Πότε θα φύγεις μαμά;

Τρίβω τα μάρμαρα, κλείνω τα παραθυρόφυλλα, πλένω τα παντζούρια. Δεν νομίζω ότι ήθελες να κάνω τέτοιες δουλειές αλλά μπερδεύομαι συχνά πια. Το σίγουρο είναι ότι ήθελες να φοράω γάντια για να μη χαλάσω τα χέρια μου, και φυσικά δεν το έκανα.

4' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τρίβω τα μάρμαρα, κλείνω τα παραθυρόφυλλα, πλένω τα παντζούρια. Δεν νομίζω ότι ήθελες να κάνω τέτοιες δουλειές αλλά μπερδεύομαι συχνά πια. Το σίγουρο είναι ότι ήθελες να φοράω γάντια για να μη χαλάσω τα χέρια μου, και φυσικά δεν το έκανα. Προς το τέλος μόνο απέκτησε νόημα για μένα η χαρά σου και τότε άρχισα να φοράω αυτά που μου αγόραζες. Οταν σ’ έβλεπα. Τώρα τα φοράω όλα. Οχι αυτά που μου αγόραζες. Τα δικά σου ρούχα. Θα ‘χεις ξεχάσει μάλλον εκείνο το δερμάτινο μαντό, έφερνε κάτι από ’60s, μου το έλεγες όταν με πίεζες με την αγάπη σου να το φορέσω, δεν το ήθελα, τώρα έχει γίνει το αγαπημένο μου, ένα από τα αγαπημένα μου. Ολα αγαπημένα μου τώρα. Τόσα χρόνια έφευγα από σένα κι αρκούσε ένας τόσο δα θάνατος για να μη θέλω να φύγω από κοντά σου. Για να αναζητάω τον ακίνητο χρόνο.

Σχεδόν δυο χρόνια τώρα πηγαινοέρχομαι στο σπίτι σου για να βεβαιωθώ ότι δεν άλλαξε κάτι. Για να ξεκαθαρίζω τα πράγματα και να αποδίδω τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, την καφέ πλισέ φούστα στη Βάσω που σ’ αγαπούσε, την «καλή τσάντα», τη Σανέλ, στη Χρύσα για να σε θυμάται. Ξεκαθαρίζουν ποτέ τα πράγματα; Το καταφέρνει κανείς; Εγώ θ’ αργήσω μαμά. Σ’ το υπόσχομαι ότι θ’ αργήσω.

Ντουλάπι προς ντουλάπι βγάζω τα περιεχόμενα, τα αξιολογώ, τα χωρίζω, τα σκουπίζω, φροντίζω να μην κλείσει το σπίτι που κάθε φορά έρχομαι για να κλείσω. Χαϊδεύω στοργικά τις ιστορίες που ξεμυτίζουν από τα φορτωμένα συρτάρια, γιατί καμιά δεν είναι γενικώς ενδιαφέρουσα, η σχέση μαζί τους είναι αυστηρά προσωπική, και ποιος άλλος μπορεί να τις αγγίξει με τη στοργή που όλες αυτές οι ιστορίες χρειάζονται παρά μόνον ο άνθρωπος που κοιτάει το κλείσιμο ενός κόσμου, του κόσμου που τον διαμόρφωσε; Να κοιτάξει με παράλογη τρυφερότητα καλώδια και δεκάδες μπαταρίες επειδή, με τον ξαφνικό, παράξενο τρόπο της μνήμης, συνδέονται με τη στιγμή που αναφώνησες «μα είναι δυνατόν να μη βρίσκει σ’ ΕΝΑ σπίτι ΕΝΑΣ άνθρωπος ΜΙΑ μπαταρία;» μ’ αυτή τη σειρά και με γνήσια απορία που προς στιγμήν αναγνωρίσαμε στο βλέμμα σου και μας έπιασε όλους ένα γέλιο ασταμάτητο. Και μετά άρχισες κι εσύ να γελάς. Εγκάρδια, ειλικρινά, κοριτσίστικα γέλια τα γέλια σου. Μια μπαταρία σε ρόλο προυστικής μαντλέν.

Τόσα χρόνια έφευγα από σένα κι αρκούσε ένας τόσο δα θάνατος για να μη θέλω να φύγω από κοντά σου. Για να αναζητάω τον ακίνητο χρόνο.

Πώς είχε αποκτήσει ένας άνθρωπος τόσο πολλά καλώδια προέκτασης, τόσες μπαταρίες και κομπολόγια και πώς έφτασε σε μένα αυτή η γρήγορη μαχαιριά συμπάθειας για τα επιτραπέζια σκεύη όταν άνοιξα το ντουλάπι με τα πυρέξ; Πώς τόσα πράγματα γίνονται μόνο μια λεπτή μεμβράνη που μας χωρίζουν από τον θάνατο; Πόσα χρειάζονται πια για να δημιουργήσουν ένα ανθεκτικό φράγμα απέναντι σ’ αυτό που έρχεται αλλά κι απέναντι στην όποια δυναμική του παρόντος;

Ακόμα δεν είμαι σίγουρη για το ποια έγινα αλλά τώρα πρέπει να αφήσω να φύγει όλο το «αρχείο» που κρατούσες για το ποια ήμουν, για ό,τι ήμουν χρόνο με τον χρόνο: την καταγεγραμμένη από σένα στα ημερολόγια του νηπιαγωγείου υπερβολική αγάπη για τα ζώα (που σ’ ενοχλούσε αλλά κρατάει ακόμα), την απέχθεια για τις κούκλες (κι αυτό σ’ ενοχλούσε αλλά το ‘χες πάρει απόφαση), τα χόμπι (κιθάρα, μπατίκ, ζωγραφική, δημιουργία κοσμημάτων, γράψιμο – όλα σ’ άρεσαν και όλα, εκτός από το γράφειν, εγκαταλείφθηκαν εγκαίρως). Κάθε νέο στάδιο εξέλιξης έφερνε κι ένα νέο σύνολο ενδιαφερόντων εκπεφρασμένων, μοιραία, σε αντικείμενα, σε χειροπιαστή ύλη. Τα είχες κρατήσει όλα. Παράξενο όταν σκέφτομαι ότι με παρότρυνες να πετάω, να μην κρατώ «υλικές» αναμνήσεις, ρούχα που δεν φοράω, σκεύη που δεν χρησιμοποιώ. Αλλη μια έκφραση τρυφερής ανειλικρίνειας για να με «σώσεις» από κάτι. Βρήκα τα βιβλία που δεν μ’ ενδιέφεραν πια, τα γραπτά που νόμιζα ότι είχα ξεφορτωθεί, τα πράγματα που αντιπροσώπευαν αυτό που νόμιζα ότι θα γινόμουν κι αυτά που αντιπροσώπευαν αυτό που ήμουν και δεν ήμουν πια. Αποφάσισα να τ’ αφήσω να φύγουν, γιατί ποιος στον κόσμο θα καταλάβαινε το νόημά τους όταν θα έχω φύγει κι εγώ; Αλλά και γιατί να υποβληθεί ένας αγαπημένος «εκκαθαριστής» στη δοκιμασία της σύνδεσης με ένα οριστικά παρελθόν νόημα; Ή κάποιος ξένος να πέσει στις παγίδες που φτιάχνει η μνήμη επιβάλλοντας συνδέσεις πέρα-δώθε, ανακατεύοντας σημαντικά και ασήμαντα για να ανασύρει Θεός ξέρει τι (Ουπς! Καθάριζα το σπίτι μιας κυρίας που πέθανε κι αυτό μου ‘φερε στον νου…). Πέτα τα καλύτερα.

Αλλά εσένα, ούτε σου πέρναγε από το μυαλό η αποσύνδεση. Μάλλον πιο ειλικρινής συνθήκη από τον δικό μου «αγώνα της ανεξαρτησίας» που με φέρνει στο σημείο –πιο κόρη σου από ποτέ– να υποδέχομαι σταγόνες παράλογης, γελοίας αγωνίας, σημάδια ανοιχτών λογαριασμών: Να σου ‘βαλα άραγε τα σωστά ρούχα; Τα σωστά παπούτσια – τα απάτητα; Να βρίσκεται ακόμα η μπλούζα στη θέση της ή άρχισε να λιώνει; Ταιριάζανε το σακάκι με τη φούστα; Εκανα για πρώτη φορά τον δικό μου συνδυασμό πάνω σου. Τα ‘κανα σωστά μαμά; Θα συμφωνούσες; Κι εγώ; Ντύνομαι καλά; Ντύνομαι ζεστά; Η φωνή σου διορθώνει την μπρετέλα: «Ωραίο αυτό που φοράς».

Πότε θα φύγεις μαμά;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT