Κρ. Γλυνιαδάκη στην «Κ»: Η ποίηση έχει ελευθερία

Κρ. Γλυνιαδάκη στην «Κ»: Η ποίηση έχει ελευθερία

Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη μιλάει στην «Κ» για το βιβλίο της «Ημέρες καλοσύνης»

4' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πόσο «ποιητική» οφείλει να είναι η συνέντευξη με έναν ποιητή; Χρειάζεται να έχει μέτρο, ρυθμό ή ρίμα; Η απάντηση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη ήταν ευχάριστα αφοπλιστική, όπως και το πλατύ χαμόγελο που τη συνόδευσε: «Το βασικό θέμα, νομίζω, είναι μία συνέντευξη να μπορεί να διαβαστεί, ώστε όσοι το καταφέρουν να γνωρίσουν και τον ποιητή».

Στάση εν τάχει στα βιογραφικά: Η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη γεννιέται στην Αθήνα, το 1979. Σπουδάζει φιλοσοφία, θεολογία και πολιτική θεωρία στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και έπειτα δημιουργική γραφή στο πολυθρύλητο Πανεπιστήμιο East Anglia. Εκεί και εκείνη τη στιγμή αποφασίζει να πάρει την ποίηση στα σοβαρά. «Τότε ξεκίνησα να τη βλέπω ως μια τέχνη που απαιτεί. Αποφάσισα να πάρω το εαυτό μου και τη σχέση με αυτό που κάνω στα σοβαρά, να γράφω και να σβήνω και ξανά από την αρχή, αλλά και να μην ντρέπομαι να λέω ότι είμαι ποιήτρια», λέει.

Αλλά τι είναι αυτό που της αρέσει στην ποίηση; «Μου αρέσει επειδή είναι συμπυκνωμένη», λέει, «έχει ρυθμό και μέτρο. Μπορείς να πεις μία ιστορία δίχως να σου πάρει απαραίτητα δύο χρόνια. Είναι και ελλειπτική. Δεν σε αναγκάζει να δώσεις όλα τα νοήματα μασημένη τροφή στον αναγνώστη. Εχει μια ελευθερία. Της δίνεις το δικό σου νόημα, όπως τη διαβάζεις. Οπότε είναι ένας συνδυασμός τεμπελιάς κι αγάπης για την εσωτερική ρίμα».

Ξεκίνησε να γράφει ποίηση στα αγγλικά, αλλά οι πρώτες δημοσιεύσεις ήρθαν στα ελληνικά. Τις ακολούθησε η οικονομική κρίση. «Με έπιασε λάστιχο με την κρίση, ξέμεινα στην Ελλάδα», παραδέχεται. Το 2018 αναγνωρίζεται και της απονέμεται το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Η επιστροφή των νεκρών» των εκδόσεων Πόλις (2017). Είχαν προηγηθεί το «Λονδίνο-Ιστανμπούλ» (2009), «Αστικά ερείπια (και αντιπερισπασμοί)» (2013) ενώ φέτος ήρθε το «Ημέρες καλοσύνης» (2023) από τις ίδιες εκδόσεις.

«Μήπως η καλοσύνη και η τρυφερότητα συνιστούν είδη προς εξαφάνιση, στον κυνικό μας κόσμο;», τη ρωτώ θεωρώντας ότι θα ακολουθήσει τη σκέψη μου. Διαφωνεί. «Εγώ βλέπω προσωπικά και καλοσύνη και τρυφερότητα. Τη βλέπω στον άγνωστο που χαμογελάω, στους φίλους μου, στα ζωάκια μου. Πρέπει και να θες να το δεις. Εάν θέλεις να δεις το μαύρο θα το δεις. Δεν είναι εύκολο. Τι είπε ο Εντουάρ Λουί; Πώς ξέφυγε; Είπε ένα άλλο προσωπικό αφήγημα στον ίδιο του τον εαυτό. Δεν μπορείς να αναμένεις το σύστημα και τις νοοτροπίες να αλλάξουν. Πρέπει να κάνεις κάτι. Μα θα με περάσουν για κορόιδο, λες. Οπότε μπορεί και να φοβάσαι. Εμένα δεν με ενδιαφέρει. Δεν φοβάμαι. Τη δίνω την τρυφερότητα, την αγάπη, την καλοσύνη. Το θέμα είναι να είσαι εντάξει στο πετσί σου. Θα “πέσει ξύλο” και με τον εαυτό σου. Θα πρέπει να μικρύνεις το εγώ σου».

Κανένα ποίημα δεν μου ανήκει πια – μόνον η πληγή, ο θυμός ή η χαρά στην αρχή τους είναι δικά μου, τίποτε άλλο.

Κρ. Γλυνιαδάκη στην «Κ»: Η ποίηση έχει ελευθερία-1Της ζητώ να μου πει εάν έχει γράψει ποτέ κάποιο ποίημα θυμωμένη. Απαντά καταφατικά. «Yπάρχουν δύο ποιήματα στην τελευταία συλλογή πολύ θυμωμένα το “Γενεές δεκατέσσερις” και το “Σας βαρέθηκα”». Για το πρώτο δεν ήταν καθόλου σίγουρη εάν ήθελε να δημοσιευθεί. «Δεν ήθελα να είναι ένας δικός μου οχετός ή παραλήρημα. Με διαβεβαίωσαν όμως πολλοί ότι μιλάει και σε εκείνους. Το δημοσίευσα. Ακόμη και τώρα δεν είμαι σίγουρη εάν έπρεπε». Μάλλον δεν σου ανήκει πια, σχολιάζω. «Ναι, δεν μου ανήκει. Μετά τη δημοσίευση το κάθε ποίημα παίρνει τον δρόμο του. Για την ακρίβεια κανένα ποίημα δεν μου ανήκει πια. Μόνον η πληγή, ο θυμός ή η χαρά στην αρχή τους είναι δικά μου, τίποτε άλλο».

Υπάρχουν δύο άξονες ή δύο όχθες στην ποίησή της, όπως λέει. «Στην ποίησή μου μιλάω και για το αιώνιο και παγκόσμιο, τον κόσμο της τέχνης, αλλά και για το εφήμερο και το τοπικό, την πραγματικότητα δηλαδή και τα όσα ζω εδώ. Η επιδίωξή μου είναι αυτή η πραγματικότητα να δανειστεί στοιχεία από το παγκόσμιο και το αιώνιο και –στον βαθμό που είναι εφικτό– να “ανοίξει” λίγο, περιορίζοντας την άσχημη, ποταπή και φαύλη πλευρά της. Το παγκόσμιο και το αιώνιο αποτελούν πάντα εξάλλου καταφύγιο και παρηγοριά».

Πλαγιοκοπώ και τη ρωτάω για τους ποιητές που αγαπά. Με βομβαρδίζει με ονόματα από τα οποία κρατώ μόνο κάποια: Π. Λάρκιν, Α. Ριτς, Φ. Ο’ Χάρα, Μ. Ολιβερ. Από Ελληνες ξεχωρίζει τους Σολωμό, Εμπειρίκο, Ελύτη και από τους συγχρόνους της: Αντιόχου, Στίγκας, Δούκας, Λυμπέρη, Μ. Γκανά, Δ. Σιώζου, Χ. Κοντού, Ερηνάκης, Τσαλαπάτης.

Τη ρωτώ για το πώς γράφει εκείνη. «Εξαρτάται», απαντά: «Πολλές φορές έχω στο μυαλό μία ιδέα, μία έκφραση, ίσως και μια ιστορία. Μου έρχονται αρχικά κάποιες πρώτες λέξεις και έπειτα άλλες, κι αν ταιριάζουν ακολουθώ. Σαν παιχνίδι. Βάζω τις ιστορίες στις λέξεις και αυτές στα ποιήματα. Κάποιες φορές μου αρέσει, άλλες όχι. Τότε τα σβήνω όλα κι αρχίζω από την αρχή». Υπάρχουν ωστόσο και ποιήματα που μένουν στην άκρη και περιμένουν. Ποιήματα που, όπως ομολογεί η ίδια, χρειάστηκαν έξι ή και επτά χρόνια για να βρεθεί ο τρόπος και οι εικόνες να ειπωθούν.

Και το τατουάζ στο αριστερό της χέρι; «Είναι η λέξη Ελπίδα, Τικβά στα εβραϊκά. Σε αυτό το σημείο του χεριού, κάτω από τον καρπό, έγραφαν οι Εβραίοι το νούμερό τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ηθελα να θυμάμαι το κακό, αλλά και την αντοχή και την ψυχική δύναμη. Εκείνους που άντεξαν και αντέχουν να αγωνίζονται με καλοσύνη. Οπως η Φάνια Φενελόν που μαζί με άλλες γυναίκες στο Αουσβιτς βρήκαν τη δύναμη να φτιάξουν χορωδία και να τραγουδούν μπροστά στο έρεβος. Οταν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, όλο το άλλο είναι privileged nonsense».

Τελευταία ερώτηση: «Θα σταματούσες να γράφεις ποίηση ποτέ;». «Να σταματήσω εγώ; Δεν νομίζω. Ισως εάν αδειάσει η γλώσσα. Ισως».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή