του εξαρτάται από τον ίδιο και πως το εγώ του μπορεί να οδηγήσει την ύπαρξή του σε απόλυτη πληρότητα. Εκεί κάνει το σφάλμα που κάνει ο άνθρωπος από την εποχή του Αδάμ, κάνει τη λάθος επιλογή να αυτονομηθεί από τη σχέση του με τον Θεό και να νομίσει ότι είναι θεός ο ίδιος.

»Τότε του έρχεται ο ουρανός στο κεφάλι ή αν θέλετε τον κεραυνοβολεί ο Θεός. Σαν να παθαίνει ένα εγκεφαλικό, μια αναπάντεχη αρρώστια τη στιγμή της ακμής του, η οποία τον οδηγεί αναγκαστικά σε ταπεινότητα και παραδοχή του σφάλματος και της αδυναμίας του όπου βλέπει πια, αναγνωρίζει πως δεν έχει άλλη οδό από το να ζητήσει συγχώρεση και να θέσει εαυτόν και πάλι στην υπηρεσία του Θεού, δηλαδή ουσιαστικά στη σχέση μαζί Του και στην Αγάπη Του. Κάτι το οποίο ο Αδάμ αρνήθηκε με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.

»Για έναν τραγουδιστή η δυσκολία είναι η ίδια με τη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο χαρακτήρας. Η τέχνη είναι μεγαλύτερη από τον καλλιτέχνη, η μουσική από τον μουσικό, ο ρόλος από τον τραγουδιστή. Αν ο τραγουδιστής πιστέψει ότι κατέχει τον ρόλο, ότι τον έχει κατακτήσει και ότι τον οδηγεί ο ίδιος, τότε ο κίνδυνος να του πέσει ο ρόλος στο κεφάλι είναι παρών. Χρειάζεται ταπεινότητα και προσοχή. Ο Ναμπούκο είναι πολεμιστής, βασιλιάς και με τεράστια δύναμη, για αυτό θεωρούνται κατάλληλοι ερμηνευτές οι δυνατοί, ηρωικοί βαρύτονοι και δικαίως. Η φωνή όμως που μου χάρισε ο Θεός δεν είναι αυτού του είδους, οπότε χρειάζεται συγκέντρωση και επιφυλακή ώστε να μην την καταπιεί ή να τη σπάσει ο ηρωισμός του ρόλου. Χρειάζεται διαρκής έλεγχος και ισορροπία συναισθήματος και λογικής, όπως λέει και ο Πλάτωνας. Χρειάζεται παρουσία, σταθερότητα, ειλικρίνεια, τεχνική, καλή δοσολογία πάθους και έντασης και φυσικά εμπιστοσύνη και προσευχή. Εξάλλου η σημαντικότερη στιγμή του έργου είναι η προσευχή, η άρια Dio di Giuda».

Η χορωδία

Πράγματι η προσευχή είναι παράγων-κλειδί σε αυτή την όπερα και γι’ αυτό ο ρόλος της χορωδίας είναι καθοριστικός. Οσο λαμπροί και να είναι οι πρωταγωνιστές, αν η χορωδία δεν μετατραπεί σε μια οντότητα που θα ξεσηκώσει, θα συνεπάρει και θα συγκινήσει το κοινό, ο Ναμπούκο δεν θα λάμψει με όλη του τη μαγεία.Tην παραγωγή διευθύνει, στην πρώτη του συνεργασία με την ΕΛΣ, ένας από τους σημαντικότερους αρχιμουσικούς της όπερας παγκοσμίως, ο Ιταλός Πάολο Καρινιάνι.

Θέατρο Ηρώδου Αττικού, 26, 27, 29, 30 Ιουλίου. Ωρα έναρξης: 9 μ.μ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή