Το ποίημα της εβδομάδας

Η μνήμη ανάγλυφη όπως τα σαμιαμίδια, μόνοι των τοίχων

4' 46" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δεκαπενταύγουστος

Η μνήμη ανάγλυφη όπως τα σαμιαμίδια, μόνοι των τοίχων
Eνοικοι μαζί με τα έντομα στα μονοπάτια που οδηγούσαν
Και χώνεψε η βλάστηση, άναρχη εν αρχή και εν τέλει

Οι μυρωδιές μόνο από την πρωινή αχλύ
Και τις λιπόθυμες πνοές του Αυγούστου σταθερά
Οι μόνοι άποικοι συν τις χαμένες μουσικές από τις ομιλίες

Τώρα μόνον φυλλώματα όπου πληκτρολογούν
Κελαηδισμοί από όσους βρήκαν εκεί το καταφύγιο
Της ασυλίας σ’ ένα ελάχιστο αγέρι που ελίσσεται

Oλοι χαμένοι· κι οι εορτάζοντες κι οι καλεσμένοι
Πλήθος αλλότριο μέσα στην κάψα του καιρού
Και στην αψάδα ενός πλησίστιου φεγγαριού

Που εμποδίζει για να βγουν τα πυροφάνια
Σε άλλες θαλάσσιες διαδρομές χρυσίζοντας τους θησαυρούς
Του βλέμματος, αθέατους από τα νεύματα των άλλων

Μένουν τα ίχνη από τις απογευματινές προηγιασμένες
Αραιοκατοικημένες ανέκαθεν με λιγοστό θυμίαμα
Στης ζέστης ξαποσταίνουν την ακινησία

Βήματα ερειπωμένα, στην περιφέρεια μιας μνήμης
Που αχνίζει καθώς ψύχεται, χαμένος πλανήτης και
Επιβεβαιώνει τη ζωή γλιστρώντας προς τον θάνατο·

Ιβίσκοι και τριανταφυλλιές, αγιόκλημα και γιασεμιά
Πλεγμένα σε κληματαριές με τα τσαμπιά στη βράση τους
Να ξεχειλίζουν δίνοντας μάχη άνιση με σμήνη

Σφήκες που πολιορκούν τον ώριμο χυμό στις ρόγες
Κι οι λίθοι ακόμη να ρουφάνε τα τριξίματα της νύχτας
Να διαστέλλονται μαζί μες στις δεσιές ξύλα κι αρμοί

Πορτοπαράθυρα να λείχουνε τη σκόνη στις γρίλιες
Και να φωλιάζουν στις γλυφές τους αυγά σε θερμή επώαση
Από της εντομοπανήγυρης το βουητό, σαν άλλοτε παράσιτα

Oλοι χαμένοι· κι η γιορτή που κάποτε ετοιμαζόταν
Κι ενίοτε μεθεόρτια βάραινε στο πέρασμά της
Σαν άλλο οχηματαγωγό που αφήνει κύματα αέρα

Λόγια που είχαν πλέξει στεφάνια στον αέρα με ευχές
Από την εσπεράντο της μουσικής στη μυστική γλώσσα
Της ποίησης μέχρι την ποίηση της μητρικής μέσω ψαλμών

Που άλλη δεν έχει στη γραμμική γραφή γάμα της αγάπης
Γέλια, χειρονομίες και διαπιστευτήρια. Πως φτάσαμε ως εδώ
Σε μια συνάντηση που άλλη ο χρόνος δεν θα δεξιωθεί

Aνθρωποι, ψυχικές βακτηρίες σε σκιές κεντημένες στο φως
Αυτού του τόπου που σου εμπόδισε την περπατησιά
Σαν στενό παπούτσι και πλήγωσέ σου τα πόδια,

Ο ίδιος τόπος σε ανάθρεψε με αναπνοές και χάδια, με
Το βραδινό συλλαλητήριο των πουλιών πριν κοιμηθούν
Ομιλίες που φέρνει ο αέρας σαν ψαλμωδίες σε πλάγιο δεύτερο

Αναμνήσεις ληγμένες οριστικά ενώ σφραγίζονται ερμητικά
Από ένα δεν θυμάμαι και η μυρωδιά του καμένου, σαν θυμίαμα
Καντήλι ανεβαίνει να φωτίσει τα αφώτιστα

Κι οι άνθρωποι στη θερινή αντηλιά μολυβιές φιγούρες
Σαν δισδιάστατα φαντάσματα, σαρκία, προβολές από σκοτάδι
Μέσα στη λάμψη δηλώνοντας της δικής τους θερμότητας την ακτινοβολία

Αγάλματα από πάγο μες στην ηλιακή αρπάγη.
Απορροφώντας όλο το φως, μαύρες τρύπες που ανοίγονται
Στο παγερό διάστημα. Σαν κλήση από άγνωστο αριθμό

Που δεν θα απαντήσεις, και έρχεται κατά κύματα
Θάλασσα, το κέντρο της δεν είναι πουθενά σαν την αρχή της
Αφανέρωτη θάλασσα, χιλιάδες τέλη στις ακτές αφροστεφανωμένα.

Οι εν ζωή απουσίες, οι εν θανάτω απώλειες με
Το προσκύνημα στο παρελθόν να αποδεικνύεται υπόκλιση
Σε ένα μέλλον που λιγοστεύει κάποτε μέχρι μηδενισμού

Η σκιά της βερικοκιάς, όπως φέρνει κινούμενη το μελτέμι
Στην ακινησία του δωματίου, μέσα σε λουτρό φωτός
Σήμαντρα στραφταλίζοντα που ηχούν στις φωτοσκιάσεις

Το παλιό σπίτι με όλα τα πορτοπαράθυρα ανοιγμένα
Στον αέρα με κλαδιά ν’ απλώνουν στα δωμάτια τους ανθούς τους
Ακούγοντας κελαηδισμούς, πρώτο ξημέρωμα προτού φωτίσει,

Μ’ όλη την πρωινή δροσιά να ‘χει φωλιάσει στα δωμάτια
Και τις συνομιλίες των πουλιών να πλέκονται σε βλέφαρα
μισάνοιχτα.

Απρόσμενα γαυγίσματα νυχτερινά με την περίπολο της πανσελήνου
Να χρυσώνει απ’ τα υπέρθυρα το σκοτάδι
Το παλιό σπίτι με το κεραμίδι στα θεμέλια

Με τις ταράτσες σπαρμένες αστροβασίες σε θερινούς ύπνους
Και το αρχαίο πηγάδι στο υπόγειο όπου παφλάζει το παρελθόν
Αγίασμα δίχως μνήμη πάλι να κατοικήσει αφήνοντας

Τα όνειρα στα ρεύματα του αέρα από το μεγάλο παράθυρο
Ως το στενό παραθυράκι του λουτρού να περνούν κατά κύματα
Μορφές παιδιά και γέροντες, νέοι και νέες με κοντομάνικα

Εφηβοι με ενδυμασίες θερινές, ψαθάκια και υποκάμισα ανοιχτά
Από άλλες εποχές, δεκαετίες πέραν του αιώνος περασμένες
Τρεχαλητά, τραγούδια και μαντίλες κουμιώτικες σε γέρικες κοτσίδες.

Εφεξε, φώτισε λιγάκι, κι οι μέρες να μικραίνουν με τρόπο
πλέον ορατό

Απ’ το Δεκαπενταύγουστο πια μια ανάσα ο χειμώνας, ένα ίχνος
Ενα κέλυφος μόνο το σπίτι άδειο κι από τις χαραμάδες
Σφυρίζουν τα μελτέμια τις μελωδίες της απουσίας

Σαν μισινέτζα ασημίζει στον ήλιο της αράχνης ακτινωτός τροχός
Στο δίχτυ του πιάνοντας ουράνια πλάσματα, παλλόμενα του αέρα
Και στην πανσέληνο λέπια από του σαλιγκαριού το πέρασμα

Κι από της αράχνης τις παγίδες, απ’ όπου ελάχιστη δροσιά
Εδρεύει στη σιωπή και οι παλιές φυτείες τα φούλια, οι γαρδένιες
Τα νυχτολούλουδα επανέρχονται στο γύρισμα του χρόνου

Μια αλήθεια αμετάκλητη που γνέφει από το χώμα στο χώμα και
Το πρώτο φως από τις γρίλιες χάνεται πρώτα μέσα στους καθρέφτες
Με τις πρώτες κωδωνοκρουσίες από κοινού.

Η νέα σελήνη τα τελευταία χρώματα της δύσης με το δρεπάνι της θερίζει
Ο άνεμος ταράζει τις σκιές, σαν να εναλλάσσεται η πηγή του φωτός
Και να σαλεύει ο ήλιος όσο το σπίτι κρατάει στα ύφαλά του τη δροσιά

Τα φώτα της νύχτας τρεμοπαίζουν σαν πούλιες το ξημέρωμα
Η πέτρα όπως ξερνάει την υγρασία ξερνάει και τον ήλιο
Το φως σαν φλόγα του καλοκαιριού, σαν καύμα σκοτεινιάζει

Σε μια γιορτή όπου όλοι στο τέλος μπερδεύουν τη χαρά
Με τη συγκίνηση ενός απρόσμενου ανταμώματος σε θρήνο
Απρόσιτο αγκαλιασμένοι κλαίνε και ανακαλούν από ώρα

Οσα ανεβαίνουν στον αφρό σαν να ‘χανε βουτήξει
Σε θαλασσινό νερό και να τα σήκωνε στους ώμους της η αρμύρα
Και το αλάτι να τα λίκνιζε σαν σε ελαφρόπετρα

Γλιστράει από τις γρίλιες το ξημέρωμα να εξημερώσει τα αξημέρωτα
Οσο ακόμα τρομαλέοι οι άνθρωποι καθ’ ύψος από το ισόγειο χτίζουν
Τη μεγαλύτερη απόσταση αιτώντας από τη γη κι από το χώμα

Για κατοικία τους να φτιάξουν στον αέρα εν ζωή ακόμη
Εκείνο που μετά επί χρόνια θα τους τυλίγει και θα ενοικούν
Φαντάσματα άφαντα όπως τα πουλιά συνεχίζουν και νέμονται τη μέρα

Μαρία, Παναγιώτα, Μαίρη, Παναγιώτης, Μαρία,
Μάρα, Μάριος, Πάνος, Μαρία, Μαρίλυ, Μαριγώ,
Νότης, Πανάγος, Μύριαμ, Μαρία, Τάκης, Παναγιώτης, Αννα

Ονόματα που βλέπουν πάντοτε το φως ενώ οι άλλοτε φέροντες
Μόνον σκοτάδι, κι ακούγεται μια ηχώ κάθε Δεκαπενταύγουστο
Μέσα στα χρόνια σ’ ένα κοχύλι ασβεστολιθικό

Να φλέγεται, να μαίνεται με τους αέρηδες και να σφυρίζει
Η μνήμη ένα παιχνίδι χαλασμένο παιδικό σε ένα προσκλητήριο
Οπου οι απόντες έρχονται να πιουν από της λήθης τον ερειπιώνα
Πόσιμο νερό.

Ο κ. Θανάσης Χατζόπουλος είναι παιδοψυχίατρος και ποιητής (Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2022).

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή